17.11.18

Αυτή κι αν είναι πρόκληση - Ο πρόεδρος της βουλής ζητά αυξήσεις των συντάξεων των βουλευτών !

ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΝΤΡΟΠΗ !

Την ώρα που οι άνθρωποι του καθημερινού μόχθου, πολίτες που εργάστηκαν δεκαετίες για να πάρουν στο τέλος μια σύνταξη πεί­νας, δέχονται αλλεπάλληλες και βίαι­ες προσαρμογές στη μηνιαία αποζημί­ωση που λαμβάνουν, κάποιοι πραγμα­τικά προνομιούχοι Έλληνες σιωπούν και δια του προέδρου της Βουλής Ν.Βούτση ζητούν  προκλητικά αυξήσεις
Σιωπούν για να διατηρήσουν τα δικά τους «κεκτημένα». 
Και κυρίως το «δι­καίωμα» σε μια παχυλή σύνταξη, το οποίο μάλιστα «κέρδισαν» έπειτα από μόλις 4 χρόνια εργασίας, και αυτά με προνομιακούς όρους.
Κανείς δεν θέλει να τα βάζει με τους εθνοπατέρες, ιδιαίτερα καθώς τα πρόσωπά τους αποτελούν επιλογή των Ελλήνων πολιτών που τους ψήφι­σαν. 
Όμως σε μια περίοδο που το βι­οτικό επίπεδο των Ελλήνων πλήττεται διαδοχικά και για τους περισσότερους Έλληνες οι συντάξεις βρίσκονται κά­τω από το επίπεδο της πείνας, κανείς δεν μπορεί να παραμένει άπραγος. 
Θα περίμενε τουλάχιστον από τους βου­λευτές να περικόψουν αυτοβούλως τα εξωπραγματικά τους προνόμια και κυ­ρίως να ρυθμίσουν σωστά το θέμα των προκλητικών συντάξεών τους...και όχι ο κος Βούτσης Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων να ζητά  χωρίς ντροπή την συναινεση των κομμάτων της αντιπολίτευσης για αύξηση των .....χαμηλών συντάξεων των βουλευτών

Ποιοι, πότε, πώς, πόσο...
Οχυρωμένοι πίσω από νομοθεσίες 10ετιών, στις οποίες έχουν βάλει τις δικές τους υπογραφές, οι βουλευτές μας αποκτούν συνταξιοδοτικό δικαί­ωμα (ελάχιστη σύνταξη) ύστερα από μόλις τέσσερα χρόνια θητείας. 
Και αν προκύψει ζήτημα διακοπής της θητεί­ας μιας κυβέρνησης ή πρόωρων εκλογών, ο νομοθέτης έχει φροντίσει, ξα­νά, να μην υπάρχει πρόβλημα.
Το δικαίωμα στην ελάχιστη σύντα­ξη αποκτάται ανεξάρτητα από το αν η θητεία είναι διαρκής ή διακεκομμένη. 
Αρκεί να συμπληρωθεί το όριο των 48 μηνών. Η κατώτατη σύνταξη αυτή ισο­δυναμεί με 1.400 ευρώ.
 Όση δηλαδή είναι σήμερα μια από τις πιο υψηλές που θα μπορεί να λαμβάνει ένας Έλληνας πολίτης της μνημονιακής εποχής.
Για να πάρει κανείς βουλευτική σύ­νταξη ισχύει η εξής ηλικιακή προϋπό­θεση:
 Οι «παλιοί» (όσοι έχουν εκλεγεί μέχρι το 1990) θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης με τη συμπλήρωση των 48 μηνών, εφόσον έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας τους. Οι «νεότε­ροι» (από το 1993 και μετά) αποκτούν δικαίωμα σύνταξης εφόσον έχουν συ­μπληρώσει τους 48, αλλά και εφόσον έχουν περάσει τα 65 τους χρόνια. Για τα άτομα με ειδικές ανάγκες προβλέπεται θεμελίωση σύνταξης με 2 χρό­νια βουλευτικής θητείας και όριο ηλι­κίας τα 55.
Πάντως, για όσους κάνουν βουλευ­τική καριέρα, η ελάχιστη σύνταξη των 1.400 ευρώ προσαυξάνεται κα­τά 25% για κάθε έτος βουλευτικής θητείας μετά το 4ο έτος και μέχρι το 10ο έτος μιας βουλευτικής θητείας. Έτσι, για τα 10 χρόνια θητείας η σύ­νταξη φτάνει τα 3.500 ευρώ. Από το 10ο μέχρι και το 17ο έτος προσαυξά­νεται κατά 10%.
Όμως, όταν ο βουλευτής συμπληρώ­σει 17 χρόνια θητείας, αποκτά δικαίω­μα πλήρους σύνταξης από τη Βουλή των Ελλήνων. 
Στα συντάξιμα χρόνια του βουλευτή, για τη συμπλήρωση της 17ετίας (μην κοιτάτε που οι άλλοι θέ­λουν 45) υπολογίζονται τα χρόνια πι­θανής θητείας στην Ευρωβουλή, αλλά και τυχόν θητείας του ως εξωκοινο­βουλευτικού υπουργού.
Η πλήρης σύνταξη διαμορφώνεται κοντά στα 4.500 ευρώ, και αντιστοι­χεί στο 80% της βουλευτικής αποζη­μίωσης, που μετά τις μνημονιακές μειώσεις  διαμορφώνεται περίπου στα 5.600 ευρώ.
Και όλα αυτά, ενώ εκκρεμεί η αύ­ξηση των αποδοχών των δικαστικών, που θα συμπαρασύρει προς τα πάνω τη βουλευτική αποζημίωση και κατά συνέπεια και τις συντάξεις τους, που υπολογίζονται με βάση τις αποδοχές εν ενεργεία, ενώ πολλοί συνταξιούχοι βουλευτές έχουν προσφύγει στα δικα­στήρια και για άλλες αυξήσεις.
Επιπλέον οι βουλευτές έχουν ρυθ­μίσει τις υποθέσεις τους κατά τέτοιο τρόπο (με τον νόμο δηλαδή), ώστε να μπορούν να λαμβάνουν δύο ή και πε­ρισσότερες παράλληλες συντάξεις. 
Το ίδιο συμβαίνει και με τις συντάξεις άλ­λων δημοσίων αρχόντων (πρώην συνδικαλιστές, δήμαρχοι και νομάρχες, στους οποίους καταβάλλεται χορη­γία), οι οποίοι λαμβάνουν δεύτερη ή και τρίτη σύνταξη από τον ασφαλιστι­κό οργανισμό του επαγγέλματος που ασκούσαν πριν εκλεγούν βουλευτές.
Ακόμη να σημειώσουμε ότι για τα λίγα χρόνια που εφαρμόστηκε, τη δε­καετία του 2000, το «επαγγελματι­κό ασυμβίβαστο» οι φορολογούμενοι (επισήμως λέγεται προϋπολογισμός της Βουλής των Ελλήνων) επιβαρύνο­νταν με πρόσθετες εισφορές για την κύρια σύνταξη, την επικουρική ασφά­λιση και την πρόνοια στους ασφαλιστι­κούς φορείς στους οποίους υπάγονταν οι βουλευτές πριν περάσουν το κατώ­φλι της Βουλής.

Και μετά τις περικοπές!
Για τους βουλευτές στα χρόνια των μνημονίων  οι μειώσεις φτάνουν τα 20.000 ευρώ ετησίως για τον καθένα, δηλαδή σε 1.600 μηνι­αίως. 
Έτσι έφτασε και η αποζημίωση στα 5.600 ευρώ (από 6.500 -7.000 που ήταν παλαιότερα).
Επίσης  καταργήθηκε η αυτοτελής φορολόγηση της βουλευ­τικής αποζημίωσης.  και επειδή λέγεται αποζημίωση, προφα­νώς φορολογείτο και ως... αποζημί­ωση απολυμένου εργαζομένου.
Τι γι­νόταν; Τα εισοδήματα των βουλευτών φορολογούνταν αυτοτελώς, χωρίς να αθροίζονται με τα εισοδήματα από άλλες πηγές (ακίνητα, κινητές αξίες κ.λπ.), τα οποία φορολογούνται με τις λεγόμενες «γενικές διατάξεις».
Έτσι, ένας βουλευτής με ετήσια έσοδα 84.000 ευρώ από βουλευτι­κή αποζημίωση και 30.000 ευρώ από ακίνητα πλήρωνε φόρο 27.600 ευρώ, ενώ, αν φορολογούνταν όπως όλοι οι άλλοι πολίτες, ο φόρος που θα αναλο­γούσε στα εισοδήματά του θα έφτανε τα 39.000 ευρώ.