ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΝΤΡΟΠΗ !
Την ώρα που οι άνθρωποι του καθημερινού μόχθου, πολίτες που εργάστηκαν δεκαετίες για να πάρουν στο τέλος μια σύνταξη πείνας, δέχονται αλλεπάλληλες και βίαιες προσαρμογές στη μηνιαία αποζημίωση που λαμβάνουν, κάποιοι πραγματικά προνομιούχοι Έλληνες σιωπούν και δια του προέδρου της Βουλής Ν.Βούτση ζητούν προκλητικά αυξήσεις
Σιωπούν για να διατηρήσουν τα δικά τους «κεκτημένα».
Και κυρίως το «δικαίωμα» σε μια παχυλή σύνταξη, το οποίο μάλιστα «κέρδισαν» έπειτα από μόλις 4 χρόνια εργασίας, και αυτά με προνομιακούς όρους.
Κανείς δεν θέλει να τα βάζει με τους εθνοπατέρες, ιδιαίτερα καθώς τα πρόσωπά τους αποτελούν επιλογή των Ελλήνων πολιτών που τους ψήφισαν.
Όμως σε μια περίοδο που το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων πλήττεται διαδοχικά και για τους περισσότερους Έλληνες οι συντάξεις βρίσκονται κάτω από το επίπεδο της πείνας, κανείς δεν μπορεί να παραμένει άπραγος.
Θα περίμενε τουλάχιστον από τους βουλευτές να περικόψουν αυτοβούλως τα εξωπραγματικά τους προνόμια και κυρίως να ρυθμίσουν σωστά το θέμα των προκλητικών συντάξεών τους...και όχι ο κος Βούτσης Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων να ζητά χωρίς ντροπή την συναινεση των κομμάτων της αντιπολίτευσης για αύξηση των .....χαμηλών συντάξεων των βουλευτών
Ποιοι, πότε, πώς, πόσο...
Οχυρωμένοι πίσω από νομοθεσίες 10ετιών, στις οποίες έχουν βάλει τις δικές τους υπογραφές, οι βουλευτές μας αποκτούν συνταξιοδοτικό δικαίωμα (ελάχιστη σύνταξη) ύστερα από μόλις τέσσερα χρόνια θητείας.
Και αν προκύψει ζήτημα διακοπής της θητείας μιας κυβέρνησης ή πρόωρων εκλογών, ο νομοθέτης έχει φροντίσει, ξανά, να μην υπάρχει πρόβλημα.
Το δικαίωμα στην ελάχιστη σύνταξη αποκτάται ανεξάρτητα από το αν η θητεία είναι διαρκής ή διακεκομμένη.
Αρκεί να συμπληρωθεί το όριο των 48 μηνών. Η κατώτατη σύνταξη αυτή ισοδυναμεί με 1.400 ευρώ.
Όση δηλαδή είναι σήμερα μια από τις πιο υψηλές που θα μπορεί να λαμβάνει ένας Έλληνας πολίτης της μνημονιακής εποχής.
Για να πάρει κανείς βουλευτική σύνταξη ισχύει η εξής ηλικιακή προϋπόθεση:
Οι «παλιοί» (όσοι έχουν εκλεγεί μέχρι το 1990) θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης με τη συμπλήρωση των 48 μηνών, εφόσον έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας τους. Οι «νεότεροι» (από το 1993 και μετά) αποκτούν δικαίωμα σύνταξης εφόσον έχουν συμπληρώσει τους 48, αλλά και εφόσον έχουν περάσει τα 65 τους χρόνια. Για τα άτομα με ειδικές ανάγκες προβλέπεται θεμελίωση σύνταξης με 2 χρόνια βουλευτικής θητείας και όριο ηλικίας τα 55.
Πάντως, για όσους κάνουν βουλευτική καριέρα, η ελάχιστη σύνταξη των 1.400 ευρώ προσαυξάνεται κατά 25% για κάθε έτος βουλευτικής θητείας μετά το 4ο έτος και μέχρι το 10ο έτος μιας βουλευτικής θητείας. Έτσι, για τα 10 χρόνια θητείας η σύνταξη φτάνει τα 3.500 ευρώ. Από το 10ο μέχρι και το 17ο έτος προσαυξάνεται κατά 10%.
Όμως, όταν ο βουλευτής συμπληρώσει 17 χρόνια θητείας, αποκτά δικαίωμα πλήρους σύνταξης από τη Βουλή των Ελλήνων.
Στα συντάξιμα χρόνια του βουλευτή, για τη συμπλήρωση της 17ετίας (μην κοιτάτε που οι άλλοι θέλουν 45) υπολογίζονται τα χρόνια πιθανής θητείας στην Ευρωβουλή, αλλά και τυχόν θητείας του ως εξωκοινοβουλευτικού υπουργού.
Η πλήρης σύνταξη διαμορφώνεται κοντά στα 4.500 ευρώ, και αντιστοιχεί στο 80% της βουλευτικής αποζημίωσης, που μετά τις μνημονιακές μειώσεις διαμορφώνεται περίπου στα 5.600 ευρώ.
Και όλα αυτά, ενώ εκκρεμεί η αύξηση των αποδοχών των δικαστικών, που θα συμπαρασύρει προς τα πάνω τη βουλευτική αποζημίωση και κατά συνέπεια και τις συντάξεις τους, που υπολογίζονται με βάση τις αποδοχές εν ενεργεία, ενώ πολλοί συνταξιούχοι βουλευτές έχουν προσφύγει στα δικαστήρια και για άλλες αυξήσεις.
Επιπλέον οι βουλευτές έχουν ρυθμίσει τις υποθέσεις τους κατά τέτοιο τρόπο (με τον νόμο δηλαδή), ώστε να μπορούν να λαμβάνουν δύο ή και περισσότερες παράλληλες συντάξεις.
Το ίδιο συμβαίνει και με τις συντάξεις άλλων δημοσίων αρχόντων (πρώην συνδικαλιστές, δήμαρχοι και νομάρχες, στους οποίους καταβάλλεται χορηγία), οι οποίοι λαμβάνουν δεύτερη ή και τρίτη σύνταξη από τον ασφαλιστικό οργανισμό του επαγγέλματος που ασκούσαν πριν εκλεγούν βουλευτές.
Ακόμη να σημειώσουμε ότι για τα λίγα χρόνια που εφαρμόστηκε, τη δεκαετία του 2000, το «επαγγελματικό ασυμβίβαστο» οι φορολογούμενοι (επισήμως λέγεται προϋπολογισμός της Βουλής των Ελλήνων) επιβαρύνονταν με πρόσθετες εισφορές για την κύρια σύνταξη, την επικουρική ασφάλιση και την πρόνοια στους ασφαλιστικούς φορείς στους οποίους υπάγονταν οι βουλευτές πριν περάσουν το κατώφλι της Βουλής.
Και μετά τις περικοπές!
Για τους βουλευτές στα χρόνια των μνημονίων οι μειώσεις φτάνουν τα 20.000 ευρώ ετησίως για τον καθένα, δηλαδή σε 1.600 μηνιαίως.
Έτσι έφτασε και η αποζημίωση στα 5.600 ευρώ (από 6.500 -7.000 που ήταν παλαιότερα).
Επίσης καταργήθηκε η αυτοτελής φορολόγηση της βουλευτικής αποζημίωσης. και επειδή λέγεται αποζημίωση, προφανώς φορολογείτο και ως... αποζημίωση απολυμένου εργαζομένου.
Τι γινόταν; Τα εισοδήματα των βουλευτών φορολογούνταν αυτοτελώς, χωρίς να αθροίζονται με τα εισοδήματα από άλλες πηγές (ακίνητα, κινητές αξίες κ.λπ.), τα οποία φορολογούνται με τις λεγόμενες «γενικές διατάξεις».
Έτσι, ένας βουλευτής με ετήσια έσοδα 84.000 ευρώ από βουλευτική αποζημίωση και 30.000 ευρώ από ακίνητα πλήρωνε φόρο 27.600 ευρώ, ενώ, αν φορολογούνταν όπως όλοι οι άλλοι πολίτες, ο φόρος που θα αναλογούσε στα εισοδήματά του θα έφτανε τα 39.000 ευρώ.
Την ώρα που οι άνθρωποι του καθημερινού μόχθου, πολίτες που εργάστηκαν δεκαετίες για να πάρουν στο τέλος μια σύνταξη πείνας, δέχονται αλλεπάλληλες και βίαιες προσαρμογές στη μηνιαία αποζημίωση που λαμβάνουν, κάποιοι πραγματικά προνομιούχοι Έλληνες σιωπούν και δια του προέδρου της Βουλής Ν.Βούτση ζητούν προκλητικά αυξήσεις
Σιωπούν για να διατηρήσουν τα δικά τους «κεκτημένα».
Και κυρίως το «δικαίωμα» σε μια παχυλή σύνταξη, το οποίο μάλιστα «κέρδισαν» έπειτα από μόλις 4 χρόνια εργασίας, και αυτά με προνομιακούς όρους.
Κανείς δεν θέλει να τα βάζει με τους εθνοπατέρες, ιδιαίτερα καθώς τα πρόσωπά τους αποτελούν επιλογή των Ελλήνων πολιτών που τους ψήφισαν.
Όμως σε μια περίοδο που το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων πλήττεται διαδοχικά και για τους περισσότερους Έλληνες οι συντάξεις βρίσκονται κάτω από το επίπεδο της πείνας, κανείς δεν μπορεί να παραμένει άπραγος.
Θα περίμενε τουλάχιστον από τους βουλευτές να περικόψουν αυτοβούλως τα εξωπραγματικά τους προνόμια και κυρίως να ρυθμίσουν σωστά το θέμα των προκλητικών συντάξεών τους...και όχι ο κος Βούτσης Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων να ζητά χωρίς ντροπή την συναινεση των κομμάτων της αντιπολίτευσης για αύξηση των .....χαμηλών συντάξεων των βουλευτών
Ποιοι, πότε, πώς, πόσο...
Οχυρωμένοι πίσω από νομοθεσίες 10ετιών, στις οποίες έχουν βάλει τις δικές τους υπογραφές, οι βουλευτές μας αποκτούν συνταξιοδοτικό δικαίωμα (ελάχιστη σύνταξη) ύστερα από μόλις τέσσερα χρόνια θητείας.
Και αν προκύψει ζήτημα διακοπής της θητείας μιας κυβέρνησης ή πρόωρων εκλογών, ο νομοθέτης έχει φροντίσει, ξανά, να μην υπάρχει πρόβλημα.
Το δικαίωμα στην ελάχιστη σύνταξη αποκτάται ανεξάρτητα από το αν η θητεία είναι διαρκής ή διακεκομμένη.
Αρκεί να συμπληρωθεί το όριο των 48 μηνών. Η κατώτατη σύνταξη αυτή ισοδυναμεί με 1.400 ευρώ.
Όση δηλαδή είναι σήμερα μια από τις πιο υψηλές που θα μπορεί να λαμβάνει ένας Έλληνας πολίτης της μνημονιακής εποχής.
Για να πάρει κανείς βουλευτική σύνταξη ισχύει η εξής ηλικιακή προϋπόθεση:
Οι «παλιοί» (όσοι έχουν εκλεγεί μέχρι το 1990) θεμελιώνουν δικαίωμα σύνταξης με τη συμπλήρωση των 48 μηνών, εφόσον έχουν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας τους. Οι «νεότεροι» (από το 1993 και μετά) αποκτούν δικαίωμα σύνταξης εφόσον έχουν συμπληρώσει τους 48, αλλά και εφόσον έχουν περάσει τα 65 τους χρόνια. Για τα άτομα με ειδικές ανάγκες προβλέπεται θεμελίωση σύνταξης με 2 χρόνια βουλευτικής θητείας και όριο ηλικίας τα 55.
Πάντως, για όσους κάνουν βουλευτική καριέρα, η ελάχιστη σύνταξη των 1.400 ευρώ προσαυξάνεται κατά 25% για κάθε έτος βουλευτικής θητείας μετά το 4ο έτος και μέχρι το 10ο έτος μιας βουλευτικής θητείας. Έτσι, για τα 10 χρόνια θητείας η σύνταξη φτάνει τα 3.500 ευρώ. Από το 10ο μέχρι και το 17ο έτος προσαυξάνεται κατά 10%.
Όμως, όταν ο βουλευτής συμπληρώσει 17 χρόνια θητείας, αποκτά δικαίωμα πλήρους σύνταξης από τη Βουλή των Ελλήνων.
Στα συντάξιμα χρόνια του βουλευτή, για τη συμπλήρωση της 17ετίας (μην κοιτάτε που οι άλλοι θέλουν 45) υπολογίζονται τα χρόνια πιθανής θητείας στην Ευρωβουλή, αλλά και τυχόν θητείας του ως εξωκοινοβουλευτικού υπουργού.
Η πλήρης σύνταξη διαμορφώνεται κοντά στα 4.500 ευρώ, και αντιστοιχεί στο 80% της βουλευτικής αποζημίωσης, που μετά τις μνημονιακές μειώσεις διαμορφώνεται περίπου στα 5.600 ευρώ.
Και όλα αυτά, ενώ εκκρεμεί η αύξηση των αποδοχών των δικαστικών, που θα συμπαρασύρει προς τα πάνω τη βουλευτική αποζημίωση και κατά συνέπεια και τις συντάξεις τους, που υπολογίζονται με βάση τις αποδοχές εν ενεργεία, ενώ πολλοί συνταξιούχοι βουλευτές έχουν προσφύγει στα δικαστήρια και για άλλες αυξήσεις.
Επιπλέον οι βουλευτές έχουν ρυθμίσει τις υποθέσεις τους κατά τέτοιο τρόπο (με τον νόμο δηλαδή), ώστε να μπορούν να λαμβάνουν δύο ή και περισσότερες παράλληλες συντάξεις.
Το ίδιο συμβαίνει και με τις συντάξεις άλλων δημοσίων αρχόντων (πρώην συνδικαλιστές, δήμαρχοι και νομάρχες, στους οποίους καταβάλλεται χορηγία), οι οποίοι λαμβάνουν δεύτερη ή και τρίτη σύνταξη από τον ασφαλιστικό οργανισμό του επαγγέλματος που ασκούσαν πριν εκλεγούν βουλευτές.
Ακόμη να σημειώσουμε ότι για τα λίγα χρόνια που εφαρμόστηκε, τη δεκαετία του 2000, το «επαγγελματικό ασυμβίβαστο» οι φορολογούμενοι (επισήμως λέγεται προϋπολογισμός της Βουλής των Ελλήνων) επιβαρύνονταν με πρόσθετες εισφορές για την κύρια σύνταξη, την επικουρική ασφάλιση και την πρόνοια στους ασφαλιστικούς φορείς στους οποίους υπάγονταν οι βουλευτές πριν περάσουν το κατώφλι της Βουλής.
Και μετά τις περικοπές!
Για τους βουλευτές στα χρόνια των μνημονίων οι μειώσεις φτάνουν τα 20.000 ευρώ ετησίως για τον καθένα, δηλαδή σε 1.600 μηνιαίως.
Έτσι έφτασε και η αποζημίωση στα 5.600 ευρώ (από 6.500 -7.000 που ήταν παλαιότερα).
Επίσης καταργήθηκε η αυτοτελής φορολόγηση της βουλευτικής αποζημίωσης. και επειδή λέγεται αποζημίωση, προφανώς φορολογείτο και ως... αποζημίωση απολυμένου εργαζομένου.
Τι γινόταν; Τα εισοδήματα των βουλευτών φορολογούνταν αυτοτελώς, χωρίς να αθροίζονται με τα εισοδήματα από άλλες πηγές (ακίνητα, κινητές αξίες κ.λπ.), τα οποία φορολογούνται με τις λεγόμενες «γενικές διατάξεις».
Έτσι, ένας βουλευτής με ετήσια έσοδα 84.000 ευρώ από βουλευτική αποζημίωση και 30.000 ευρώ από ακίνητα πλήρωνε φόρο 27.600 ευρώ, ενώ, αν φορολογούνταν όπως όλοι οι άλλοι πολίτες, ο φόρος που θα αναλογούσε στα εισοδήματά του θα έφτανε τα 39.000 ευρώ.