«Ταξίδεψα κάποτε στη Μάνη και απ’ εκεί
στη Μυτιλήνη, απ’ όπου κατάγεται η γιαγιά μου.
Ήταν παράξενο το
συναίσθημα… Είχα πάει όταν ήμουν 60 χρόνων, αφού η μητέρα μου είχε
πεθάνει, στο διάλειμμα μιας ταινίας που γύριζα στην Αίγυπτο.
Οι γονείς μου ήταν απ’ την Ελλάδα. Εγώ
ανήκω στην πρώτη γενιά, γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Lowell της
Μασαχουσέτης. Η μητέρα μου καταγόταν απ’ τη Μάνη – εξ ου και η δική μου
αντίληψη "αν θες μάχη θα σου δώσω μια που θα θυμάσαι" - και ο πατέρας
μου ήταν απ’ τη Μικρά Ασία. Ήταν ένας άνθρωπος που πολέμησε με τους
Τούρκους, κόντεψε να πεθάνει, αλλά κατάφερε να δραπετεύσει και να
φτιάξει τη δική του οικογένεια. Μερικές εικόνες που κρατάω απ’ τα
παιδικά μου χρόνια; Θυμάμαι τη μητέρα μου και την αδελφή της, τη Μηλιά,
να χορεύουν έχοντας από ένα ποτήρι ούζο στο κεφάλι τους. Θυμάμαι επίσης
τη γιαγιά μου, την Ολυμπία, τη μητέρα του πατέρα μου, να είναι
καθισμένη σε μια καρέκλα να μας βλέπει και να μας λέει ιστορίες απ’ την
Ελλάδα. Ή τη θυμάμαι να μαγειρεύει. Έφτιαχνε αβγολέμονο, δικό της
γιαούρτι σε μια σακούλα, μαγείρευε παστίτσιο, μουσακά.
Στην Αμερική μεγαλώσαμε σε ένα μέρος που
ήταν γεμάτο μετανάστες. Υπήρχαν Ιρλανδοί, Γάλλοι, Έλληνες, Ιταλοί,
Σύροι. Εκεί έμαθα για πρώτη φορά, όταν ήμουν πέντε-έξι χρόνων, τι
σημαίνει ρατσισμός. Κορόιδευε ο ένας τον άλλο για ό,τι μπορείς να
φανταστείς: Για τις μύτες μας, για το φαΐ που τρώγαμε, τα ρούχα που
φορούσαμε, για τα ονόματά μας. Αλλά δεν κοροϊδεύαμε μόνο. Μαλώναμε.
Παλεύαμε κανονικά. Μέχρι τα 12 μου είχα το δικό μου μαχαίρι. Δεν ήμουν,
βέβαια, η πρώτη 12χρονη στην Αμερική που είχε δικό της όπλο. Έπρεπε με
κάποιον τρόπο να προστατευτώ. Ευτυχώς ποτέ δεν χρειάστηκε να μαχαιρώσω
κάποιον, αλλά το χρησιμοποίησα για να εκφοβίσω ορισμένους ανθρώπους.
Έπρεπε να ξέρουν ότι μπορούσες να προστατεύεις τον εαυτό σου κι αν
χρειαζόταν θα έφτανες μέχρι εκεί. Κι όταν το συνειδητοποιήσουν σ’
αφήνουν μόνη σου. Και με άφησαν.
Μεγαλώνοντας συνειδητοποίησα επίσης ότι
υπήρχε και ρατσισμός στην ελληνική κοινότητα εναντίον των γυναικών. Για
κάποιο λόγο, που δεν μπορούσα να καταλάβω, ήταν υποδεέστερες απ’ τους
άντρες. Και αυτό με ενοχλούσε. Δεν μπορούσα, από μικρή, να το ανεχτώ.
Και ξέρω ότι με διαμόρφωσε, μου έδωσε χαρακτηριστικά που διατηρώ μέχρι
σήμερα. Με έκανε, για παράδειγμα, ανταγωνιστική. Ή, έμαθα πως ό,τι έχω
απέναντί μου πρέπει να το αντιμετωπίζω αμέσως. Όπως έμαθα, λόγω των
τσακωμών που μπλεκόμουν, να προστατεύω τον εαυτό μου ή να τραβάω μια
γραμμή την οποία δεν επέτρεπα σε κανέναν να περάσει. Κι αν κάποιος το
έκανε ήμουν έτοιμη να τον αντιμετωπίσω. Ακόμα έχω αυτή την ετοιμότητα
στη ζωή μου. Δεν παλεύω, αν το έκανα βέβαια σήμερα στα 87 μου θα ήμουν
μια τρελή, αλλά βάζω όρια τα οποία δεν θέλω οι άλλοι να τα υπερβαίνουν.
Πήγα λοιπόν μονάχη μου για μερικές ώρες. Πήρα
ένα αεροπλάνο για την Αθήνα, απ’ εκεί πήγα στην Καλαμάτα, νοίκιασα
αυτοκίνητο και οδήγησα για τη Μάνη. Είχα την ψευδαίσθηση ότι θα πήγαινα
σε ένα μέρος, όπως αυτό που μου περιέγραφε η μητέρα μου. Η πλατεία όμως
είχε πεταμένα πλαστικά μπουκάλια, ήταν γεμάτη σκουπίδια. Εκεί κατάλαβα
πόσο μπορείς να ωραιοποιήσεις τα πράγματα όταν βρίσκεσαι μακριά… Εκείνη
τη μέρα, συνάντησα στο δρόμο ορισμένους ηλικιωμένους και κάποιες μητέρες
με τα παιδιά τους. Δεν είδα καθόλου άντρες… Καθώς τριγυρνούσα
περπατώντας, έφτασα σε ένα ύψωμα απ’ όπου έβλεπα εκατοντάδες ελιές. Εκεί
βρισκόντουσαν τρεις γυναίκες. Με πλησίασαν, τους είπα ποια ήταν η
μητέρα μου αλλά καμιά δεν τη θυμόταν. Θυμήθηκα τότε τον θείο μου που μου
έλεγε ότι δούλεψε στη Μάνη, στα χωράφια με τις ελιές και ρώτησα ποιος
τις φρόντιζε και πού ήταν οι άντρες του χωριού. Τότε μου απάντησαν ότι
δούλευαν έξω απ’ αυτό και μια γυναίκα έκανε μια κίνηση που συνήθιζε να
κάνει και η μητέρα μου. Χτύπησε με την κόψη της παλάμης της, το άλλο της
χέρι λέγοντας "Ο Θεός μας χτύπησε". Αυτή ήταν μια φράση που άκουγα στο
σπίτι. Καθώς τους μιλούσα συνειδητοποίησα και άλλες ομοιότητες. Το χρώμα
των ματιών τους, για παράδειγμα, ήταν καστανό όπως και το δικό μου. Των
γονιών μου ήταν καφέ… Ξεκίνησα να κλαίω σαν μικρό παιδί. Σκέφτηκα ότι
θα μπορούσαμε, αν ήταν αλλιώτικες οι συνθήκες να ήμασταν φιλενάδες…
Δεν έχω ψευδαισθήσεις. Απλά υπήρξα τυχερή
φίλε μου. Αυτό είναι ένα σπουδαίο μάθημα που έμαθα κερδίζοντας το
Όσκαρ. Έμαθα πως πρέπει να αποδέχομαι αυτά που μου συμβαίνουν χωρίς να
τα δικαιολογώ, χωρίς να τα εξηγώ. Να αποδέχομαι την καλή μου τύχη ως
κομμάτι της ζωής μου, της πορείας μου. Σαν ένα κομμάτι της μοίρας μου».
* To ντοκιμαντέρ για τη ζωή της Ολυμπίας
Δουκάκη, «Olympia», σε σκηνοθεσία Χάρη Μαυρομιχάλη έκανε πρεμιέρα τον
περασμένο μήνα στη Νέα Υόρκη.