15.2.20

Χρονογράφημα - Ο μπάρμπα Γιάννης εκ Μουριατάδας

Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου

     Ολίγα τινά περί μπάρμπα Γιάννη και στο παρόν χρονογράφημα. Αριστοφάνης σύγχρονος, μυθοπλάστης και μυθοψεύτης. Κορυφαίους δικανικούς και μη λόγους απάγγειλε, όταν στον καφενέ του Ψαρούλια ο εύγευστος οίνος τον έκανε στουπί.
    Ερχόμενος στο χωριό το εγκώμιό του έπλεξε, τη γραμματεία του στη ζωή να γνωρίσει στους επιγόνους, διδάκτωρ εις το κρανίο τους να τους εμφυσήσει πώς να ερμηνεύωσι και να καλλιγραφώσι  το << Αργία μήτηρ κακίας >>.
    Ο ίδιος κοπανούσε συνεχώς στους ουκ ολίγους κολλητούς του, πως διόλου δεν απέφευγε την ιερή εργασία, και, του ήταν ολότελα άγνωστο το καθίσι και το τεμπελίκι. Είχε βαπτιστεί, έλεγε, ως χριστιανός, φίλος και εραστής στα εξής επαγγέλματα: του στιβωλτή, φορτωεκφορτωτή, μπαρμπέρη, μεταφορέα, οδοκαθαριστή,  και φροντιστή κυνών και γαλών. Παρά τους πολλούς γύρω του χλευαστές των επαγγελμάτων του, σκαρφάλωνε οικονομικώς και ευτυχής κλώσαγε τ’  αυγά του στον καναπέ, τυφλωμένος από το άπλετο φως της εκκόλαψής τους.
    ‘Ένα πρώιμο καλοκαιράκι που οι ξελογιάστρες ξανθές μέρες του τον είχαν ζαλίσει και ο κόκκινος οίνος που έρρεε άφθονος στον καφενέ  τον είχαν φέρει στο τσακίρ κέφι μια λεκτική χιουμοριστική έκφρασή  του τον έκανε συμπαθή. Αναδύοντας ψυχρό λόγο ένας πλαδαρός στο σώμα και την ψυχή  κολλητός του, τον ρώτησε καυστικά: << Πού ήσουν πριν γίνεις μέτοικος του χωριού, μπάρμπα Γιάννη; >>  Τότε για να τον ακούσουν όλοι στα τραπεζάκια αφού βρόντηξε και άστραψε του είπε, ηδυπαθώς: << Ήμουν ο λήσταρχος Γιαγκούλας, ζούσα στο βουνό και είχα σφάξει πενήντα τέσσερις με το μαχαίρι μου!>>
     Έπεσες τέτοιο γέλιο, που έκανε και τους κατσούφικους να ξεκαρδιστούν ασυστόλως.
   Τις αρχές του χωριού τις απόφευγε, ξέσπαγε σε ακατάσχετους γέλωτες όταν τις έβλεπε, ποτέ δεν ξέπεσε να κάνει εδαφιαίους τεμενάδες μπροστά τους για να τους ζητήσει ρουσφέτι. Τους λογαριασμούς του με τους ανθρώπους τους τις έλυνε γενναίως και πάντα με την επιβράβευση εκ μέρους τους με σπαρταριστά χαχανητά.
   Ο ζωηρός αυτός άνθρωπος, πάντα διέπραττε κάτι. Παρόντας στην επιτροπή να πάρει το αμερικάνικο ρούχο που μοίραζε η Ούντρα, έκανε πάλι το ωραίο του. << Αντωνόπουλος Ιωάννης>>, φώναξε ο γραμματέας και περίμενε. Ο μπάρμπα Γιάννης ακούνητος τήρησε σιγή ιχθύος. << Δε θα ‘ρθεις, μπάρμπα Γιάννη; >> τον ρώτησε εκείνος. << Δεν άκουσα τ’  όνομά μου! Περίμενα ν’ ακούσω Γιαγκούλας! >> του είπε με χάρη και άπλωσε το χέρι.
    Οι άνθρωποι της επιτροπής που τους έλεγε << λειράτες κότες >> έσκασαν τα γέλια κι αυτός αγέρωχος πήρε την περισκελίδα και έφυγε καμαρωτός σαν τροφαντός κόκορας.