8.1.21

Το τρένο, ο Σταθμός και η εγκατάλειψη - XΡΟΝΟΓΡAΦΗΜΑ-Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου

Άμα καλομάθεις, δύσκολα αφήνεις τον καναπέ. Για να μην κολλήσω πάνω του, μιας και είχα ρομαντική διάθεση, είπα να βολτάρω ως το Σταθμό του τρένου της πόλης. Ελάχιστοι οι περιπατητές, ολιγομελείς οι νεανικές παρέες, μετρημένα στα δάχτυλα δίκυκλα και οχήματα. Ο χριστιανός τι ήθελα που πήγαινα. Λίγα μέτρα πριν πατήσω τις σκουριασμένες γραμμές, δυο ογκωδέστατα λυκόσκυλα μου ρίχτηκαν. Μ’ έσωσε ένας ένοικος του Σταθμού, που εν γρηγόρσει κινήθηκε εναντίον τους και με δυνατό κλοτσοσκούφι τα μάντρωσε, βρίζοντάς τα με τη λιποβαρή μόρφωσή του. Η εικόνα στο Σταθμό ήταν αποκαρδιωτική. Δεν ξέρω αν σε άλλη χώρα οι κυβερνήτες συναγωνίζονται σε τέτοιες εθνικές καταστροφές. Σε ξεπούλημα δημοσίων επιχειρήσεων με υπογραφές και υποσχέσεις από υπουργούς και προφέσορες που ξεσαλώνοντας στα σόσιαλ μίντια μας γεμίζουν με σοφίες, πως το κάνουν τάχατες για την ανάπτυξη! Τι να πω! Συναθροίζω όσο μπορώ κάποιους στίχους του Σεφέρη, για να αποδώσω την καταστροφή: <<Δεξιά ζερβά πάνω και κάτω/ στροβιλίζονται σαρίδια/. Φτενοί θανατεροί καπνοί/ λύνουν τα μέλη των ανθρώπων/. Οι ψυχές βιάζονται ν’ αποχωριστούν το σώμα/ διψούν και δε βρίσκουν νερό πουθενά/. Κολνούν εδώ, κολνούν εκεί στην τύχη/ πουλιά στις ξόβεργες/ σπαράζουν ανωφέλευτα/ όσο που δεν σηκώνουν άλλο τα φτερά τους//.Φυραίνει ο τόπος ολοένα/ χωμάτινο σταμνί//. Ακούμπησα σε μια σταθμευμένη ατμομηχανή. Όσους τη βλέπουν τους περιβάλλουν αισθήματα λύπης και μνήμης. Καθότι τυγχάνω νοσταλγός περασμένων και θρυλικών εποχών, ενθρόνισα μπρος μου το συμμαθητή μου, Πλούταρχο, τον << καπιτάνο με το νούμερο 11 >> που έπαιζε καλό αριστερό εξτρέμ αλλά και εντρυφούσε στους αρχαίους κλασικούς της Αθήνας του Περικλή με απεριόριστη ευλάβεια. Από αγροτική οικογένεια, εύπορος, χωρίς τον τίτλο του βουτυρομπεμπέ και του μαμάκια, μας κήρυττε δικανικούς λόγους και μας απήγγειλε ρητά και αποφθέγματα, ων ουκ έστιν αριθμός, τείνοντας τα χέρια ως νομικός. Ηττημένος ολοσχερώς από τον έρωτα εξαιτίας της άρνησης μιας συμμαθήτριας μας, καθηλωμένοι μαζί στη θέση του τρένου, επιστρέφοντες από εκδρομή στα Ολύμπια, του συνέβη το εξής απερίγραπτο: Η λεγάμενη πέρασε δίπλα του, χωρίς να τον προσέξει κι αυτό του την έδωσε. Παρήγγειλε ούζο από το μπαρ του τρένου και μέχρι να έρθει, μου απήγγειλε με φαλτσαριστά συγκινησιακά φτερουγίσματα: <<… εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας/ σαν τα κλωνάρια της φτωχής ιτιάς/ σωριασμένοι μέσα στη διάρκεια της απελπισίας/ ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά/ βούρλα ξεριζωμένα μες στο βούρκο/ εικόνα μορφής που μαρμάρωσε με την απόφαση μιας πίκρας παντοτινής…/ Ακολούθησε παύση, ησυχία, σιωπή και μετά κατέβασε το ούζο μονορούφι, ανέρωτο. Πνίγηκε, μάτωσε το πρόσωπό του, έβγαλε άναρθρες κραυγές και φάνηκε πως θα έσβηνε. Έπεσα πάνω του, του πρόσφερα τις πρώτες βοήθειες και τον συνέφερα εν μέσω πανικού και αναστεναγμών. Με κοίταξε με φιλοσοφικό μειδίαμα και φανερά τρακαρισμένος μου υπέδειξε με το βλέμμα την καραμπινάτη γκόμενα στο βάθος του τρένου, που εξαιτίας της ήρθε και η κατάρρευσής του. Ριψάσπιδες οι πολιτικοί εγκαταλείπουν τα έργα. Απώλεσαν το ενδιαφέρον τους για το λαό, βολεύονται σε θώκους με χρυσοφόρες αμοιβές, εν πλήρη συγχύσει φορτώνουν στο πόπολο ανία, φτώχεια και κατάθλιψη. Άριστα μελετημένο το σχέδιο τους, κόπτονται μόνο για τις απαγορεύσεις των απεργιών, τη φίμωση της έκφρασης, τη μείωση του μισθού και ότι επιφέρει την πλήρη διάλυσή του. Μειοψηφία πάντα οι κυβερνώντες, τυραννούν με το χειρότερο τρόπο την πλειοψηφία. Όσο για τα τρένα; Εκεί θα σκουριάζουν σταματημένα στις γραμμές, φωλιές για τα νυχτοπούλια τ’ ουρανού θα ‘ναι οι γκρεμισμένοι τους Σταθμοί.