Η AΓOPA του ελαιολάδου στην Κίνα θα συνεχίσει να αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς για να καλύψει τις ανάγκες μια αναδυόμενης καταναλωτικής ομάδας με υψηλό εισόδημα που έχει στρέψει το ενδιαφέρον της στην εξασφάλιση μιας πιο υγιεινής διατροφής.
Το ελαιόλαδο, ως συστατικό στοιχείο της μεσογειακής διατροφής, μπορεί να αναδειχθεί σε μια υγιεινή καθημερινή «πολυτέλεια» για ένα ευάριθμο κομμάτι των Κινέζων καταναλωτών, αλλά δεν μπορεί να αποτελέσει καθημερινή διατροφική συνήθεια για την πλειονότητα, λόγω της υψηλής τιμής του.Σημειώνεται το ελαιόλαδο αποτελεί ένα σχετικά νέο και άγνωστο διατροφικό προϊόν για τους Κινέζους καταναλωτές. Το μερίδιο κατανάλωσής του σε σχέση με τα υπόλοιπα βρώσιμα φυτικά έλαια είναι πολύ μικρό, λόγω της αναλογικά υψηλής τιμής του, του επικρατούντος διατροφικού προτύπου αλλά και της μη εξοικείωσης των καταναλωτών με τις ευεργετικές του ιδιότητες. Αντίθετα, είναι ευρύτερα γνωστό ως φαρμακευτικό προϊόν και καλλυντικό.
Οι ελιές ανήκουν στην κατηγορία των συνοδευτικών του φαγητού, ενός τομέα με προοπτικές στη Λ.Δ. Κίνας, αλλά και με ισχυρή παρουσία της εγχώριας παραγωγής. Oπως και στην περίπτωση του ελαιολάδου, οι ελιές θεωρούνται ακόμη ένα γευστικά «εξωτικό» έδεσμα που απαντάται συνήθως σε εστιατόρια μεσογειακής κουζίνας και στα σούπερ μάρκετ.
Το ελληνικό ελαιόλαδο αποσπά ένα σημαντικό μερίδιο των εισαγωγών, σε μια αγορά ολιγοπωλιακή, ως προς τον αριθμό των προμηθευτριών χωρών. Οι προοπτικές που διανοίγονται είναι αναμφίβολα θετικές, παρότι θα πρέπει να επισημανθεί ότι στο βραχυμεσοπρόθεσμο διάστημα τα ελαιοκομικά προϊόντα θα παραμείνουν μια εξειδικευμένη αγορά για καταναλωτές με υψηλό εισόδημα και καταναλωτική συμπεριφορά που λαμβάνει υπόψη τους κανόνες της υγιεινής διατροφής.