Οι παιδίατροι τονίζουν ότι τα κρούσματα έχουν «φουντώσει», πιθανότατα
λόγω της υψηλής μεταδοτικότητας του ιού, ωστόσο καθησυχάζουν καθώς δεν
θεωρείται επικίνδυνος.
Προκαλεί συνήθως μια κοινή ιογενή λοίμωξη που συνοδεύεται από εξανθήματα ή και στοματίτίδα, προκαλώντας μεγάλη ταλαιπωρία, ειδικά στους μικρούς ασθενείς.
«Τα περιστατικά τέτοιου είδους ιώσεων είναι αυξημένα, χωρίς να μπορούμε να αποδώσουμε κάπου συγκεκριμένα το γεγονός. Ο ιός κοξάκι ανήκει στους εντερογενείς και χωρίζεται στους τύπους Α και Β. Τα αυξημένα κρούσματα που παρατηρούνται οφείλονται στον τύπο Α του ιού ο οποίος προκαλεί την ίωση, αλλά δεν είναι επικίνδυνος. Συνήθως γίνεται κλινική διάγνωση και όχι εργαστηριακή. Τα συμπτώματα είναι εμφανή και η εκδήλωσή τους είναι συνήθως ήπια. Η ίωση διαρκεί από μια βδομάδα έως δέκα μέρες. Πολλά παιδιά ταλαιπωρούνται, κυρίως όταν η ίωση συνοδεύεται από στοματίτιδα», επισήμανε στον «Α» ο διευθυντής της Παιδιατρικής Κλινικής στο Νοσοκομείο Ειδικών Παθήσεων, Διονύσης Χανιωτάκης.
Σύμφωνα με τον ίδιο, παρά τα αυξημένα περιστατικά, οι περισσότεροι ασθενείς δεν χρειάζονται νοσηλεία στο νοσοκομείο. Τα μέτρα αντιμετώπισης που συστήνουν οι ειδικοί είναι αυτά που αφορούν κάθε ίωση.
Καθησυχαστικοί είναι και οι επιστήμονες του ΚΕΕΛΠΝΟ, τονίζοντας ότι τα κρούσματα κοξάκι τύπου Α δεν καταγράφονται συστηματικά, διότι θεωρούνται ήπιας μορφής.
Μνήμες από το συναγερμό στο παρελθόν
Το θετικό, όπως λένε οι παιδίατροι, είναι ότι σπανίζει ο τύπος Β του ιού κοξάκι, που είναι και ο πιο επικίνδυνος, επειδή μπορεί να προκαλέσει μυοκαρδίτιδα, ενδοκαρδίτιδα, αναπνευστικές διαταραχές, προβλήματα σε συκώτι, νεφρά, πάγκρεας κ.λπ.
Συναγερμός σήμανε το 2004, όταν ένα 4χρονο αγόρι είχε πέσει θύμα του τύπου Β του εντεροϊού κοξάκι, ο οποίος είναι και ο πλέον επικίνδυνος. Ο συγκεκριμένος ιός είχε αναστατώσει την Ελλάδα και το 2002, όταν είχε προκαλέσει μυοκαρδίτιδα- περικαρδίτιδα σε αρκετούς ασθενείς, αλλά και τρεις θανάτους. Και πιο πρόσφατα όμως, το 2005, ο ιός έφερε αναστάτωση. Τότε, είχαν καταγραφεί 13 θάνατοι ενηλίκων, οι οποίοι αποδόθηκαν σε συγκεκριμένες αιτίες, εκτός από ένα περιστατικό στο οποίο διαπιστώθηκε αλλοίωση οργάνων από τον τύπο Β του κοξάκι. Οι αρχές είχαν ανακοινώσει ότι στα περιστατικά ανιχνεύτηκε ιός κοξάκι στο αίμα, χωρίς ωστόσο ο θάνατος των ασθενών να οφείλεται σ' αυτόν. Με αφορμή τους θανάτους το υπουργείο Υγείας είχε διατάξει επείγουσα επιδημιολογική μελέτη.
Η «ταυτότητα» του ιού
Στον ιό κοξάκι οφείλονται πολλές αναπνευστικές και εντερικές μολύνσεις. Ο βαθμός μεταδοτικότητάς του μεγαλώνει με τη ζέστη. Οι παιδίατροι ξεκαθαρίζουν ότι δεν είναι θανατηφόρος, εκτός από σπάνιες σοβαρές περιπτώσεις, αλλά προκαλεί επιπλοκές στην καρδιά σε ποσοστό περίπου 20% του πληθυσμού.
Ευθύνεται για την πρόκληση δυο ασθενειών, του συνδρόμου χεριών, ποδιών και στόματος, καθώς και μιας μορφής έρπητα.
Εξαπλώνεται εύκολα, αφού μεταδίδεται από στόμα σε στόμα, από το πρόσωπο στα χέρια, στο στόμα, στα μάτια και στη μύτη, διαμέσου του βήχα και του φτερνίσματος. «Στόχος» του είναι περισσότερο τα παιδιά ηλικίας 6 μηνών έως 10 ετών.
Τα «ύποπτα» συμπτώματα είναι ίδια με αυτά της γρίπης: ξαφνικός υψηλός πυρετός μέχρι 40 βαθμούς Κελσίου, πονόλαιμος, εξανθήματα στα χέρια και τα πόδια, πληγές στο στόμα, τη γλώσσα και το λαιμό, πονοκέφαλος, απώλεια της όρεξης και κόπωση. Οταν πρόκειται για πιο βαριά περιστατικά, εντείνονται τα συμπτώματα και παρατηρούνται εμετός, ναυτία, πόνοι στο στήθος, διαταραχές στην αναπνοή και αφυδάτωση.
Παρόλο που ο ιός δεν μπορεί να προληφθεί, οι παιδίατροι συμβουλεύουν ότι τηρώντας αυστηρά τους κανόνες υγιεινής, ειδικά εφαρμόζοντας το τακτικό και σχολαστικό πλύσιμο των χεριών, μπορεί κανείς να περιορίσει τη μεταδοτικότητά του. Οπως και για όλες τις ιώσεις, ισχύουν τα βασικά προληπτικά μέτρα, όπως η αποφυγή συγχρωτισμού σε κλειστούς χώρους και χειραψιών.
«Ο ιός κοξάκι υπήρχε, αλλά τα κρούσματα που καταγράφονταν δεν λάμβαναν τόσο μεγάλη έκταση. Τον συναντάμε και σε πολλούς ενήλικες, με κλινική διάγνωση αλλά χωρίς εργαστηριακή επιβεβαίωση. Πολλοί από αυτούς έχουν αντισώματα, γεγονός που δείχνει ότι αρκετοί ενήλικες πέρασαν ίωση εξαιτίας του ιού σε μικρή ηλικία», κατέληξε ο κ. Χανιωτάκης.
Στις παιδιατρικές κλινικές πάντως τις τελευταίες μέρες εισάγονται για νοσηλεία κυρίως παιδιά με μηνιγγίτιδα ιογενούς ή μικροβιακής μορφής και λιγότερο γαστρεντερίτιδες και άλλες σοβαρές ιώσεις.
Προκαλεί συνήθως μια κοινή ιογενή λοίμωξη που συνοδεύεται από εξανθήματα ή και στοματίτίδα, προκαλώντας μεγάλη ταλαιπωρία, ειδικά στους μικρούς ασθενείς.
«Τα περιστατικά τέτοιου είδους ιώσεων είναι αυξημένα, χωρίς να μπορούμε να αποδώσουμε κάπου συγκεκριμένα το γεγονός. Ο ιός κοξάκι ανήκει στους εντερογενείς και χωρίζεται στους τύπους Α και Β. Τα αυξημένα κρούσματα που παρατηρούνται οφείλονται στον τύπο Α του ιού ο οποίος προκαλεί την ίωση, αλλά δεν είναι επικίνδυνος. Συνήθως γίνεται κλινική διάγνωση και όχι εργαστηριακή. Τα συμπτώματα είναι εμφανή και η εκδήλωσή τους είναι συνήθως ήπια. Η ίωση διαρκεί από μια βδομάδα έως δέκα μέρες. Πολλά παιδιά ταλαιπωρούνται, κυρίως όταν η ίωση συνοδεύεται από στοματίτιδα», επισήμανε στον «Α» ο διευθυντής της Παιδιατρικής Κλινικής στο Νοσοκομείο Ειδικών Παθήσεων, Διονύσης Χανιωτάκης.
Σύμφωνα με τον ίδιο, παρά τα αυξημένα περιστατικά, οι περισσότεροι ασθενείς δεν χρειάζονται νοσηλεία στο νοσοκομείο. Τα μέτρα αντιμετώπισης που συστήνουν οι ειδικοί είναι αυτά που αφορούν κάθε ίωση.
Καθησυχαστικοί είναι και οι επιστήμονες του ΚΕΕΛΠΝΟ, τονίζοντας ότι τα κρούσματα κοξάκι τύπου Α δεν καταγράφονται συστηματικά, διότι θεωρούνται ήπιας μορφής.
Μνήμες από το συναγερμό στο παρελθόν
Το θετικό, όπως λένε οι παιδίατροι, είναι ότι σπανίζει ο τύπος Β του ιού κοξάκι, που είναι και ο πιο επικίνδυνος, επειδή μπορεί να προκαλέσει μυοκαρδίτιδα, ενδοκαρδίτιδα, αναπνευστικές διαταραχές, προβλήματα σε συκώτι, νεφρά, πάγκρεας κ.λπ.
Συναγερμός σήμανε το 2004, όταν ένα 4χρονο αγόρι είχε πέσει θύμα του τύπου Β του εντεροϊού κοξάκι, ο οποίος είναι και ο πλέον επικίνδυνος. Ο συγκεκριμένος ιός είχε αναστατώσει την Ελλάδα και το 2002, όταν είχε προκαλέσει μυοκαρδίτιδα- περικαρδίτιδα σε αρκετούς ασθενείς, αλλά και τρεις θανάτους. Και πιο πρόσφατα όμως, το 2005, ο ιός έφερε αναστάτωση. Τότε, είχαν καταγραφεί 13 θάνατοι ενηλίκων, οι οποίοι αποδόθηκαν σε συγκεκριμένες αιτίες, εκτός από ένα περιστατικό στο οποίο διαπιστώθηκε αλλοίωση οργάνων από τον τύπο Β του κοξάκι. Οι αρχές είχαν ανακοινώσει ότι στα περιστατικά ανιχνεύτηκε ιός κοξάκι στο αίμα, χωρίς ωστόσο ο θάνατος των ασθενών να οφείλεται σ' αυτόν. Με αφορμή τους θανάτους το υπουργείο Υγείας είχε διατάξει επείγουσα επιδημιολογική μελέτη.
Η «ταυτότητα» του ιού
Στον ιό κοξάκι οφείλονται πολλές αναπνευστικές και εντερικές μολύνσεις. Ο βαθμός μεταδοτικότητάς του μεγαλώνει με τη ζέστη. Οι παιδίατροι ξεκαθαρίζουν ότι δεν είναι θανατηφόρος, εκτός από σπάνιες σοβαρές περιπτώσεις, αλλά προκαλεί επιπλοκές στην καρδιά σε ποσοστό περίπου 20% του πληθυσμού.
Ευθύνεται για την πρόκληση δυο ασθενειών, του συνδρόμου χεριών, ποδιών και στόματος, καθώς και μιας μορφής έρπητα.
Εξαπλώνεται εύκολα, αφού μεταδίδεται από στόμα σε στόμα, από το πρόσωπο στα χέρια, στο στόμα, στα μάτια και στη μύτη, διαμέσου του βήχα και του φτερνίσματος. «Στόχος» του είναι περισσότερο τα παιδιά ηλικίας 6 μηνών έως 10 ετών.
Τα «ύποπτα» συμπτώματα είναι ίδια με αυτά της γρίπης: ξαφνικός υψηλός πυρετός μέχρι 40 βαθμούς Κελσίου, πονόλαιμος, εξανθήματα στα χέρια και τα πόδια, πληγές στο στόμα, τη γλώσσα και το λαιμό, πονοκέφαλος, απώλεια της όρεξης και κόπωση. Οταν πρόκειται για πιο βαριά περιστατικά, εντείνονται τα συμπτώματα και παρατηρούνται εμετός, ναυτία, πόνοι στο στήθος, διαταραχές στην αναπνοή και αφυδάτωση.
Παρόλο που ο ιός δεν μπορεί να προληφθεί, οι παιδίατροι συμβουλεύουν ότι τηρώντας αυστηρά τους κανόνες υγιεινής, ειδικά εφαρμόζοντας το τακτικό και σχολαστικό πλύσιμο των χεριών, μπορεί κανείς να περιορίσει τη μεταδοτικότητά του. Οπως και για όλες τις ιώσεις, ισχύουν τα βασικά προληπτικά μέτρα, όπως η αποφυγή συγχρωτισμού σε κλειστούς χώρους και χειραψιών.
«Ο ιός κοξάκι υπήρχε, αλλά τα κρούσματα που καταγράφονταν δεν λάμβαναν τόσο μεγάλη έκταση. Τον συναντάμε και σε πολλούς ενήλικες, με κλινική διάγνωση αλλά χωρίς εργαστηριακή επιβεβαίωση. Πολλοί από αυτούς έχουν αντισώματα, γεγονός που δείχνει ότι αρκετοί ενήλικες πέρασαν ίωση εξαιτίας του ιού σε μικρή ηλικία», κατέληξε ο κ. Χανιωτάκης.
Στις παιδιατρικές κλινικές πάντως τις τελευταίες μέρες εισάγονται για νοσηλεία κυρίως παιδιά με μηνιγγίτιδα ιογενούς ή μικροβιακής μορφής και λιγότερο γαστρεντερίτιδες και άλλες σοβαρές ιώσεις.