Κατά τον Ν. Αλεξόπουλο, κάτοικο Γιαλόβης, προ του 1825 και προ της
αποβάσεως του Ιμπραήμ, ο χώρος περί το ναό της Παναϊτσας δεν κατοικείτο.
Λίγες οικογένειες (8-10) κατοικούσαν δυτικώς του ναού σε απόσταση 2
χιλιομέτρων απʼ αυτού, έναντι της σημερινής οδού ΠΥΛΟΥ-ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑΣ και
εις τη θέση ονομαζομένη Σούλι η Παλιοχώρι.
Μετά την απελευθέρωση περί
του 1828 οι κάτοικοι του Σουλίου μετώκησαν εις χώρο πλησίον του ναού και
το νέο τούτο χωριό το ονόμασαν Βουβαλοβορόν (μανδρί Βουβαλιών).
Μέχρι
το 1840 παρέμεινε η ονομασία Βουβαλοβορός όπως φαίνεται από την απογραφή
που έγινε κατά το έτος αυτό.
Εις τα παρυφάς του χωριού και μάλιστα στο ανατολικό μέρος αυτού υπήρχε
μία μικρή λίμνη η οποία συγκέντρωνε τα όμβρια ύδατα.
Η λίμνη καλύπτονταν
από πυκνό δάσος δέντρων και θάμνων και ήταν άγνωστη στους κατοίκους του
χωριού οι οποίοι μάλιστα μετέβαιναν και πότιζαν τα βόδια τους στο βάλτο
ενώ για πόσιμο νερό έπαιρναν από άλλη πηγή. Αυτή ανακαλύφθηκε ως εξής :
Είχε παρατηρηθεί ότι ένα βόδι δεν έπινε νερό ποτέ και το γεγονός που
είχε πολυσυζητηθεί από τους κατοίκους του χωριού είχε προξενήσει μεγάλη
εντύπωση και απορία. Επί αρκετό χρόνο παρακολούθησαν το βόδι και το
παρατήρησαν κάποτε να μπαίνει μέσα στο δάσος, να διασχίζει ένα στενό
μικρό και άγνωστο γιʼ αυτούς δρομάκι και να φτάνει στη πηγή για να πιει
νερό.
Έτσι ανακαλύφθηκε η μικρή αυτή πηγή που έμοιαζε σαν ένα μικρό βαθούλωμα
την οποία οι κάτοικοι ονόμασαν Σγούρνα. Πιθανόν από αυτή τη Σγούρνα να
μετονομάσθηκε και το χωριό σε Σγράππα, ονομασία που διατηρεί μέχρι και
σήμερα. Η Σγούρνα η οποία ευρέθη παρέμεινε και κτίσθηκε ένα πηγάδι από
το οποίο έπαιρναν νερό οι κάτοικοι του χωριού αυτού. Και σήμερα υπάρχει
και παίρνουν νερό και πίνουν οι προσκυνητές και οι κάτοικοι του χωριού.
Οι κάτοικοι του χωριού Βουβαλοβορός περί του 1835 έκτισαν εκ νέου το
μικρό ναό της Μεγαλόχαρης Παναγίας επί των ιδίων της καταστροφή του επί
Ιμπραήμ.
Επειδή παρά τις προσπάθειες των κατοίκων, δεν βρέθηκε το 1835
εικόνα, ο Αναστάσιος Αλεξόπουλος προεστός τότε του χωριού Βουβαλοβόρος
δώρισε την εικόνα, την οποία εν Σγράππα σήμερα προσκυνούμε,
κατασκευασμένη από λιβάνι, μαστίχα και κερί.
Περί του 1865 οι κάτοικοι
της Σγράππας η Βουβαλοβορού λόγω έλλειψης νερού και λόγω της ελονοσίας
προερχόμενης εκ του έλους της Γιαλόβης, μετώκησαν ψηλότερα, 3 χιλιόμετρα
βορειοανατολικά του ναού και έκτισαν νέο χωριό το οποίο επίσης ονόμασαν
Σγράππα και το οποίο πριν από λίγα χρόνια μετονομάστηκε Ελαιόφυτο, από
το μεγάλο αριθμό των ελαιόδεντρων τα οποία βρίσκονται εκεί.
Έκτοτε ο
ναός εγκαταλείφθηκε και καταστράφηκε και πάλι από μεγάλο σεισμό το 1880
ενώ στα ερείπιά του φύτρωσαν σχοίνα και άλλοι θάμνοι.
Ξεχάστηκε επίσης
στα ερείπια και η εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής που είχε γίνει από λιβάνι,
μαστίχα και κερί.
Η Παναγία όμως δεν άφησε τον οίκο της στην αφάνεια
αλλά δια τριών κατά σειρά θαυμαστών γεγονότων αποκάλυψε την ύπαρξη
αυτού.
Περί του 1890 κάτοικοι διαφόρων ορεινών περιοχών της Αρκαδίας και της
Μεσσηνίας ήρθαν και κατοίκησαν στη περιοχή κοντά στο χώρο του ναού,
αναζητώντας χειμαδιά για τα κοπάδια τους.
Μεταξύ των άλλων ήρθε και η
οικογένεια του Νικολάου Αργυροπούλου εκ της Μπολέτας ή Μάκρης Τριπόλεως
αποτελούμενη από την σύζυγό του Αναστασία και από τρία αγόρια και
κατασκεύασαν μία πρόχειρη κατοικία επί του λόφου, βορείως του παλαιού
ναού της Παναϊτσας γιʼ αυτούς και για τα κοπάδια τους.
Η σύζυγός του
Αναστασία ήταν πολύ ευσεβής και υποδειγματική μητέρα.
Ένα απόγευμα η
Αναστασία μαζί με τον μικρότερο γιο της τον Δήμο, ο οποίος βρίσκεται
σήμερα εν ζωή, πήγε στο «βουναλάκι» όπου ήταν κτισμένος άλλοτε ο ναός
για να κόψει ξύλα. Δεν ήταν δυνατόν να φανταστεί κανείς και περισσότερο η
32χρονη Αναστασία, ότι κάτω από τα χώματα και τους θάμνους βρισκόταν
θαμμένη η εικόνα της Παναγίας.
Αφού λοιπόν έκοψε τα ξύλα και τα έβαλε
στους ώμους της μάταια προσπάθησε να σηκωθεί αν και τη βοήθησε ο γιος
της Δήμος. Κάποια δύναμη την κρατούσε εκεί δεμένη με το φορτίο της.
Προσπάθησε πάλι, πέταξε μακριά κάποια ξύλα αλλά κανένα αποτέλεσμα.
Κουρασμένη, στεναχωρημένη και γεμάτη απορία έλυσε τα ξύλα από τους
ώμους. Το συμβάν το διηγήθηκε στον άντρα της και στους γείτονές της αλλά
κανείς δεν την πίστεψε, πολλοί μάλιστα την κορόιδεψαν.
Πέρασαν οκτώ μέρες από τότε, μέρες αγωνίας και στεναχώριας.
Ο ύπνος της
Αναστασίας και η ψυχική της διάθεση δεν ήταν καλή. Την όγδοη μέρα
βρέθηκε στον ίδιο τόπο για να μαζέψει χόρτα μαζί με ένα κορίτσι της
γειτονιάς της.
Σε μία στιγμή ακούει μία γυναικεία φωνή η οποία φαινόταν να βγαίνει από
το έδαφος και της είπε :
«Διώξε το κορίτσι και κάθισε στη ζαλιά σου, έχω
κάτι να σου πω». Η φωνή αυτή τρόμαξε την Αναστασία και φοβισμένη πήρε
τη κοπέλα από το χέρι και έφυγε σχεδόν τρέχοντας για το σπίτι της.
Φτάνοντας στο σπίτι της και ενώ ετοιμαζόταν να πιάσει το μάνταλο της
πόρτας, βλέπει τρία φίδια να κρέμονται απʼ αυτό. Έκανε πίσω κάνοντας το
σταυρό της και πρόφερε τη λέξη «Παναγία μου!».
Με τη προφορά της λέξεως
και την επίκληση της Παναγίας τα φίδια εξαφανίστηκαν. Ύστερα από τα
γεγονότα αυτά δεν έμεινε καμία αμφιβολία ότι πρόκειτο για θαύματα.
Συγκινημένη άνοιξε τη πόρτα του σπιτιού της ενώ μέσα στη ψυχή της
υπήρχαν αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα χαράς και απορίας, ντροπής και
θλίψης για τη δειλία της.
Έπειτα αποφάσισε να καλέσει όλη τη γειτονιά
για να τους πει τα περιστατικά. Πάλι όμως ο φόβος τη κρατούσε σκεπτόμενη
ότι δεν θα την πίστευαν όσοι θα την άκουγαν.
Οι μέρες της Αναστασίας
περνούσαν με ψυχική συγκίνηση. Διέξοδο εύρισκε στη προσευχή. Μέρα και
νύχτα προσευχόταν και ζητούσε από τη Παναγία, μέσα από τα βάθη της καλής
της καρδιάς να ηρεμήσει ο εσωτερικός της κόσμος.
Είχαν περάσει αρκετές μέρες και ο ψυχικός κόσμος της Αναστασίας
εξακολουθούσε να είναι ανάστατος.
Η γλυκιά εκείνη φωνή αντηχούσε συνεχώς
στʼ αυτιά της και την βύθιζε σε σκέψεις.
Ένα σαββατόβραδο κουρασμένη
από την εργασία και ψυχικώς εξουθενωμένη από τις σκέψεις και μετά από
μακρά προσευχή έπεσε να κοιμηθεί.
Ο άνδρας της έλειπε στη πόλη και θα
ερχόταν την επομένη. Δύσκολα κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ η Αναστασία. Κατά
τα ξημερώματα και ενώ κοιμόταν ήσυχα παρουσιάσθηκε μπροστά της σε
όνειρο μία γυναίκα μεγαλοπρεπής και απαστράπτουσα.
Ολοφάνερα διακρινόταν
το φωτοστέφανο και η λαμπρότητά της.
Η όψη της ήταν αυστηρή, η φωνή και
η έκφρασή της επιτακτική :
«Γιατί Αναστασία δεν υπάκουσες και
αδιαφόρησες για τις κλήσεις μου, τις οποίες πριν λίγες μέρες σου έκανα
στο λόφο;». Η Αναστασία στο άκουσμα των λόγων αυτών ταράζεται, πονά
ψυχικώς και ξυπνά τρομαγμένη. Ρίχνει μια ματιά στα τρία παιδιά της και
βλέπει να κοιμούνται ήσυχα σαν να μην συμβαίνει τίποτα.
Βάζει τα χέρια
στο πρόσωπό της σηκώνεται και κάθεται στην άκρη του κρεβατιού. Όταν
κοίταξε προς το μέρος απʼ όπου άκουσε τη φωνή βλέπει ολόσωμη μία γυναίκα
αγγελόμορφη, ενώ ολόκληρο το φτωχικό δωμάτιό της έλαμπε και
μοσχοβολούσε.
Με φωνή τρεμάμενη ρωτά η Αναστασία :
«Ποια είσαι εσύ
αρχόντισσά μου;».
Τότε η αγγελόμορφη αυτή γυναίκα, δηλαδή η Παναγία,
αλλάζει όψη, το αυστηρό πρόσωπό της γλυκαίνει και απαντά στη τρομαγμένη
Αναστασία :
«Εγώ είμαι! Ευαγγελίζου γη χαρά μεγάλη».
Η Αναστασία με φωνή
τώρα χαρούμενη απαντά : «Η Παναγία!». Ενώ ακόμα παρακαλεί η Αναστασία
και προσεύχονταν την διέκοψε η Παναγία και με φωνή γλυκιά της λέει :
«Σε
διάλεξα σαν την καλύτερη και πιο ευσεβή γυναίκα του τόπου.
Θα πας στην
Ίκλαινα και θα βρεις τον ιερέα Αριστομένη Νικολόπουλο και θα τον πεις να
συγκεντρώσει τους Σγραππαίους και να έρθουν για να ξεθάψουν την εικόνα
μου η οποία βρίσκεται πλησίον της ζαλιάς σου, στον απέναντι λόφο και
κάτω από την ξυλοκερατέα».
Με τα τελευταία αυτά λόγια η Παναγία
εξαφανίστηκε.
Η Αναστασία σηκώθηκε αμέσως από το κρεβάτι της και αφού
ετοίμασε πρωινό για τα παιδιά της ξεκίνησε παρά τη ραγδαία βροχή να
εκτελέσει την εντολή της Παναγίας Παρθένου.
Ω του θαύματος όμως! Παρʼ
ότι έπεφτε καταρρακτώδη βροχή η Αναστασία δεν βρέχονταν.
Το λάλημα του
πρώτου πετεινού την βρήκε στη Σγραππα. Πολύ πρωί και πριν ακόμη ο ιερέας
Αριστομένης Νικολόπουλος σημάνει το σήμαντρο της εκκλησίας για να
καλέσει τους Χριστιανούς της Ίκλαινας σε προσευχή, η Αναστασία φτάνει
στο σπίτι του και του διηγείται τα συμβάντα.
Ο ιερέας αρχικά δεν πίστεψε
τίποτα. «Αν δεν κάνεις αυτό που λέω και που η Παναγία διέταξε θα πάθεις
τρία κακά», του είπε η Αναστασία και έφυγε. Ο ιερέας πήγε στην εκκλησία
με ανάμικτα στη ψυχή του συναισθήματα πίστης και δυσπιστίας. Όταν
λοιπόν χτυπούσε τη καμπάνα και πριν ακόμα αρχίσει την ακολουθία,
πληροφορείται ότι το παιδί του έπεσε από τον εξώστη του σπιτιού του.
Ενώ
έτρεχε προς το σπίτι του, μία προστρέχουσα γειτόνισσα τον πληροφορεί
ότι η πρεσβυτέρα του έπεσε από τη σκάλα.
Θυμήθηκε τότε τα λόγια της
Αναστασίας και αποφάσισε να εκτελέσει την εντολή της.
Με αυτά, ίππευσε
το άλογό του και καθʼ οδόν σκέφτηκε να αναβάλει για αύριο την εκτέλεση
της εντολής της Αναστασίας.
Πέρασε από τη Σγράππα με τη σκέψη αυτή. Αλλά όταν προχώρησε 100 περίπου
μέτρα από τη θέση την οποία του είχε υποδείξει η Αναστασία και όπου
σήμερα βρίσκεται ο ναός της Παναγίας, το άλογό του έπεσε νεκρό.
Μετανόησε τότε για τις σκέψεις του και την αμφιβολία του και πεζός
επέστρεψε στη Σγράππα.
Συγκέντρωσε τους κατοίκους, διοργάνωσε συνεργείο
και ξεκίνησε για την υποδειχθείσα τοποθεσία.
Έσκαψαν σχεδόν όλο το λόφο
επί ολόκληρη τη μέρα και παρά τον ενθουσιασμό τους στην αρχή άρχισαν
να απογοητεύονται και ενώ πλησίαζε η δύση του ηλίου αποφάσισαν να
εγκαταλείψουν το έργο της ευρέσεως της εικόνας της Παναγίας. Τη στιγμή
όμως αυτή η Αναστασία με δάκρια και με προσευχές τους παρότρυνε να
συνεχίσουν το έργο τους. Με τη παρουσία της Αναστασίας μια δύναμη τους
ενδυναμώνει και τους κρατά αφοσιωμένους στο ιερό έργο τους.
Ενώ ο ήλιος είχε κρυφτεί πίσω από τη Σφακτηρία και άρχισε η νύχτα, ένας
χωρικός ακούει να κάνει η τσάπα του έναν υπόκωφο κρότο. Αντιλήφθηκε τι
αντικείμενο ήταν εκεί και ρίγος ιερό τον κατέλαβε.
Σκύβει με ευλάβεια,
μετατοπίζει τα χώματα και συγκινημένος μέχρι δακρίων βλέπει με μεγάλη
έκπληξη την ιερή εικόνα της Παναγίας! Η ευλογημένη εκείνη μέρα της
ευρέσεως ήταν η 23 Αυγούστου του 1892, ημέρα κατά την οποία εορτάζεται η
εορτή της Κοίμησης της Θεοτόκου. Όλοι οι παρευρεθέντες με μεγάλη
ευλάβεια ασπάσθηκαν την άγια εικόνα.
Η ανευρεθείσα εικόνα είναι η
προαναφερόμενη της Ζωοδόχου Πηγής, και η οποία είχε γραμμένο πάνω της
«1835 ΠΑΡΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ» (Σημ. Aragorn : Αναστάσιος τη χάρισε,
Αναστασία τη βρήκε… Και όχι μόνο αυτό.
Όπως θα δούμε ποιο κάτω η
Αναστασία είναι το γένος Αλεξοπούλου) Αστραπιαία διαδόθηκε η ευχάριστη
πληροφορία της ευρέσεως της εικόνας σε όλη τη περιοχή και πλήθη ευσεβών
χριστιανών συγκεντρώθηκαν για να την προσκυνήσουν.
Από τη στιγμή ατή η
Αναστασία περιήλθε σε όλα τα χωριά της περιοχής και με εράνους,
προσφορές και δωρεές έχτισε το πρώτο μικρό ναό της Παναγίας ο οποίος με
την πάροδο του χρόνου απόκτησε τη μορφή που έχει σήμερα.
Η θαυμαστώς ευρεθείσα εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής , τιμάται πανηγυρικά τη
Παρασκευή της Διακαινησίμου με τριήμερο πανηγύρι, όπως επίσης και στις
23 Αυγούστου εις μνήμη της ευρέσεώς της.
Η ονειρευθείσα την ιερά εικόνα της Παναγίας της Σγράππας Αναστασία, το
γένος Δημητρίου Αλεξοπούλου, γεννήθηκε το 1860 στα Θάνα Τριπόλεως.
Σε
ηλικία 17 ετών, το 1877, παντρεύτηκε τον Νικόλαο Γ. Αργυρόπουλο στο
χωριό Μάκρη (άλλοτε Μπολέτα) Τριπόλεως και απόκτησε τρία παιδιά : Τον
Κωνσταντίνο, τον Δημήτριο και τον Δήμο ο οποίος ζει.
Όπως προαναφέρθη το
1892 και σε ηλικία 32 ετών η Αναστασία βρήκε κατόπιν ενυπνίου την ιερή
εικόνα.
Οι ασχολίες της ήταν τα οικιακά και η φύλαξη του κοπαδιού με τα
ζώα.
Κάθε χρόνο παρεχείμαζε με το κοπάδι της κοντά στη Σγράππα, όπως
γίνεται και τώρα με τους βοσκούς που έρχονται με τα κοπάδια τους από την
ορεινή Αρκαδία στη πεδινή Μεσσηνία.
Επίσης ασχολούνταν και με τη κοπή
ξύλων και τη μεταφορά τους στη πόλη για πώληση.
Η Αναστασία Ν.
Αργυροπούλου απεβίωσε τον Ιανουάριο του 1951 στη Μάκρη Τριπόλεως σε
ηλικία 91 ετών.
Τα οστά της βρίσκονται στη Σγράππα.
Πηγή: Φυλλάδιο της Μητρόπολης Μεσσηνίας με θέμα που αφορά την εύρεση της εικόνας