Τα… τέλια προς το Μαξίμου, συνεχίζονται από την Αριστερή
Πλατφόρμα του ΣΥΡΙΖΑ. Παρά την υπουργοποίηση Λαφαζάνη, Στρατούλη και
Ήσυχου, η ιστοσελίδα τους Iskra.gr, εξακολουθεί να τα βαράει για τα
καλά!
Σήμερα θέτει το ερώτημα για το αν στις παρούσες κρίσιμες εθνικές
συνθήκες και ασφυκτικές πιέσεις από το εξωτερικό, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, θα αναδειχτεί «Αλλιέντε ή Σιάντος»!
Με το ομότιτλο άρθρο, που υπογράφει ο Ανδρέας Ζαφείρης, πολιτευτής του ΣΥΡΙΖΑ, προτείνεται να εφαρμοστεί από την κυβέρνηση ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα χωρίς κανένα «ευρωατλαντικό taboo» στην κατεύθυνση του προγράμματος, που εφάρμοσε ο πρόεδρος της Χιλής, Σαλβαδόρ Αλλιέντε την περίοδο 1970-1973, πριν τον ανατρέψει ο Αουγούστο Πινοσέτ και ο ίδιος αυτοκτονήσει.
Το άρθρο, έχει ως εξής:
«Ο Σαλβαδόρ Αλλιέντε , ηγέτης του Μετώπου της Unidad Popular, , παρόλο το τελεσίγραφο των πραξικοπηματιών να παραιτηθεί και να διαφύγει στο εξωτερικό, προτίμησε να δώσει τη τελευταία του μάχη και να πέσει όρθιος». Αντίθετα, ο Γιώργης Σιάντος, ηγετική μορφή του ΚΚΕ την περίοδο του εμφυλίου πολέμου, «όχι μόνο υπέγραψε τη συμφωνία της Βάρκιζας αλλά εξασφάλισε και τη προσωπική του ατιμωρησία, τη στιγμή που πρόσφερε τις ζωές χιλιάδων αγωνιστών βορά στο λεπίδι των παρακρατικών συμμοριών και των στρατοδικείων». Και οι δύο αυτές ιστορικές προσωπικότητες παρά τη βασική διαφορά στο επίπεδο της προσωπικής στάσης είχαν δύο κοινά στοιχεία. Δεν μπόρεσαν να εκτιμήσουν σωστά την ένταση, με την οποία θα τους αντιμετώπιζαν οι αντίπαλοι τους ενώ ταυτόχρονα υποτίμησαν το ρόλο που θα μπορούσε να διαδραματίσει ο λαϊκός παράγοντας. «Ο Σιάντος δεν μπόρεσε να ‘διαβάσει’ σωστά τις διεθνείς παραμέτρους και να εκτιμήσει σωστά τη στάση της Αγγλίας , μιας συμμαχικής δύναμης -αφού ο Β΄ Παγκόσμιος δεν είχε ακόμη τελειώσει- και την αιματηρή αποφασιστικότητα που θα έδειχνε για να ‘κρατήσει’ την Ελλάδα, ενώ την ώρα της αποφασιστικής σύγκρουσης δεν έριξε στη μάχη το σύνολο των δυνάμεων . Ο Αλλιέντε όχι μόνο δε δέχτηκε να οπλίσει μαζικά το λαό, όπως πρότεινε ο επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων, στρατηγός Prats, αλλά τον αντικατέστησε με τον ‘έμπιστο’ Πινοσέτ, αρνούμενος να παραδεχτεί το βαθμό διείσδυσης των ΗΠΑ στο στρατό».
Στο πλαίσιο αυτής της ιστορικής προσομοίωσης, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι «στην Ευρώπη φαίνεται να έχει διαμορφωθεί ένα αρραγές γύρω από τη γραμμή ‘Τηρήστε τις δεσμεύσεις’. Από την άλλη οι υπαρκτές αντιθέσεις ΗΠΑ-Γερμανίας τόσο στο μέτωπο της Ελλάδας (ευρώ) όσο και στο γεωστρατηγικό μέτωπο (Ουκρανία) δεν είναι στρατηγικού χαρακτήρα και δεν μπορεί μια χώρα και μια οικονομία με το ειδικό βάρος της Ελλάδας να επενδύσει σε αυτές». Για το λόγο αυτό η κυβέρνηση θα πρέπει να αξιοποιήσει δύο «όπλα»: «Α. Ένα ρεαλιστικό, εναλλακτικό σχέδιο που δεν θα έχει κανένα ‘ευρωατλαντικό’ taboo για τα οικονομικά και πολιτικά εργαλεία που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει η χώρα για να αμυνθεί απέναντι στους εκβιασμούς και Β. Να ‘οπλίσει’ το λαό. Και ο λαός μπορεί να ‘οπλιστεί’ μέσω της ικανοποίησης των πιο ριζοσπαστικών αιτημάτων, μέσω μιας αυστηρά ‘ταξικά’ προσανατολισμένης πολιτικής».
Το πρόγραμμα, των σοσιαλιστικών μεταρρυθμίσεων, που εφάρμοσε ο Αλλιέντε, κρατικοποιώντας μεγάλες εκτάσεις γης, τον ορυκτό πλούτο της χώρας και τις τράπεζες «αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τις αντινεοφιλελεύθερες και αντιιμπεριαλιστικές πολιτικές που ακολουθούνται σε αρκετές χώρες της Λατ. Αμερικής», με τη Λατινική Αμερική να «έχει πάψει πλέον να αποτελεί ‘την εσωτερική αυλή’ των ΗΠΑ» και τον τελευταίο λόγο του Αλλιέντε αμέσως μετά το πραξικόπημα να κλείνει το άρθρο: «Είμαι σίγουρος ότι ο σπόρος που σπείραμε στη συνείδηση χιλιάδων και χιλιάδων Χιλιανών δεν μπορεί να μείνει άκαρπος για πάντα. Αυτοί έχουν τη δύναμη. Μπορεί να μας υποτάξουν, όμως οι κοινωνικές εξελίξεις δεν σταματούν με το έγκλημα, ούτε με τη βία. Η Ιστορία είναι δική μας και την κάνουν οι λαοί…».
Με το ομότιτλο άρθρο, που υπογράφει ο Ανδρέας Ζαφείρης, πολιτευτής του ΣΥΡΙΖΑ, προτείνεται να εφαρμοστεί από την κυβέρνηση ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα χωρίς κανένα «ευρωατλαντικό taboo» στην κατεύθυνση του προγράμματος, που εφάρμοσε ο πρόεδρος της Χιλής, Σαλβαδόρ Αλλιέντε την περίοδο 1970-1973, πριν τον ανατρέψει ο Αουγούστο Πινοσέτ και ο ίδιος αυτοκτονήσει.
Το άρθρο, έχει ως εξής:
«Ο Σαλβαδόρ Αλλιέντε , ηγέτης του Μετώπου της Unidad Popular, , παρόλο το τελεσίγραφο των πραξικοπηματιών να παραιτηθεί και να διαφύγει στο εξωτερικό, προτίμησε να δώσει τη τελευταία του μάχη και να πέσει όρθιος». Αντίθετα, ο Γιώργης Σιάντος, ηγετική μορφή του ΚΚΕ την περίοδο του εμφυλίου πολέμου, «όχι μόνο υπέγραψε τη συμφωνία της Βάρκιζας αλλά εξασφάλισε και τη προσωπική του ατιμωρησία, τη στιγμή που πρόσφερε τις ζωές χιλιάδων αγωνιστών βορά στο λεπίδι των παρακρατικών συμμοριών και των στρατοδικείων». Και οι δύο αυτές ιστορικές προσωπικότητες παρά τη βασική διαφορά στο επίπεδο της προσωπικής στάσης είχαν δύο κοινά στοιχεία. Δεν μπόρεσαν να εκτιμήσουν σωστά την ένταση, με την οποία θα τους αντιμετώπιζαν οι αντίπαλοι τους ενώ ταυτόχρονα υποτίμησαν το ρόλο που θα μπορούσε να διαδραματίσει ο λαϊκός παράγοντας. «Ο Σιάντος δεν μπόρεσε να ‘διαβάσει’ σωστά τις διεθνείς παραμέτρους και να εκτιμήσει σωστά τη στάση της Αγγλίας , μιας συμμαχικής δύναμης -αφού ο Β΄ Παγκόσμιος δεν είχε ακόμη τελειώσει- και την αιματηρή αποφασιστικότητα που θα έδειχνε για να ‘κρατήσει’ την Ελλάδα, ενώ την ώρα της αποφασιστικής σύγκρουσης δεν έριξε στη μάχη το σύνολο των δυνάμεων . Ο Αλλιέντε όχι μόνο δε δέχτηκε να οπλίσει μαζικά το λαό, όπως πρότεινε ο επικεφαλής των Ενόπλων Δυνάμεων, στρατηγός Prats, αλλά τον αντικατέστησε με τον ‘έμπιστο’ Πινοσέτ, αρνούμενος να παραδεχτεί το βαθμό διείσδυσης των ΗΠΑ στο στρατό».
Στο πλαίσιο αυτής της ιστορικής προσομοίωσης, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι «στην Ευρώπη φαίνεται να έχει διαμορφωθεί ένα αρραγές γύρω από τη γραμμή ‘Τηρήστε τις δεσμεύσεις’. Από την άλλη οι υπαρκτές αντιθέσεις ΗΠΑ-Γερμανίας τόσο στο μέτωπο της Ελλάδας (ευρώ) όσο και στο γεωστρατηγικό μέτωπο (Ουκρανία) δεν είναι στρατηγικού χαρακτήρα και δεν μπορεί μια χώρα και μια οικονομία με το ειδικό βάρος της Ελλάδας να επενδύσει σε αυτές». Για το λόγο αυτό η κυβέρνηση θα πρέπει να αξιοποιήσει δύο «όπλα»: «Α. Ένα ρεαλιστικό, εναλλακτικό σχέδιο που δεν θα έχει κανένα ‘ευρωατλαντικό’ taboo για τα οικονομικά και πολιτικά εργαλεία που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει η χώρα για να αμυνθεί απέναντι στους εκβιασμούς και Β. Να ‘οπλίσει’ το λαό. Και ο λαός μπορεί να ‘οπλιστεί’ μέσω της ικανοποίησης των πιο ριζοσπαστικών αιτημάτων, μέσω μιας αυστηρά ‘ταξικά’ προσανατολισμένης πολιτικής».
Το πρόγραμμα, των σοσιαλιστικών μεταρρυθμίσεων, που εφάρμοσε ο Αλλιέντε, κρατικοποιώντας μεγάλες εκτάσεις γης, τον ορυκτό πλούτο της χώρας και τις τράπεζες «αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τις αντινεοφιλελεύθερες και αντιιμπεριαλιστικές πολιτικές που ακολουθούνται σε αρκετές χώρες της Λατ. Αμερικής», με τη Λατινική Αμερική να «έχει πάψει πλέον να αποτελεί ‘την εσωτερική αυλή’ των ΗΠΑ» και τον τελευταίο λόγο του Αλλιέντε αμέσως μετά το πραξικόπημα να κλείνει το άρθρο: «Είμαι σίγουρος ότι ο σπόρος που σπείραμε στη συνείδηση χιλιάδων και χιλιάδων Χιλιανών δεν μπορεί να μείνει άκαρπος για πάντα. Αυτοί έχουν τη δύναμη. Μπορεί να μας υποτάξουν, όμως οι κοινωνικές εξελίξεις δεν σταματούν με το έγκλημα, ούτε με τη βία. Η Ιστορία είναι δική μας και την κάνουν οι λαοί…».