Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Άλλο ένα καλοκαιράκι μας έπιασε
απ’ το χέρι και μας πάει στράτα –
στρατούλα, πάλι ένας τρυφερός πουνέντες αιωρείται στην ψυχή μας και διώχνει
τους δραγάτες που της τσιμπούν τις ρόγες απ’ το σταφύλι της.
Αποβάλλει το χτικιάρικο
χρώμα από τα μάτια μας και το χλωμό της φθοράς των ΜΜΕ και μας ζωγραφίζει ένα δειλινό
με κόκκινες φουγγαρίες στη ράχη του Ιόνιου.
Κι ενώ σκεφτόμαστε το θάνατο τούτης
της Μέδουσας κοινωνίας, και, ψιθυρίζουμε το << τετέλεσται >> μια
ηρωική ανάμνηση μέσα μας αχνίζει και μας ντύνει με το νόημα της αντίστασης. Και
πίσω γυρνάμε στης νεότητάς μας τη θυρίδα
να ξεσκονίσουμε κάτι από κείνα τα καλοκαίρια που έχει κρυφτεί σαν το λαγό στην τσουπωτή αφάνα.
Οι κοντινοί στη θάλασσα γέμιζαν
κιόλας λέπια άμα τη ενάρξει τους, ονειρεύονταν τρικούβερτα μπάρκα, περπατούσαν
κι έκαναν πως τσαλαβουτούσαν σαν δέλφινες στα νερά. Οι καμπίσιοι φαντάζονταν
νυχτερινούς υπνάκους δίπλα σε σγουρούς βασιλικούς, οι βουνήσιοι να παίζουν
φλογέρα στις πλαγιές με τις πέρδικες.
Κοινωνία υπνωτισμένη και τότε, με
σφαλιάρες και καρπαζιές να πέφτουν σύννεφο στα κεφάλια μας, με πολιτικούς
τιποτάκηδες αλλά να κρατούν λίγη τσίπα στο τσερβέλο τους. Ανεκπαίδευτοι στο
γκρα, μας έριχναν τα σμπάρα τους ξώφαλτσα και τη σκαπουλάραμε πότε με κανένα
σκάγι στον πισινό ή με μια τρύπα στ’ αυτί. Ούτε κατά διάνοια δεν έμοιαζαν με
τους σημερινούς. Τούτοι είναι διαβόλου φύτρας, λύκαινας μάνας βυζανιάρηδες.
Χρόνους τώρα μας έκαναν κουρέλια, πέντε χρόνους από το 2010 και δώθε μας έριξαν
στους κάδους, με τους γάτους μαζί τρώμε σκουπίδι, πάσα μας κάνουν οι σκύλοι τις
κοκάλες να τις γλείψουμε.
Από το ογδόντα μας έταξαν μια
απατεώνισσα καφετζού ευημερία, με τράπεζες φούσκες, τα δάνεια σωρό, ουρά τους
δανεισμένους. Έφτιαχνε ο κοσμάκης το σοβά, μπάλωνε τον τοίχο, τ’ άλλα τα ‘ριχνε στην τσέπη και τράβαγε για τις
χιονισμένες Άλπεις. Με δανεικό λεφτό την
έκανε και ο τσοπάνος και βρέθηκε να κόβει σάλτο απ’ το μαντρί στην κοσμική
Ραβέννα. Ο πάμφτωχος να βλέπει πίνακες
του Ντάβιντ στο Λούβρο, η Φτέρω η φουρνάρισσα να ροκανίζει παξιμαδάκι βουτύρου
στο καταχνιασμένο Λονδίνο.
Φαγωμένο το χρήμα και το καλοκαίρι
μπαίνει χωρίς στριγγάκι να του κρύβει τα άσεμνα μέρη. Με το γέρο να δακρύζει χωρίς λουτρά, τον
εργάτη της φάμπρικας χωρίς διακοπές, το καυτό κορίτσι να κλαίει που δε θα
εκθέσει στη θέα της πλαζ το σοκολατί κορμί του.
Και για πολύ καιρό, έτσι το θέλει η
Γερμανίς Κάνγγελα ο Θεός των ραγιάδων θα μας κλείνει την πόρτα στα καλοκαίρια.
Θα χάσουμε την ανάπαυλα, τις παραδείσιες ομορφιές, τις Μαγιόρκες των νησιών
μας, κάθε παραθερίζουσα βασίλισσα του Σαβά θα την βλέπουμε καθ’ όναρ. Ο
παμχάφτικος καπιταλισμός δεν έχει πια τίποτα να προσφέρει. Το κερδαλεόφρον στόμα του αδηφάγο και αχόρταγο
να εκποιεί ξέρει μόνο τα κορμιά μας και να τα χάφτει.