17.7.16

Διήγημα - Η άνθηση της διαφθοράς

Του  Παναγιώτη  Αντωνόπουλου

          Εδώ και μέρες η πόλη έβραζε σαν ηφαίστειο. Και αιτία ήταν η απόφαση που πήραν και διέρρευσε οι επώνυμοι άρχοντες και οι ισχυροί οικονομικοί παράγοντες, πως  θα  μαζεύονταν  αρχές  του  καλοκαιριού, << στο σπίτι της διαφθοράς >>  για την ετήσια συνάντηση οργίων!
          Πολλοί ήταν εκείνοι που σκέφτηκαν  ν’ αρπάξουν τα μαχαίρια και να τους σταματήσουν, άλλοι πως το πιο σωστό ήταν να τους κάψουν το βράδυ της συνάντησης και οι πιο συνετοί μίλησαν για μια δίκαιη τιμωρία που θα ερχόταν από τη Θεία Δίκη και την Εκδίκηση.
          Ο πρώτος που δίδαξε τούτη τη συνάντηση των οργίων ήταν ο βαρόνος Ντε Πιε, Φράγκος στην καταγωγή, που  ήρθε σαν καταχτητής κι αφού απόχτησε πολλά λεφτά και χτήματα, σκέφτηκε να τα ξοδέψει σε  ακολασίες, σαρκικές επαφές, ερωτικά διεφθαρμένα βίτσια, και συμπόσια με κακόγουστα αναγνώσματα και συζητήσεις μεταξύ των καλεσμένων.
          Η παράδοση ανέφερε πως ο ίδιος ήταν πνευματικά καθυστερημένος και σωματικά ανάπηρος, με το δεξί του πόδι ξύλινο και το αριστερό του μάτι βγαλμένο. Παρά ταύτα ήταν δεινός εραστής που έφτανε ως τον παραλογισμό και τη διαφθορά. Σαν αποφάσιζε, έλεγε ο μύθος, να σμίξει με γυναίκα, κλειδωνόταν τρεις μέρες και τρεις νύχτες στην κάμαρά του ολομόναχος και σαν ο μαζοχισμός του τον έφερνε σε κατάσταση τρέλας, έπεφτε πάνω της με τόση μανία και πάθος που την άφηνε μόνο σαν την έβλεπε αναίσθητη και ταπεινωμένη.
          Άλλες φορές έβαζε κάτω στο πάτωμα τα ολόχρυσα κηροπήγια, άναβε τα κατάμαυρα κεριά τους και σαν οι φλόγες τους τα έλιωναν ως τη μέση, τα έσβηνε για  να γεμίζει έτσι ασφυκτικά η κάμαρά του καπνό. Αυτός τότε  σχεδόν αναίσθητος πάνω στο κρεβάτι, καλούσε με δυνατές κραυγές υστερίας τη γυναίκα που θα πλάγιαζε μαζί του.
          Τα ομαδικά όμως ερωτικά όργια ο βαρόνος Ντε Πιε τα έκανε στην πολυτελέστατη αίθουσα του σπιτιού της διαφθοράς που ομολογουμένως ήταν μια από τις καλύτερες που έχει δει ανθρώπινο μάτι εξαιτίας της πρωτότυπης και εκκεντρικής διακόσμησή της.
          Έτσι οι κληρονόμοι συνέχιζαν και σήμερα τα βίτσια του βαρόνου και ο ιδιοκτήτης του σπιτιού, ένας επώνυμος, στυγνός και αδίσταχτος επιχειρηματίας, <<διαχειριστής τοξικών ουσιών >> υπερέβαλε τον προκάτοχό του εραστή στην ακολασία και φιλοδοξούσε να φτάσει αυτός πιο βαθιά στο σκαλί της διαφθοράς.
          Τη φιλοδοξία του αυτή την αποτύπωσε ακόμη και στην εξωτερική όψη του σπιτιού.  Στο τριώροφο αυτό σπίτι με τα πολλά παράθυρα, την κόκκινη σκεπή και τον ψηλό μαντρότοιχο, έβαλε πέντε θεότρελους ζωγράφους κι έφτιαξαν πάνω στους τοίχους του, ό,τι χειρότερο μπορούσε να δώσει και η πιο αρρωστημένη φαντασία, έτσι που οι παραστάσεις προκαλούσαν τρόμο και φρίκη στο βλέμμα του κάθε επισκέπτη.
          Στη δεξιά πλευρά αιμοσταγείς δράκοντες έσμιγαν μπροστά από τις θεόρατες σπηλιές τους με ολόγυμνες γυναίκες που ανάμεσα στα μυτερά δόντια τους, πάλευαν τρεμάμενες να ξεφύγουν και ν’ απαλλαγούν από το σαρκικό τους μαρτύριο που τις περίμενε. Ενώ  στα πόδια τους τα πυρακτωμένα καρφιά που έμπαιναν στα πέλματά τους και τα έκαναν να αιμορραγούν έδειχναν να δυσκόλευαν το πάλεμά τους με τους δράκους που έκαναν ό,τι μπορούσαν να κρατήσουν πάνω τους τα ματωμένα κορμιά τους.
          Στην αριστερή πλευρά σκληροτράχηλοι σάτυροι είχαν στήσει τα δικά τους ερωτικά παιχνίδια με γυναίκες ζωόμορφες. Και καθώς οι σάτυροι έσφιγγαν στις αγκαλιές τους τα κορμιά τους, ανάμεσα στα δυο πόδια τους ανέβαινε ένα πελώριο φίδι με εφτά κεφάλια και τρεις ουρές δείχνοντας πως ήθελε να φτάσει εκεί που τα δυο κορμιά έσμιγαν.
          Στην πρόσοψη τώρα οι εικόνες  θύμιζαν σκηνές από την Κόλαση. Δε θα τις περιγράψουμε όλες αλλά θα σταθούμε σ’ εκείνες που έδειχναν τους Κενταύρους και τις νεκρές γυναίκες. Ήταν μια σκηνή που σοκάρισε και τους πιο επιρρεπείς σε τέτοιες απεικονίσεις φρίκης και συζητήθηκε πολύ αν  έπρεπε ο καλλιτέχνης να δείξει όλη του την πρωτόγονη αγριότητα ή να την αποκρύψει. Όσοι λοιπόν άντεχαν να κοιτάξουν τούτη την εικόνα και δεν απέστρεφαν τα μάτια τους από αηδία, μπορούσαν να διακρίνουν όπως είπαμε τα ερωτικά παιχνίδια των Κενταύρων με τις νεκρές γυναίκες, που, οι πιο πολλές ξαπλωμένες  μπρούμυτα και σκεπασμένες με τις φυλλωσιές, έδειχναν να κακοποιήθηκαν βάναυσα από τους ερωμένους τους, κατά τη στιγμή της ερωτικής πράξης πριν φθάσουν στην κατάσταση που τις ήθελε η αρρωστημένη φαντασία του ζωγράφου.                                                                                            
          Μια φαντασία που αν σταματούσε εδώ ίσως τη δικαιολογούσαν μερικοί αλλά δυστυχώς συνέχιζε την αρρωστημένη του έκφρασή της μ’ ένα πίδακα στο κέντρο της παράστασης να εξακοντίζει το αίμα που έβγαινε με δύναμη πάνω στα ξαπλωμένα κορμιά και να τα ραντίζει με μεγάλες και πολλές πιτσιλιές, κάνοντάς τα τόσο μακάβρια και αποκρουστικά που το μάτι δύσκολα άντεχε να συνεχίσει να κοιτάζει.
            Ύστερα απ’ όλα αυτά εύκολα δικαιολογεί κανείς εκείνους τους εμπρηστές που ήθελαν να το κάψουν το σπίτι μαζί με τη διαφθορά που λίμναζε τους χώρους του. Επικρατούσε όμως πάντοτε η ψυχραιμία και η λογική κάποιων που έλεγαν πως η διατήρησή του ήταν εθνική και ιστορική επιταγή για να θυμίζει στους νεότερους << τη δόξα και τα κλέη των προγόνων τους >>.  Έτσι << το σπίτι της διαφθοράς >> έμενε όρθιο και συνέχιζε μαζί με τους καλεσμένους του το δρόμο που χάραξε αιώνες πριν ο βαρόνος Ντε Πιε.
          Οι πιο πολλοί όμως συνδαύλιζαν την καταστροφή του κι από ζήλια. Και τούτο γιατί η τάξη τους, φτωχή και περιθωριακή που ήταν, ποτέ δε θα ‘παιρνε εισιτήριο εισόδου στους κρυφούς και μυστηριώδεις χώρους του. Και η εμπειρία μιας τόσο αισθησιακής απόλαυσης που κυριαρχούσαν τα όργια θα ήταν γι’ αυτούς όνειρο απατηλό. Έτσι αποκλεισμένοι από το παιχνίδι, ετοίμαζαν και ύφαιναν το σάβανό του.
          Ακόμη η σύγχυση που επικρατούσε γύρω από τα τεκταινόμενα μέσα στους τέσσερις τοίχους τούτου του σπιτιού, μεγάλωνε την περιέργειά τους και κάλπαζε την αρρωστημένη φαντασία τους. Έτσι πολλές ιστορίες που έπλαθαν υπερέβαλαν ακόμη και την πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που μόνο οι προνομιούχοι και οι περιούσιοι την γνώριζαν και που ποτέ δε θα τη φανέρωναν στα κατώτερα στρώματα

          Έτσι μια ασέληνη νύχτα του Ιουνίου οι επισκέπτες εισέβαλαν με κάθε μυστικότητα στο σπίτι των οργίων και πήραν τις θέσεις τους στην τεράστια και πλούσια διακοσμημένη αίθουσα. Αμέσως ο επιχειρηματίας και ιδιοκτήτης του σπιτιού, καθισμένος στον εβένινο θρόνο του και ντυμένος με μαύρο πανάκριβο κουστούμι, έδωσε εντολή στο υπηρετικό του προσωπικό να σερβίρει τους καλεσμένους. Κι αυτοί χωρίς καθυστέρηση τον άκουσαν και γύρισαν με τους δίσκους φορτωμένους κολονάτα ποτήρια, γεμάτα με μαύρο μυρωδάτο, ποτό. Σαν τ’ άφησαν πάνω στο τραπέζι έφυγαν εκτός από έναν ο οποίος σαν χαμήλωσε τα φώτα τους ευχήθηκε καλή διασκέδαση και αποτραβήχτηκε διακριτικά στο διάδρομο που βρισκόταν στα αριστερά της αίθουσας.
          Τότε ο ιδιοκτήτης στράφηκε δεξιά του και παίρνοντας  ένα δίσκο από μια ξυλόγλυπτη θήκη τον έβαλε με επιτηδειότητα στο πικάπ που άρχισε να παίζει με γρήγορο ρυθμό μια αισθησιακή μουσική που φάνηκε ν’ άρεσε σε όλους. Σαν τους συνέστησε να πιουν με την ησυχία τους το ποτό τους, ο ίδιος πέρασε απ’ όλα τα τραπέζια και ζήτησε ιπποτικά το χέρι κάθε γυναίκας. Ύστερα σαν τα φίλησε και τους είπε από ένα κολακευτικό λόγο, κάθισε πάλι στη θέση του απολαμβάνοντας κι αυτός το ποτό του και τη μουσική.
          Σαν προχώρησε η ώρα και το μεγάλο ρολόι του τοίχου χτύπησε μεσάνυχτα ο ιδιοκτήτης σηκώθηκε, κατευθύνθηκε στη βορινή πλευρά της αίθουσας, σταμάτησε όταν έφτασε και πατώντας ένα πράσινο διακόπτη, τη βύθισε στο σκοτάδι.  Ο φόβος των καλεσμένων ξεπεράστηκε γρήγορα και οι πρώτοι ψίθυροι διαμαρτυρίας σταμάτησαν σαν ένα μικρό κόκκινο φωτάκι φώτισε αδρά την αίθουσα. Και τότε οι καλεσμένοι είδαν ν’ ανοίγει το παραβάν που ως τότε ήταν κλειστό  και να εμφανίζεται στα έκπληκτα μάτια τους ένα εντυπωσιακό ολόχρυσο κρεβάτι που τους τρόμαξε. Και τούτο γιατί τα τέσσερα πόδια του είχαν τη μορφή της  ύαινας και στα υπόλοιπα μέρη του είχαν σφυρηλατηθεί διάφορα κεφάλια φιδιών που άφηναν όλα απ’ τα ανοιχτά στόματά τους να φαίνονται τα φοβερά κεντριά τους. Στην πλάτη τώρα του κρεβατιού δυο γεράκια άγρια συμπλέκονταν με τα μυτερά τους ράμφη, ενώ από τα ματωμένα  τους κεφάλια το αίμα τιναζόταν σαν πίδακας  γύρω τους.
          Η αντίδραση των  καλεσμένων σε τούτη τη φριχτή θέα του κρεβατιού ήταν άμεση και γρήγορη. Πολλοί ψιθύρισαν, άλλοι φώναξαν και μερικοί κινήθηκαν με άγριες διαθέσεις από τις θέσεις τους. Μόνο ο ιδιοκτήτης παρέμεινε ατάραχος και ψύχραιμος στη θέση του, για να τους πει λακωνικά, δείχνοντας με το δεξί του χέρι στο βάθος του διαδρόμου: << Και τώρα κοιτάξτε όλοι σας τη γυναίκα που οι άντρες θα ήθελαν να την είχαν δική τους και οι γυναίκες θα  ζήλευαν  το κορμί της και τις σεξουαλικές της επιδόσεις! >>
          Πράγματι μια εντυπωσιακή ξανθιά γυναίκα, γλυκύτατη και γυμνή τους μάγεψε με την κορμοστασιά τους, το έντονο θηλυπρεπές περπάτημά της και το λάγνο βλέμμα της. Κι αμέσως βρέθηκε ξαπλωμένη στα λευκά σεντόνια του κρεβατιού, αφήνοντας τα αφράτα στήθια της και τα τορνευτά μακριά πόδια της στολίδια του σκανδάλου σε τόσα πεινασμένα μάτια.
          Πάλι τότε ο ιδιοκτήτης παρενέβη ανάμεσα στους καλεσμένους και το πύρινο κορμί της γυναίκας για να τους πει με φωνή αισθησιακή: << Πριν αποσυρθείτε στα δωμάτια με τις γυναίκες σας, η γυναίκα που βλέπετε ξαπλωμένη στο κρεβάτι θα σας διαβάσει μια περικοπή από το βιβλίο << Η άνθηση της διαφθοράς >> που τόσες σεξουαλικές συγκινήσεις έχει προσφέρει στον κόσμο των οργίων. Καλή σας ακρόαση!>>
          Απλώνοντας ύστερα το χέρι έδωσε στη γυναίκα το χρυσόδετο  βιβλίο. Σαν ανασηκώθηκε εκείνη και το πήρε, ακούμπησε την πλάτη της στο προσκεφάλι του κρεβατιού  και άρχισε να διαβάζει καθαρά και δυνατά:
          << Σαν έβγαλε το ρούχο της η γυναίκα κι απόμεινε γυμνή, αρωματίστηκε και έπεσε με την πλάτη στην καρέκλα του Έρωτα. Ο άντρας ολόγυμνος κι αυτός, πλησίασε κι αφού πάτησε στις μεταλλικές βάσεις της καρέκλας, έσκυψε, ανασήκωσε απαλά τα πόδια της και τα ‘φερε στη μέση του. Με  τα χέρια του  έπιασε τη δερμάτινη ζώνη που κρεμόταν στα πλάγια της καρέκλας κι αφού την πέρασε πάνω από το  σώμα της, το ασφάλισε προσεχτικά. Μετά κοίταξε το γυμνό σώμα, έβαλε απαλά τα χέρια του στα δυο στήθη της κι άρχισε να τα χαϊδεύει επιτήδεια κοντά στις θηλές. Σε λίγο από τα χείλη της ερεθισμένης γυναίκας ακούστηκαν οι πρώτες δυνατές  κραυγές της ηδονής… >>.
          Σ’ αυτό το σημείο η φωνή της έσβησε. Κι όλοι οι καλεσμένοι είδαν το βιβλίο να φεύγει από τα χέρια της και να πέφτει στο δάπεδο χτυπημένο με απερίγραπτη δεξιοτεχνία από ένα μαχαίρι που πέρασε το παράθυρο κι έσκισε με φοβερή δύναμη τον αέρα. Και πριν οι καλεσμένοι προλάβουν να αντιδράσουν βλέπουν έναν υπηρέτη να φτάνει τρέχοντας και ν’ αναγγέλλει στον ιδιοκτήτη, φοβισμένος: << Ο λαός της πόλης είναι απέξω και πολιορκεί το σπίτι! Είναι εξαγριωμένος και κινδυνεύετε! Δώστε εντολή να εκκενωθεί και να φύγετε! >>
          Στην κατάσταση πανικού που επακολούθησε ο ιδιοκτήτης έδειξε ασυνήθιστη ψυχραιμία. Και σαν έσπρωξε τον υπηρέτη από μπρος του με το χέρι του, κινήθηκε αργά - αργά και τελετουργικά πάνω από το πεσμένο μαχαίρι και σταμάτησε. Έσκυψε το πήρε κι αφού καθάρισε με το δείκτη του αριστερού του χεριού τις λίγες σταγόνες αίματος που ήταν απλωμένες στην κόψη της λάμας του, προχώρησε και στάθηκε τώρα στο ύψος του παράθυρου. Εκεί κόλλησε το πρόσωπό του στο μέρος που έχασκε από το πέρασμα του μαχαιριού και κοίταξε έξω. Αυτό που είδε τον γέμισε τρόμο και φρίκη. Τραβήχτηκε έτσι πανικόβλητος πίσω και ψιθύρισε κάτωχρος, στους καλεσμένους: << Τα άγρια ένστιχτά τους ζητούν εκδίκηση! Ο κακός δαίμονας που υπάρχει εδώ μέσα ας σκεφτεί κάτι να γλιτώσουμε >>.
          Και τότε είδε τη γυναίκα του κρεβατιού,   μεταμορφωμένη  σε  μια αηδιαστική κι αποκρουστική γριά, να ‘ρχεται προς το μέρος του, κρατώντας στα δυο της ισχνά χέρια, το βιβλίο  και να του το δείχνει ενώ έσταζε αίμα από τις κουρελιασμένες σελίδες του. Για να την αποφύγει κινήθηκε προς το βάθος της αίθουσας. Αυτή όμως συνέχιζε να τον ακολουθεί δείχνοντας την απειλητική της διάθεση.  Τότε ο ιδιοκτήτης για ν’ απαλλαγεί από τη δυσάρεστη παρουσία της, σήκωσε το μαχαίρι και ετοιμάστηκε να της επιτεθεί, ξεστομίζοντας τη μία ύβρη μετά την άλλη.  Κι ενώ όλοι περίμεναν το μοιραίο ένας υπηρέτης πρόλαβε και του άρπαξε το χέρι, κάνοντας το μαχαίρι να πέσει και να συρθεί στο διάδρομο και τον ιδιοκτήτη ν’ απομένει ακίνητος σαν στήλη άλατος. Και πριν προλάβει να κάνει οτιδήποτε, βλέπει τον υπηρέτη να τον πλησιάζει και να του ψιθυρίζει στο αυτί: << Το αίμα της είναι αθώο, αλλού να ψάξεις να βρεις την ενοχή >>. Τον κοίταξε με περιφρόνηση ο ιδιοκτήτης και τον ρώτησε με αγωνία: << Άφησε τέτοια ώρα τις ενοχές και πες μου πως θα γλιτώσουμε!>> Ήταν η σειρά τώρα του υπηρέτη   να τον κοιτάξει με περιφρόνηση. Κι αφού το έκανε, του είπε μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο: << Φύγετε! Φύγετε από την πίσω πόρτα! >>
          Οι φωνές έξω του κόσμου, όσο περνούσε η ώρα γίνονταν πιο απειλητικές. Έτσι οι καλεσμένοι έδειξαν έντονη ανησυχία και οι πιο πολλοί σηκώθηκαν από τις θέσεις τους, θέλοντας να κινηθούν προς την έξοδο. Τους είδε ο ιδιοκτήτης και σαν τους έδειξε το βάθος του διαδρόμου, τους είπε προτρεπτικά: << Κατεβείτε από τη σκάλα της πίσω εξόδου και βγείτε στον κήπο. Από κει παραβιάστε τη σιδερένια καγκελόπορτα και κρυφτείτε στο δάσος >>.
          Σε λίγο ακούστηκαν σπαρακτικές φωνές. Λίγες στην αρχή αλλά μετά πλήθυναν. Το ορμητικό κύμα που δημιούργησε ο συνωστισμός τους παρέσυρε και τους κατρακύλησε ως το τελευταίο σκαλί. Ο χώρος γέμισε μια μάζα από ανθρώπους κι έγινε τόπος μαρτυρίου.
          Πολλοί ακρωτηριάστηκαν, άλλοι έχασαν τα μάτια τους, οι πιο δειλοί λιποθύμησαν και οι πιο άτυχοι έβλεπαν τα παραμορφωμένα σώματά τους και ξεσπούσαν σ’ ένα ανελέητο θρήνο.  Όσοι τώρα κατόρθωσαν ν’ ανοίξουν την πόρτα και να περάσουν στον κήπο, σύρθηκαν κακήν κακώς ως την καγκελόπορτα κι αφού την παραβίασαν βγήκαν έξω και με κάθε προφύλαξη έφτασαν στο πυκνό δάσος όπου και κρύφτηκαν πίσω από τους  χονδρούς   κορμούς των δέντρων που μαζί με το θρόισμα των φύλλων  ακούστηκαν και τα πρώτα ουρλιαχτά των λύκων.

ΜΕΣΣΗΝΙΑΚΑ ΝΕΑ και ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Αρχειοθήκη ιστολογίου