Νέα σημαντικά ευρήματα ήρθαν στο φως κατά τις φετινές ανασκαφές στο ιερό του Διός στο Λύκαιο Όρος, στο νοτιοδυτικό άκρο της Αρκαδίας, εκεί όπου κατά την τοπική παράδοση γεννήθηκε και ανατράφηκε ο βασιλιάς των θεών.
Στη νοτιότερη κορυφή του Όρους, σε υψόμετρο που αγγίζει τα 1400μ. και με πανοραμική θέα σε όλη την ηπειρωτική Πελοπόννησο, εντοπίζεται ο βωμός τέφρας για τις θυσίες ζώων προς τιμήν του Δία, ενώ στο οροπέδιο χαμηλότερα έχουν αποκαλυφθεί τα μνημειακά οικοδομήματα του κάτω ιερού, όπου ελάμβαναν χώρα κατά την αρχαιότητα φημισμένοι αθλητικοί αγώνες, τα Λύκαια. Το αρχαιολογικό ερευνητικό πρόγραμμα, προϊόν ελληνοαμερικανικής συνεργασίας που ξεκίνησε το 2004, απέδωσε σημαντικές νέες πληροφορίες σχετικά με το βωμό. Από την κεραμική των ανασκαφικών τομών πιστοποιείται ανθρώπινη δραστηριότητα στο ύψωμα ήδη από τη νεολιθική εποχή και κατά τη διάρκεια της πρώιμης και μέσης εποχής του χαλκού. Κατά τη μυκηναϊκή περίοδο το ύψωμα αυτό αναδεικνύεται σε σημαντικό ιερό κορυφής και συνεχίζει να αποτελεί τόπο λατρείας και κατά τους πρώιμους ιστορικούς χρόνους. Οι θυσίες ζώων προς τιμήν του Δία, κυρίως αιγών και προβάτων, υποδεικνύουν συνεχή λατρευτική δραστηριότητα στο βωμό ήδη από το 16ο αιώνα π.Χ. έως και την ελληνιστική περίοδο.
Το καλοκαίρι του 2016 στο μέσο του βωμού και πλησίον μίας πλατφόρμας λαξευμένης στο φυσικό βράχο εντοπίστηκε για πρώτη φορά και ανασκάφηκε ανθρώπινη ταφή με προσανατολισμό Ανατολή – Δύση. Ο σκελετός, σε ύπτια θέση και σε άριστη κατάσταση διατήρησης, είχε αποτεθεί εντός στενού ορύγματος, που δημιουργήθηκε μέσα στις επιχώσεις από την τέφρα και τα καμένα χώματα. Λείπει μόνο το κρανίο του νεκρού, ενώ σώζεται η κάτω γνάθος. Το στενό όρυγμα ήταν επενδεδυμένο στη βόρεια και νότια πλευρά του από αδρά δουλεμένες πλάκες, ενώ δε βρέθηκε επένδυση στο ανατολικό και δυτικό όριο του ορύγματος. Πλάκες κάλυπταν την περιοχή της λεκάνης του νεκρού. Το μήκος του τάφου με τις πλάκες ανέρχεται σε 1.52μ. Σύμφωνα με την προκαταρκτική μελέτη ο σκελετός ανήκει σε άτομο – πιθανόν άνδρα - εφηβικής ηλικίας, η δε κεραμική που προέκυψε από την ανασκαφή χρονολογείται κυρίως στο τέλος της μυκηναϊκής εποχής, υποδεικνύοντας ότι η ταφή ανήκει πιθανότατα στον 11ο αιώνα π.Χ., μετά από την κατάρρευση των μυκηναϊκών ανακτορικών κέντρων, στην περίοδο της μετάβασης από την ύστερη εποχή του χαλκού στην πρώιμη εποχή του σιδήρου, σε μία εποχή κατά την οποία ο βωμός ήταν σε λειτουργία.