Η πρόταση της δραχμής μοιάζει με πρόταση
ευθανασίας που κάνει κάποιος σε ασθενή που πάσχει από βαριά μεν, αλλά
ιάσιμη ασθένεια.
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα αρνείται να προχωρήσει
στις ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται και προτιμά να οδηγήσει
τη χώρα στον όλεθρο.
Η δραχμή δεν είναι επιλογή, είναι αυτοκτονία...
Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν άνθρωποι που έσπευσαν τα πρώτα χρόνια της κρίσης να γίνουν αποκλειστικοί διανομείς του προϊόντος «δραχμή» και έκαναν με αυτό τον τρόπο μια αξιοπρεπή καριέρα. Αν το προϊόν το είχε προλάβει κάποιος άλλος, θα μπορούσαν -πολλοί απ’ αυτούς- να αγοράσουν το επόμενο αδιάθετο. Και εδώ ακριβώς είναι το επικίνδυνο σημείο αυτής της ιστορίας. Όταν τελειώσουμε και με αυτή την αυταπάτη θα τρέξουμε να πιστέψουμε την επόμενη. Είμαστε ο λαός που ζει με τις ψευδαισθήσεις ενώ η αλήθεια δίπλα μας είναι εντυπωσιακά όμορφη.
Το αφήγημα της δραχμής εμπεριέχει ένα στοιχείο νοσταλγίας για τα δήθεν καλά χρόνια που προηγήθηκαν του 2000. Είναι σαν να νοσταλγούμε τα παιδικά μας χρόνια. Στο μυαλό μας όλα όσα συνέβαιναν τότε μοιάζουν μαγικά, σαν να ζούσαμε σε παραμύθι. Ίσως επειδή ο άνθρωπος έχει την τάση να θυμάται από το παρελθόν πιο έντονα μόνο τα ευχάριστα γεγονότα. Η πραγματικότητα, όμως, είναι διαφορετική.
Όπως στα παιδικά μας χρόνια δεν ήμασταν τα ανέμελα βασιλόπουλα που ζούσαν στην αυλή ενός παλατιού που θύμιζε τον παράδεισο, έτσι και η δραχμή δεν ήταν το αγαπημένο νόμισμα των αγορών και των επενδυτών, ούτε καν των πολιτών αυτής της χώρας. Ποιος ήθελε τότε να έχει δραχμές; Προφανώς έχουμε ξεχάσει ότι οι συντριπτικά περισσότεροι επιχειρηματίες (αυτοί δηλαδή που μπορούσαν) έψαχναν τρόπους να μετατρέψουν τον πλούτο που απέκτησαν στην Ελλάδα σε πολύτιμες καταθέσεις σε τράπεζες του εξωτερικού. Και φυσικά όχι σε δραχμές, αλλά σε δολάρια, σε μάρκα, σε λιρέτες. Σε οτιδήποτε άλλο, αρκεί να μην ήταν δραχμές.
Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν άνθρωποι που έσπευσαν τα πρώτα χρόνια της κρίσης να γίνουν αποκλειστικοί διανομείς του προϊόντος «δραχμή» και έκαναν με αυτό τον τρόπο μια αξιοπρεπή καριέρα. Αν το προϊόν το είχε προλάβει κάποιος άλλος, θα μπορούσαν -πολλοί απ’ αυτούς- να αγοράσουν το επόμενο αδιάθετο. Και εδώ ακριβώς είναι το επικίνδυνο σημείο αυτής της ιστορίας. Όταν τελειώσουμε και με αυτή την αυταπάτη θα τρέξουμε να πιστέψουμε την επόμενη. Είμαστε ο λαός που ζει με τις ψευδαισθήσεις ενώ η αλήθεια δίπλα μας είναι εντυπωσιακά όμορφη.
Το αφήγημα της δραχμής εμπεριέχει ένα στοιχείο νοσταλγίας για τα δήθεν καλά χρόνια που προηγήθηκαν του 2000. Είναι σαν να νοσταλγούμε τα παιδικά μας χρόνια. Στο μυαλό μας όλα όσα συνέβαιναν τότε μοιάζουν μαγικά, σαν να ζούσαμε σε παραμύθι. Ίσως επειδή ο άνθρωπος έχει την τάση να θυμάται από το παρελθόν πιο έντονα μόνο τα ευχάριστα γεγονότα. Η πραγματικότητα, όμως, είναι διαφορετική.
Όπως στα παιδικά μας χρόνια δεν ήμασταν τα ανέμελα βασιλόπουλα που ζούσαν στην αυλή ενός παλατιού που θύμιζε τον παράδεισο, έτσι και η δραχμή δεν ήταν το αγαπημένο νόμισμα των αγορών και των επενδυτών, ούτε καν των πολιτών αυτής της χώρας. Ποιος ήθελε τότε να έχει δραχμές; Προφανώς έχουμε ξεχάσει ότι οι συντριπτικά περισσότεροι επιχειρηματίες (αυτοί δηλαδή που μπορούσαν) έψαχναν τρόπους να μετατρέψουν τον πλούτο που απέκτησαν στην Ελλάδα σε πολύτιμες καταθέσεις σε τράπεζες του εξωτερικού. Και φυσικά όχι σε δραχμές, αλλά σε δολάρια, σε μάρκα, σε λιρέτες. Σε οτιδήποτε άλλο, αρκεί να μην ήταν δραχμές.
Ο αμέσως επόμενος μύθος είναι ότι με τη
δραχμή είχαμε ανταγωνιστικότητα. Μάλιστα. Δεν ξέρω πού βρίσκεται αυτή η
κυρία, αλλά από τη γειτονιά της ελληνικής οικονομίας έχει πολλές
δεκαετίες να περάσει. Από τα χρόνια της δραχμής... Εκείνο που θυμόμαστε
είναι υποτιμήσεις, φτώχεια και υψηλά επιτόκια. Αν αυτό σημαίνει
ανταγωνισμός, να μας συγχωρείτε, αλλά δεν θα πάρουμε.
Ναι, λένε οι δραχμολάγνοι, αλλά τότε ο κόσμος δεν πεινούσε. Αυτό με την πείνα θα πρέπει να το κοιτάξουμε επειγόντως. Κάτι άλλο θα πρέπει να εννοούν οι άνθρωποι απ’ αυτό που καταλαβαίνουν σήμερα οι πολλοί και κυρίως οι νέοι που δεν έχουν μνήμες από εκείνη την περίοδο. Αν πιστεύει κανείς ότι ο συνταξιούχος πεινάει σήμερα με 700 ευρώ και δεν θα πεινάει αύριο με 350 (εφόσον η νέα δραχμή υποτιμηθεί μόνο κατά 50%), τότε μιλάμε για ένα άλμα της λογικής για το οποίο η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά.
Ο επόμενος μύθος είναι ότι θα πιεστούμε για κάποιο χρονικό διάστημα, αλλά στο τέλος θα τα καταφέρουμε και θα γίνουμε Ελβετία.
Ναι, λένε οι δραχμολάγνοι, αλλά τότε ο κόσμος δεν πεινούσε. Αυτό με την πείνα θα πρέπει να το κοιτάξουμε επειγόντως. Κάτι άλλο θα πρέπει να εννοούν οι άνθρωποι απ’ αυτό που καταλαβαίνουν σήμερα οι πολλοί και κυρίως οι νέοι που δεν έχουν μνήμες από εκείνη την περίοδο. Αν πιστεύει κανείς ότι ο συνταξιούχος πεινάει σήμερα με 700 ευρώ και δεν θα πεινάει αύριο με 350 (εφόσον η νέα δραχμή υποτιμηθεί μόνο κατά 50%), τότε μιλάμε για ένα άλμα της λογικής για το οποίο η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά.
Ο επόμενος μύθος είναι ότι θα πιεστούμε για κάποιο χρονικό διάστημα, αλλά στο τέλος θα τα καταφέρουμε και θα γίνουμε Ελβετία.
Η πρώτη ένσταση
αφορά το ότι δεν ξέρουμε ποιο ακριβώς θα είναι αυτό το «κάποιο» χρονικό
διάστημα. Δεν μας το λένε, μας το κρατάνε μυστικό, όπως έκαναν και με
τα διαπραγματευτικά ατού του Αλέξη και του Γιάνη.
Η δεύτερη ένσταση
σχετίζεται με το πώς ακριβώς θα γίνουμε Ελβετία. Τα ρολόγια τα έχουν
πιάσει οι Ελβετοί, τα αυτοκίνητα οι Γερμανοί και με τον τουρισμό δεν τα
πάμε και τόσο καλά όσο νομίζουμε. Να μην το κουράζουμε, πρόκειται για
έναν ακόμη μύθο που δεν στηρίζεται σε πραγματικά δεδομένα. Δεν ξέρουν
πού θα μας οδηγήσει αυτός ο δρόμος.
Το χειρότερο όλων, το πιο παρανοϊκό, είναι ότι η δραχμή θα μας φέρει ένα νέο και πιο σκληρό μνημόνιο. Αυτό μας προσπερνάει όλους. Είναι εντελώς τρελό. Δεν θέλουμε το ευρώ που μας «καταστρέφει» και θέλουμε τη δραχμή που θα μας αποτελειώσει. Είναι φανερό ότι κάτι δεν πάει καλά. Όποιος το βρει, κερδίζει μία δραχμή. Τη θέλετε;
Το χειρότερο όλων, το πιο παρανοϊκό, είναι ότι η δραχμή θα μας φέρει ένα νέο και πιο σκληρό μνημόνιο. Αυτό μας προσπερνάει όλους. Είναι εντελώς τρελό. Δεν θέλουμε το ευρώ που μας «καταστρέφει» και θέλουμε τη δραχμή που θα μας αποτελειώσει. Είναι φανερό ότι κάτι δεν πάει καλά. Όποιος το βρει, κερδίζει μία δραχμή. Τη θέλετε;
ΥΓ.: Ναι, κερδίζετε μια δραχμή.
Ποιας εποχής δεν ρωτήσατε...