Ο Έλληνας που μπαίνει ανάποδα στο στενό και άμα του πεις καμιά κουβέντα
σε βρίζει κι από πάνω.
Ο Έλληνας που ξέρει απ’ έξω όλες τις ατάκες του
παλιού ελληνικού κινηματογράφου αφού «τώρα δεν γυρίζονται τέτοιες
ταινίες».
Αυτός που γυρίζει από ταξίδι στο εξωτερικό και το πρώτο πράγμα
που σου λέει είναι ότι σαν την Ελλάδα δεν υπάρχει. Ενίοτε και ότι «έξω
δεν ξέρουν να τρώνε».
Στην ταβέρνα παραγγέλνει πάντα το μεζέ στο πήλινο
«με τα τυριά». Αυτός που μπαίνει στη λεωφορειολωρίδα ή τη ΛΕΑ, αναλόγως
τη διαθεσιμότητα.
Διαμαρτύρεται συνήθως για τα μπλόκα της Τροχαίας,
γιατί «αν έφτιαχναν δρόμους, δεν θα είχαμε ατυχήματα».
Αυτός που δεν
σταματάει στις διαβάσεις, αλλά θαυμάζει τους «ξένους» που μπορεί να μην
ξέρουν να τρώνε αλλά σέβονται τον πεζό.
Αυτός που θεωρεί ότι κάτι μας κρύβουν.
Ποιοι; Αυτοί, ένα -μηδέν (πάντα κερδίζει).
Αυτός που δεν ανακυκλώνει
γιατί «αυτοί» μετά ρίχνουν όλα τα σκουπίδια μαζί, οπότε δεν έχει νόημα.
Αυτός που επαναλαμβάνει ότι όλοι ίδιοι είναι και ότι τα πράγματα δεν
αλλάζουν.
Που έχει ξεστομίσει ότι χρειάζεται να πέσει μια βόμβα στη χώρα
ή/και ότι μια δικτατορία μας σώζει.
Που φοροδιαφεύγει, αλλά υπάρχουν
και άλλοι που κάνουν χειρότερα.
Ο Έλληνας που τρώει γεμιστά χειμώνα -
καλοκαίρι (ιδανικά της μάνας του) αλλά διαμαρτύρεται που βάζουν
«φάρμακα» στα λαχανικά.
Που πάει με το γιο του στο γήπεδο για μια πρώτη
τελετή μύησης στον ρατσιστικό λόγο.
Ο Ελληνας που θεωρεί ότι ο σκοπός
αγιάζει τα μέσα.
Που αμεσοδημοκρατικά αποφασίζει να μην έρθουν οι
πρόσφυγες στο σχολείο του παιδιού του.
Που αρχίζει να χειρονομεί σαν να
τον σφάζουν όταν πάνε να του καθαρίσουν τα παράθυρα του αυτοκινήτου.
Που
λέει ότι καλά είναι τα σκυλιά, «αλλά όχι για μες στο σπίτι».
Που δεν
μαζεύει τις ακαθαρσίες τους από το πεζοδρόμιο γιατί «πού είναι ο
δήμαρχος». Που δίνει φακελάκι αυτοβούλως.
Που ζητάει φακελάκι από
άνθρωπο που πονάει.
Ο Έλληνας που αφήνει απλήρωτους τους εργαζόμενούς
του.
Που ψηφίζει σελέμπριτι και μετά ρίχνει μούντζες στη Βουλή.
Ο
Έλληνας που χτίζει νύχτα και διαμαρτύρεται ότι η ανεμογεννήτρια του
χαλάει τη θέα. Που τρέχει με δύο πιάτα στο μπουφέ των γάμων.
Που εξαπατά
τους τουρίστες.
Που βάζει τρικλοποδιά σε όποιον ξεχωρίζει.
Που βγάζει
τα παπούτσια και απλώνει τα πόδια στον καναπέ του πλοίου.
Που διαβάζει
tilestwra και αναμασά κάθε ξεχασμένη θεωρία συνωμοσίας.
Ο Έλληνας που
του αρέσει όπως τα «χώνει» ο Πολάκης.
Που πάει να δει τον Λάκη να βρίζει
τις γριές και γελάει με τα αστεία για την αναπηρία Σόιμπλε.
Εντάξει, φτάνει.
Εντάξει, φτάνει.
Αν αναγνωρίζουμε μεν τον παραπάνω Έλληνα, αλλά
αρνούμαστε ότι αντιπροσωπεύει τον «μέσο Ελληνα» και εκνευριζόμαστε με το
τσουβάλιασμά μας στον κατώτερο κοινό μας παρονομαστή, είναι απορίας
άξιο γιατί καθόμαστε αδιαμαρτύρητα και παρακολουθούμε την εξουσία να
απευθύνεται διαχρονικά σε «αυτόν», να τον καλοπιάνει και να τον
ηρωοποιεί.
Να τον καθιστά από καθέδρας μέσο Έλληνα.
Λίνα Γιάνναρου-Καθημερινή