Του
Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Μας έκανες και θρηνούμε <<
Καλλικράτη >>. Σε χρίσαμε αυτοκράτορα της τοπικής αυτοδιοίκησης για να
γεμίσεις τις αυλές μας με άνθη κι εσύ έγινε επίορκος. Φύτεψες κεντριά θανάτου
στις βραγιές τους και η ζωή μας σταμάτησε με τα τσιμπήματά τους. Ο ήλιος
μας έγινε φωτιά κι όπου βρεθούμε κι όπου
σταθούμε ξεραίνει τη μυρσίνη μας και οι πόλεις πια δε μας χωρούν. Δεν γέμισαν
μόνο φίδια και μελαγχολία αλλά και πληγές. Πληγές του Φαραώ, αγιάτρευτες που
σκορπίζουν πένθιμες πομπές από αρουραίους, άρρωστες ύαινες, δικέφαλους σκύλους,
νεκρές γάτες και ψειριασμένους γύπες.
Στις πλατείες τα περιττώματα των σκύλων
ζεύουν σαν ξεπεσμένοι αυτοκράτορες, στους δρόμους σέρνονται ματωμένες λακκούβες, μελανιασμένα
χείλη γυναικών και κυλούν σκουριασμένα
πριονόδοντα σαν εωσφόροι. Στα ρείθρα
πήζουν τα φτύματα, και οι σκώληκες κολυμπούν στα μολυσμένα ύδατα. Οι
πεινασμένοι κάδοι ξερνάνε τα απορρίμματά τους, και, οι αλλοδαποί ψάχνουν στον
εμετό τους να δουν το θάνατο που τους περιμένει. Οχήματα σάπια στήνουν μακάβριο χορό στους ακάλυπτους
και στις σκουριασμένες κοιλιές τους τα φουσκωμένα ψοφίμια αποσυντίθενται από
τις στρατιές των σκουληκιών. Οι στροφές κλαίνε από τους τόσους θανάτους και οι
θρήνοι των γονιών και των γειτόνων για το χαμένο τους αγγελούδι ξετυλίγονται
σαν όφεις και γίνονται φωτιά. Στα καντούνια κοιμάται ο τρόμος και ξυπνάει όταν
στη μεσονύχτια στράτα, ακουστούν τα βήματα του περαστικού. Στα πάρκα τα φύλλα
πέφτουν. Τα δέντρα λυγάνε με τα κλαράκια τους ξερά, οι ανθοί των λουλουδιών
μαραίνονται και ό,τι φυτρώσει δεν ανασαίνει.
Λείπουν οι εργάτες που θα τα φρόντιζαν, αραίωσαν τα χέρια τους με τις
απολύσεις που ψήφισαν οι τριακόσιοι Δερβέναγες.
Ταράζεται η ανάσα μας σαν περπατάμε εκεί
μέσα. Η χλόη τους είναι πατημένη από τους εισβολείς, και το χρυσό χαμόγελό της
το σφάζει η λάμα από το πεσμένο μαχαίρι του αλλοδαπού. Κι όπου άκρη από σύννεφο
στον ουρανό, από κάτω του, άδεια κουτιά μπίρας, φλούδια πασατέμπου και
ναυαγισμένα προφυλακτικά μιας μολυσμένης θάλασσας.
<< Καλλικράτη >>. Οι ώρες μας
στις πόλεις που ζούμε είναι φριχτές κι απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα ο ήλιος που
γλιστράει μέσα μας σφάζει σαν λεπίδι. Μια γλυκιά χαρά ζητήσαμε να μας δώσεις κι εσύ ντύθηκες Σαουδάραβας
πετρελαιάς κι εγκατέλειψες τους μαύρους δούλους σου. Ώρες- ώρες μεταμορφώνεσαι σε άλογο και με την
οπλή του μοιάζεις σαν να θα θέλεις να μας συντρίψεις. Όσο είσαι θεσμός είσαι
αόρατος. Δε σε βλέπουμε ούτε στο δρόμο αλλά και στο καφενείο. Εκεί που μας
πήρες την ψήφο με μπαμπεσιά. Στη δώσαμε για να σκορπίσεις στις πόλεις
χρυσόσκονη κι εσύ τη γέμισες με ακαθαρσίες, ούρα σκύλων και αλλοδαπών. Έσταξες
στις φλέβες τους κώνειο και στο άχραντό τους σώμα, πασάλειψες την τέφρα των
αποξηραμένων κοπράνων.
Δεν θέλουμε να βουλώσεις τις λακκούβες με
διαμαντόσκονη. Μας αρκεί το λευκό χαλικάκι. Ούτε και τους κάδους να τους μεταμορφώσεις
σε ορειχάλκινους. Να τους πλένεις θέλουμε και να τους αδειάζεις. Να ξεβρομίσουν από τη μπόχα να μη φτάνει στα
τραπέζια μας. Ακόμα να στηρίξεις και τις τρώγλες της φτωχογειτονιάς με
πασσάλους να αποφύγουμε καμιά θανατηφόρα κατάρρευση. Και ύστερα με σεμνό τρόπο
να βγάλεις τους υπαλλήλους σου για δουλειά. Οι κακόμοιροι! Λειώνουν εκεί μέσα
να ξύνουν μολύβια! Ας αφήσουν <<τις παρούσες αλληλογραφίες >> κι ας
πιάσουν το φτυάρι. Έτσι οι ροδονυφούλες τριανταφυλλιές θα σκορπίσουν μύρα και
ηδονές στις πόλεις μας.