Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Άνθρωπε ματωμένε, άνθρωπε καθημερινέ. Μη θαρρείς πως και πριν τη ζημιαρόγατα
κρίση όριζες τον εαυτό σου ή το τσαρδί σου και τάιζες το ισχνό σαρκίο σου με
κοτολέτες και του πουλιού το γάλα. Ψίχουλα σου δίνανε και τότε οι κορδωτοί
αφέντες σου, πικρό ψωμί σου πετάνε και σήμερα. Χάρυβδες εκείνες οι μέρες πίσω
σου, Σκύλες οι τωρινές. Μαύρη η ζωή και τότε και στα δέντρα του δρόμου σου
μαυροφτέρουγα κοράκια σε παραφύλαγαν. Κι αν ήσουν ξεκουτιασμένος γέροντας
έπεφτες κάτω και ψόφαγες. Αν ήσουν νέος νοικοκυρόπουλο σε κατασπάραζαν οι
κρατικοί λέοντες.
Πιο
καλά θα μας τα πει ο τροχός του χρόνου. Χωριατόπουλο η αφεντιά μου, όπως και
των πιο πολλών εξ υμών που επικοινωνούμε, και τυλωμένος μόνο με κούμαρα,
αγκόρτσια και τσίγδαλα στυφά. Εν τη παρόδω του χρόνου, έμαθα καλή αλφαβήτα και
διορίστηκα γραμματοδιδάσκαλος σε χωριό. Από το σύνολο της υπηρεσίας μου τα δέκα χρόνια τα πέρασα σε όρη που με πήγαινε
καβάλα στη ράχη της μια μούλα. Γύρω- γύρω βράχοι που κούρνιαζαν αετοί και
πλαγιές ντυμένες με ισχνές ασφάκιες και
λαβωμένα αιωνόβια πουρνάρια. Σταβλιζόμουν σ’ ένα κελί του σχολείου σαν ζώο, με
τοίχους λουσμένους στην υγρασία, παράθυρα μπαλωμένα με εφημερίδες και δάπεδο
λερωμένο απ’ τα σερπετά σκουλήκια. Έτρωγα βραστό ανόσιο χόρτο, και έπινα
μυκητώδες θολό νερό. Φορούσα αποφόρια και ζεσταινόμουν στις φλόγες αναμμένων κεριών.
Συγκοινωνία πρωτόγονη. Γινόταν με
φορτηγό << κλούβα >> που είχε και άδεια φορτωτικής. Μαζί στην καρότσα, άνθρωποι, κότες, ερίφια, κούνελοι,
σάκοι με φωσφορούχα, καλάθια με αυγά. Στις στροφές το μισό όχημα κρεμόταν έξω
από το δρόμο και το άλλο μισό ρετάριζε να ξεκολλήσει από τη λάσπη. Μπρου! Μπρου! Μπρου! η μηχανή, παφ πουφ οι
τούφες από τον καπνό μαύριζαν το λόγγο.
Ο
πολιτισμός στα χωριά ερχόταν σε πεζοπόρα χελώνα. Κι αν έφερνε κάτι ήταν πηχτή
σκουριά. Εκκλησιαστικά έντυπα ή το γύφτο
που έβαζε την αρκούδα να χορέψει παίζοντας το ντέφι. Τις Κυριακές άκουγα το
τραβηγμένο τιρερέμ του εξαγριωμένου ψάλτη και το σούρουπο τα τροκάνια στις ρεματιές.
Τις νύχτες τα νεκροτράγουδα της κουκουβάγιας και το κλάμα του γκιώνη στο
ανεμόδαρτο μπογάζι.
Και
οι επιθεωρητές σκληροί. Πασάδες σφάχτες. Αιμοβόροι δικαστές της ιεράς εξέτασης.
Άγριοι, ξανανεμισμένοι από ανθρώπινα
αισθήματα σ’ έβαζαν και γονάτιζες έτσι για γούστο σαν τον Αρταξέρξη στη
σατραπεία του. Γαντζώθηκα από το χώμα
του βουνού, μάτωσα να βαφτιστώ μια μέρα, μετά από τριάντα πέντε χρόνια με τη
βροχή του Μάη. Και να που ήρθε αυτή η μέρα. Όμως όχι όπως την είχα ονειρευτεί. Γλυκόλαλη με φλάουτο και βιολί αλλά μαχαιρωμένη
από σουλτάνικο σπαθί και βουτηγμένη στις πικράδες και στις χολές.
Και
πεινάω και πάλι. Τουρτουρίζω, δεν έχω ζεστό νερό, ευρώ να βάλω ένα καρφί,
οικονομίες να πάω στο γιατρό, ένα ψίχουλο περίσσευμα να δώσω στη φύτρα μου,
παιδιά κι εγγόνια. Τριάντα πέντε χρόνια σποράς για να θερίσω χόρτο και
αγριάδα; Και οι καπεταναίοι με τους πασάδες μας να ζυγιάζονται μπροστά μας
μέσα σε κουστουμάκια ακριβά και να τραγουδάνε: << Παίζει απόψε το φεγγάρι
μέσα στην κληματαριά και ένα παρά δε δίνουμε για τη φτωχολογιά >>.
Όπως πάντα. Η φτωχολογιά γερμένη στο ραβδί, νηστικιά, ρημαγμένη,
κυνηγημένη από τους αναίσθητους και σαβανωμένους χρυσοθήρες κόρακες. Κόρακες βρωμόνυχους που
μόνο μ’ έναν μετεωρίτη στα κεφάλια τους θ’ απαλλαγούμε.