19.3.17

Το ποδόσφαιρο στην Καλαμάτα στα χρόνια της Κατοχής

«Πετάξτε τη μπάλα έξω, έρχεται ο ρουφιάνος».

 O Διονύσης Χριστακόπουλος, γεννήθηκε το 1933 στη δυτική παραλία της Καλαμάτας. Στα πρώτα χρόνια της κατοχής εντάχθηκε στα αετόπουλα της ΕΠΟΝ και ο αθλητισμός στον οποίο επιδόθηκε έγινε «εργαλείο» αντιστασιακής παρέμβασης. 
Σήμερα μέσα από το ert.gr , που αναδημοσιεύτηκε και από το left.gr παραχώρησε συνέντευξη στον Νικ. Μπράτσο για εκείνα τα χρόνια και θυμάται πρόσωπα και καταστάσεις για το πως έπαιζαν ξυπόλυτοι ποδόσφαιρο στις αλάνες της Καλαμάτας, πως ξεγελούσαν τους Γερμανούς κατακτητές κ.α. 

Γιατί επινοήθηκε η αθλητική δραστηριότητα σαν μέθοδος απεύθυνσης από την ΕΠΟΝ;
-Μπορούσαμε να συγκεντρώσουμε αρκετό κόσμο χωρίς να δημιουργηθούν υποψίες, ο αθλητισμός για εμάς τους μικρούς ήταν και ψυχαγωγική ανάγκη και προσέλκυε και πιο πλατιά στρώματα. Μεμονωμένα μας κυνηγούσαν, ενώ στο «πλάτωμα» στην αλάνα μας έρχονταν και το παιδί πχ ενός νομάρχη, ενός καθηγητή, κλπ Εκεί ξεριζώναμε χόρτα και αγριάδες για να μπορέσουμε να παίξουμε μπάλα. Εμένα μου είχαν βγάλει το παρατσούκλι «Τσίτα» γιατί σκαρφάλωνα και στα δέντρα.
-Πώς λειτουργούσαν οι αθλητικές δραστηριότητες;
-Όταν ξέραμε ότι σε κάποιο σπίτι υπήρχαν μαζεμένοι για να συζητήσουν αντιστασιακές δραστηριότητες και πλησίαζε κάποιος συνεργάτης των Γερμανών, έπεφτε σύρμα «πετάξτε έξω τη μπάλα έρχεται ο ρουφιάνος». Έτσι σουτάραμε δήθεν άστοχα και στέλναμε τη μπάλα στην αυλή του σπιτιού και ακολούθως πηγαίναμε να την πάρουμε. Έτσι καταλάβαιναν ότι υπήρχε κίνδυνος να εντοπιστούν και έπαιρναν τα μέτρα τους. Σταματούσαν φυσικά τις συζητήσεις που έκαναν.
-Άλλες δραστηριότητες;
-Κάναμε και το ανάποδο. Υπήρχε σπίτι που μαζεύονταν οι συνεργάτες των Γερμανών, θυμάμαι είχε και ένα πλούσιο κήπο, με πορτοκαλιές και άλλα δέντρα, με μπρόκολα, λάχανα, κλπ. Τότε σουτάραμε άστοχα και στέλναμε τη μπάλα στην αυλή, ώστε πηγαίνοντας να τη μαζέψουμε, να δούμε πόσοι και ποιοι ήταν, αν έπαιρνε και το αυτί μας τίποτα, για να το μεταφέρουμε στους μεγαλύτερους ΕΠΟΝίτες. Αυτοί βρίσκονταν στο σπίτι ενός Λιναρδάκη και άκουγαν εκεί και ντόιτσε βέλε, σχεδίαζαν ενέργειες, κλπ.
-«Αντικατασκοπεία» δηλαδή;
-Ακριβώς.
-Πού παίζατε;
-Στο πλάτωμα, ήταν η αλάνα της εποχής μας και είχαμε τόση δύναμη που μπορούσαμε με σουτ να ξεριζώσουμε και πέτρα. Παίζαμε με μπάλα που φτιάχναμε από κουρέλια. Αργότερα, επειδή υπήρχε ένα βυρσοδεψείο – ταμπάκικο το λέγαμε εμείς-  του Παναγιώτη Μελιγκώνη, που ήταν βασιλικός, του οποίου ο πρωτότοκος γιός ο Μιχάλης (δεύτερος ο Γιώργος και τρίτος ο Γιώργος) μας προμήθευε τα «ξώφαλτσα». Ο Μιχάλης είχε ενταχθεί σε μας.
Αυτά ήταν περισσεύματα από δέρμα που τα χρησιμοποιούσαμε για να φτιάξουμε δερμάτινη μπάλα. Βέβαια συχνά κάναμε και εράνους για να μαζέψουμε χρήματα για να αγοράσουμε μία μπάλα. Μάλιστα έβαζε ο Μελιγκώνης που ήταν μαζί μας τη μάνα του να μαγειρέψει για να φάμε μετά το παιχνίδι και μας έλεγε, ακούστε ρε αλάνια θα φάει όποιος βάλει γκολ. Βέβαια στο τέλος μας τάιζε όλους.
-Δεν είχαν εντοπίσει τη δραστηριότητά σας οι κατακτητές και οι συνεργάτες τους;
-Μας υποπτεύονταν, μας είχαν στο στόχαστρο, μας χτυπούσαν όποτε έκαναν κέφι, μας ανέκριναν, ειδικά εμένα που είχα πατέρα συνδικαλιστή που είχε διωχθεί από το καθεστώς Μεταξά. Ήταν ο Διομήδης Χριστακόπουλος και εκτελέστηκε την Πρωτομαγιά του 1944 στην Καισαριανή με τους «200».
-Αθλητικά σωματεία υπήρχαν στην περιοχή.
-Ναι, αρχικά να πούμε για την ΑΕΚ (αθλητική ένωση Καλαμάτας) με κιτρινόμαυρα χρώματα και δικέφαλο, όπως η κανονική ΑΕΚ. Ήταν η πολιτικά πιο κοντινή με τα αετόπουλα, αφού είχε στις τάξεις της πολλούς αριστερούς και γενικά το προσφυγικό στοιχείο στην περιοχή, στην οποία υπήρχαν προσφυγικοί συνοικισμοί μετά τη μικρασιατική καταστροφή, είχε συμμετοχή σε αυτές τις δράσεις. Είχε μπει στη λογική της ομάδας, ο πόνος της προσφυγιάς, της εξορίας. Θυμάμαι το Σωτήρη Κάντια και τον Μιχάλη Φουρτούνα, που ήταν στην πύλη του γηπέδου και περίμεναν εμάς τους 4-5 ΕΠΟΝίτες – αετόπουλα, για να μας περάσουν στους αγώνες, χωρίς να πληρώσουμε εισιτήριο. Υπήρχαν και τα Πράσινα Πουλιά με φανέλες και χρώματα σαν του Παναθηναϊκού. Από εκεί θυμάμαι τον τερματοφύλακα με το παρατσούκλια «Κουλιός», τον έλεγαν Γιάννη Χαραλαμπάκη. Εδώ μιλάμε για την περίοδο μετά την κατοχή και λίγο πριν τον εμφύλιο.
-Συνεχίσατε τον αθλητισμό;
-Όχι η μάνα μου επειδή δεν μπορούσε να μας θρέψει και ήταν σίγουρη ότι θα πεθάνουμε, μας παρότρυνε να φύγουμε και να πάμε στο βουνό, μήπως εκεί μπορέσουμε να επιβιώσουμε. Μην ξεχνάμε ότι τις διώξεις και τις στερήσεις τις βίωνε η οικογένεια χρόνια πριν τον πόλεμο, λόγω της συνδικαλιστικής δράσης του πατέρα (πρόεδρος σωματείου οινοπνεργατών), που είχε φυλακιστεί και στην Ακροναυπλία. Αλλά και η μάνα μου που δεν είχε τη δράση του πατέρα μου, μπορώ να πω ότι ίσως και να πέρασε περισσότερα. Στο βουνό παραμένω ΕΠΟΝίτης και συνεχίζω τις αντιστασιακές δράσεις με άλλους τρόπους.

Συνέντευξη: Νάσος Μπράτσος
Y.Γ. σχόλιο του συντάκτη επι της αθλητικής διάστασης: Βλέπουμε ότι ξυπόλητα και υποσιτισμένα παιδάκια, σε χωμάτινες αλάνες, έστελναν με τη μία την μπάλα από κουρελόπανα εκεί που έπρεπε για να γλιτώσει κόσμος. Σήμερα βλέπουμε ποδοσφαιριστές με αθλητικά παπούτσια, στο γκαζόν και καλά προπονημένους, από το ένα μέτρο από την εστία να στέλνουν τη μπάλα «στα περιστέρια». Συνεπώς η σύγκριση δίνει το αποτέλεσμα Επονίτες – Σύγχρονοι επαγγελματίες: 1-0

ΜΕΣΣΗΝΙΑΚΑ ΝΕΑ και ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Αρχειοθήκη ιστολογίου