2.4.17

ΔΙΗΓΗΜΑ - Ο ιός του θανάτου

Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου

          Εδώ και τρεις μήνες ένας θανατηφόρος ιός ήρθε σαν κατακτητής στη συνοικία των φτωχών και τους εξολόθρευε.
 Στην αρχή όταν τα δυο νέα κορμιά θάφτηκαν στο χώμα κανένας δεν έδωσε σημασία, όταν όμως ο ιός έστελνε καθημερινά στον τάφο κι άλλους, όλοι ανησύχησαν και ο πανικός ρίζωσε στη συνοικία διώχνοντας την απολλώνια νηφαλιότητα και τη γαλήνη που συντρόφευαν τους δυστυχισμένους εκείνους ανθρώπους.
           Η αρρώστια έφερνε ένα τρανταχτό κραχ στα σωθικά αυτού που την είχε και ύστερα μ’ ένα δυνατό πόνο στο στομάχι τον παρέλυε. Ο υψηλός πυρετός που ερχόταν τον εξαντλούσε και ο ισχυρός πονοκέφαλος του ‘φερνε ναυτία, εμετό και έντονους σπασμούς. Μ’ όλα αυτά ο άρρωστος πάθαινε παραλήρημα  ασυνειδησίας, καταλαμβανόταν από παραισθήσεις και χανόταν μέσα σ’ ένα πνιγηρό κι ακατάσχετο βήχα που τον έριχνε σε κώμα από την εξάντληση και το ερέθισμα της αναπνευστικής οδού. Στιγμές – στιγμές του ερχόταν ένας βραχνός ρόγχος που άλλοτε δυνάμωνε κι άλλοτε έσβηνε και τον δοκίμαζε σκληρά. Έφτανε έτσι στο τελευταίο στάδιο της αντοχής του μένοντας ακίνητος, ωχρός και με μια αφρισμένη κρούστα σάλιου στα χείλη του. Μια κρίση μετά τον έφερνε σε πλήρη εξάντληση και ερχόταν ο θάνατος.
         Η φήμη όμως που κυκλοφόρησε, έλεγε, πως μετά τη συνοικία των φτωχών ο ιός αποδεκάτιζε και τη συνοικία των πλουσίων. Ο πρώτος που έπεσε νεκρός ήταν ένας μεσήλικας ισχυρός οικονομικός παράγοντας, γνωστός στους υψηλούς κύκλους, που φημιζόταν για τον έκλυτο βίο του και τις παράνομες οικονομικές του δραστηριότητες.
         Και η φήμη αυτή, απλή στην αρχή, άλλαξε στην πορεία από στόμα σε στόμα και πήρε εκφράσεις τρομαχτικές. Μιλούσε για τον αφανισμό της πλούσια τάξης, για την υστερία των ανθρώπων της μετά από τόσους θανάτους και για τη φρίκη και τον παραλογισμό των αρρώστων που μην μπορώντας να αντέξουν να ζουν στην κόλαση της αρρώστιας, λυτρώνονταν με αυτοκτονίες και  ευθανασία. Ελέχθη κι αυτό πως άρρωστοι μιας ομάδας που έμειναν παράλυτοι από τον ιό, θάφτηκαν κατά τη βούλησή τους σχεδόν μισοπεθαμένοι, για να απαλλαγούν από το μαρτύριο του αργού και φριχτού  θανάτου τους όσο το δυνατόν γρηγορότερα.
          Ύστερα απ’ αυτά διαδιδόταν με λόγια βαρύγδουπα, πως οι  αστοί,  οι πλούσιοι και οι έμποροι, έντρομοι μη χάσουν τη ζωή τους και τις απολαύσεις της, συνήλθαν σε σώμα. Οι αντιπρόσωποί τους που θα εκλέγονταν θα ζητούσαν συνάντηση με το δήμαρχο για να του εκθέσουν τις ανησυχίες τους για τον ιό και την αντιμετώπισή του. Όσο για τους φτωχούς, ας νοιάζονταν μόνοι τους για τη ζωή τους.
         Έτσι η καινούρια μέρα βρήκε τους εκπροσώπους της πλούσια τάξης να συζητάνε με το δήμαρχο και το γιατρό τους τα μέτρα αντιμετώπισης του ιού. Ο γιατρός που ήταν άριστος επιδημιολόγος, ήξερε πολλά για την ασθένεια και είχε δει πολλούς θανάτους. Αφού έμεινε για λίγο σιωπηλός, πήρε το λόγο και με την αγωνία στα μάτια, τους είπε:  << Η πείρα μου από τις επιδημίες, μου λέει, πως είναι ανεξέλεγκτες  και ότι χειρότερο για τον  άνθρωπο  και την ιατρική. Περνούν μόνο σαν σκορπίσουν το θάνατο και αφήσουν πίσω  τους μόνο νεκρούς. Γλιτώνουν μόνο όσοι από τους ασθενείς έχουν ατσάλινο οργανισμό και η ψυχή τους είναι  θωρακισμένη στο φόβο και στον πανικό. Οι περισσότεροι τα χάνουν μπροστά σ’ αυτόν το σαρκοβόρο ιό και παραδίδονται. Έτσι δεν υπάρχει έλεος να σωθούν κι ο ένας μεταδίδει τον ιό στον άλλον. Αν θέλετε να γλιτώσετε και να μην προσβληθείτε από το ιό φύγετε! >>
           Ακολούθησε σιγή και όλοι αλληλοκοιτάχτηκαν. Ο γιατρός στράφηκε τότε στο δήμαρχο και του είπε: << Συγκέντρωσε τους ισχυρούς ανθρώπους σου, οικογένεια, φίλους, συγγενείς  και φύγετε!  Θα σε ακολουθήσουν για να σωθούν και σαν Σωτήρα τους θα σε προσκυνήσουν!  Οι άλλοι  μόνοι τους ας νοιαστούν  να σωθούν!>>
            << Αυτό θα κάνω! >> αναφώνησε με μάτια που πέταξαν φωτιές ο πρώτος άρχοντας και αφήνοντάς τους άφωνους, έδειξε με μια έκφραση γέλιου την επιθυμία του να τους εγκαταλείψει και να οργανώσει την αναχώρησή του.         
             Το πρωί κιόλας κλείστηκαν στην εξοχική του έπαυλη. Εκεί λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη ήλπιζαν  πως δε θα τους έβρισκε ο θανατηφόρος ιός. Έτσι πέρασε ένας μήνας να τρώνε, να πίνουν και να διασκεδάζουν αμέριμνοι για τους θανάτους που άφηνε ο ιός στην πόλη.
             Την τριακοστή πρώτη μέρα ο άρχοντας τους κάλεσε για να τους πει: << Τόσες μέρες  εδώ μέσα, φίλοι μου, μας έλειψαν πολλά από τον έξω κόσμο, αλλά βαδίζουμε σταθερά στ’ αχνάρια της ευτυχίας αφού ο θανατηφόρος ιός μας ξέχασε και δεν πρόκειται να μας ξετρυπώσει με τίποτα. Του την σκάσαμε θαρρώ και αυτό το θεωρώ νίκη μας τρανή και περίλαμπρη. Δεν απομένει παρά να γιορτάσουμε μ’ ένα δείπνο το βράδυ για να τον ξορκίσουμε μια και καλή και να δείξουμε πως δεν τον υπολογίζουμε ούτε αυτόν αλλά ούτε και το θανατικό του >>.
           Όταν ήρθε το βράδυ όλα ήταν έτοιμα για το δείπνο. Σαν κάθισαν οι έγκλειστοι στη μεγάλη και πολυτελέστατη αίθουσα ο πρώτος άρχοντας τους παρότρυνε να θαυμάσουν το στολισμό της. Ένας στολισμός με πρωτότυπη διακόσμηση που προκαλούσε τρόμο και φόβο  στα μάτια του θεατή. Ξεκινούσε πρώτα από το ταβάνι. Σε έξι σειρές παράλληλες μεταξύ τους κρέμονταν ισάριθμοι πολυέλαιοι με  δεκάδες ρομβοειδείς κρυστάλλους  που κατέληγαν σ’ ένα σύμπλεγμα πολλών και τερατόμορφων κεφαλών φιδιών που στη θέα τους κοβόταν η ανάσα. Από το κέντρο τώρα του κάθε πολυελαίου ένα κρεμασμένο ερπετό που έμοιαζε περισσότερο με σαύρα σου έδινε την ψευδαίσθηση με τους πολύχρωμους φωτισμούς που εναλλάσσονταν πως μίκραινε και μεγάλωνε.
          Ακριβές και βαριές βελούδινες κουρτίνες  κρέμονταν  στους τοίχους με έντονα το χρώμα του μαύρου και του κόκκινου. Στα μαύρα κουρτινόφυλλα ήταν κεντημένες κόκκινες αράχνες και στα κόκκινα  μικρά μπεζ αστεράκια που περιστρέφονταν γύρω από  κύκλους με άσπρες νεκροκεφαλές.  Στο δάπεδο που ήταν στρωμένο με ακριβό μάρμαρο Άγιαξ μια ζωγραφισμένη χορευτική εικόνα μ’ έναν Κένταυρο και μια γυμνή γυναίκα που στροβιλίζονταν αγκαλιασμένοι πρόσθετε άλλο ένα εξαίσιο θέαμα θαυμασμού αλλά και φοβισμένων συναισθημάτων.
            Όταν οι έγκλειστοι τελείωσαν με την αίθουσα κάθισαν στις θέσεις τους και ο άρχοντας με το μάτι του γκρίζο σαν του αϊτού έδωσε το σύνθημα να σερβιριστούν.  Κι αμέσως  τα τραπέζια γέμισαν φαγητά, πολλά φαγητά νόστιμα και καλομαγειρεμένα. Έτσι δυο ψητά γουρουνόπουλα με πατάτες έκαναν την αρχή σερβιρισμένα σε  μεγάλους ανοξείδωτους δίσκους και μπήκαν στη μέση των τραπεζιών. Ακολούθησαν ύστερα  γεμιστές χήνες και γαλοπούλες με κάστανα και πολλά καρυκεύματα. Ακόμη κοτόπουλα φυσικής βοσκής γαρνιρισμένα με φρούτα θαλάσσης, περιστέρια με σαμπάνια και πολλές ποικιλίες ψαριών μέσα σε  μεγάλες λεκάνες πορσελάνης.
            Στη συνέχεια ήρθαν οι σαλάτες, πολλές σαλάτες και καλοκομμένες, βαλμένες σε διαφανή κρυστάλλινα μπολ, διακοσμημένες  με χοντρολιές πράσινες σε διάφορα σχήματα. Κάποιες από σπαράγγια προξένησαν το θαυμασμό των συνδαιτυμόνων και τις χειροκρότησαν για την περίτεχνη αισθητική τους.
           Σαν έφαγαν σηκώθηκε ο πρώτος άρχοντας και πλησιάζοντας στο μέρος της ορχήστρας, σταμάτησε και τους είπε, με εύθυμο τρόπο: <<  Σε λίγο θ’ ακουστεί ένα όμορφο βαλς και όλοι θα σηκωθείτε να χορέψετε. Πριν όμως ξεκινήσετε  θα αποσυρθείτε στο δωμάτιο της ιματιοθήκης ν’ αντικαταστήστε  τα ρούχα σας, άντρες και γυναίκες μ’ ένα ολόλευκο διάφανο χιτώνα που εύκολα θα βρείτε στα μέτρα σας. Επιστρέφοντας θα βρείτε την ορχήστρα να παίζει, τα φώτα χαμηλωμένα και μένα με  τη γυναίκα μου και σύντροφο της καρδιάς μου να σας περιμένουν. 
         Επέστρεψαν και τα βρήκαν όπως τους είπε. Άρχισαν να χορεύουν και να διαγράφουν αργά - αργά τα πρώτα τους χορευτικά βήματα. Όσο προχωρούσε όμως  η μουσική αντί να χαίρονται και να νιώθουν χαρούμενοι μια ανησυχία τους βασάνιζε και μια παράφορη αγωνία τους έπνιγε για τα μελλούμενα. Έτσι φοβισμένοι δεν έβλεπαν την ώρα και τη στιγμή που θα κάθονταν και θα απαλλάσσονταν από το μαρτύριο του χορού και την τυραννία της σκέψης για το τι γενέσθαι στη συνέχεια.
           Στο λίγο χρόνο που κάθισαν στις θέσεις τους δεν μπορούσαν να απαλλαγούν από τα φανταστικά σχήματα που έβλεπαν να είναι γεμάτοι οι τοίχοι και τα συμπλέγματα από τις σκιές που παρουσιάζονταν και έσβηναν στα ημίφωτα μέρη. Και ενώ οι ψευδαισθήσεις τους έκαναν τη ζωή κόλαση η παρουσία και πάλι του άρχοντα μπροστά τους, τους ανησύχησε πολύ με αυτά που τους είπε: << Η γιορτή του δείπνου θα συνεχιστεί  με τη θεατρική παράσταση από το έργο του Πόε << Η πρόωρη ταφή >>. Η  πρόωρη ταφή, συνέχισε και οι απέθαντοι νεκροί, αυτοί που θάβονται ενώ ακόμη δεν έχουν πεθάνει, είναι το νόημα του έργου. Η ανυπόφορη πίεση των πνευμόνων, οι αναθυμιάσεις της υγρής γης, το άγγιγμα με το σάβανο, η απόλυτη Νύχτα, η σκοτεινιά, η θάλασσα της σιωπής, η αόρατη αλλά αισθητή παρουσία του κατακτητικού σκουληκιού, όλα αυτά κι άλλα πολλά που συμβαίνουν εκείνη τη φριχτή στιγμή θα παρουσιαστούν μπροστά σας  έτσι ωμά που είναι και συμβαίνουν >>
           Ετοιμάστηκε να φύγει. Όμως τα φώτα που έσβησαν και το πυκνό σκοτάδι που απλώθηκε στη σάλα τον έκαναν να σταματήσει και να φωνάξει έξαλλος: << Τι συμβαίνει  τέλος πάντων; Ποιος έσβησε τα φώτα; >>  Και τότε  διέκρινε λίγα μέτρα πιο πέρα στο φως που άφηνε να μπει απ’ το παράθυρο το ολόγιομο φεγγάρι, ένα φριχτό πράγμα να τον πλησιάζει. << Ποιος είσαι εσύ και τι θέλεις στο σπίτι  μου. μεσάνυχτα; >> τον ρώτησε κάτωχρος και το αίμα του πάγωσε στις φλέβες του. << Ο τεχνικός σας, είμαι, δε με γνωρίζετε; Πηγαίνω στον πίνακα να διορθώσω τη βλάβη και να σας δώσω ρεύμα >> του αποκρίθηκε με άρρυθμη προφορά η κακόσαρκη φιγούρα και σταμάτησε. Και τότε ο άρχοντας τον γνώρισε. Ναι, ήτα ο ηλεκτρολόγος του, όμοιος με μούμια, πετσί και κόκαλο, που έτσι να τον έκανες θα σωριαζόταν κάτω. << Πώς έγινες έτσι; Εσύ έλιωσες, τι έχεις; >> τον ρώτησε τρέμοντας  και φάνηκε έτοιμος να λιποθυμήσει.  << Είμαι άρρωστος! >> του ψέλλισε αδύναμα η σιχαμερή φιγούρα και κινήθηκε να τον πλησιάσει. << Έχω τον ιό του θανάτου που μαστίζει την  πόλη και είμαι καταδικασμένος. Σήμερα, αύριο πεθαίνω. Ωστόσο είπα όσο ζω και με κρατάνε τα πόδια μου να σας υπηρετήσω! >> << Μα εσύ έγινες σκιάχτρο, μυρίζεις, είσαι νεκρός ήδη, πώς να με βοηθήσεις; Χάσου από τα μάτια μου φριχτό πτώμα, χάσου! >> του ξεφώνισε ο άρχοντας και σήκωσε το χέρι να τον χτυπήσει. Ένας μπράβος του τον πρόφτασε, του το κατέβασε για να του ψιθυρίσει: << Δεν είναι ώρα για νταηλίκια, άρχοντα, συγκρατήσου >>. Τον άκουσε και στράφηκε στο μίασμα πάλι. << Πώς βρέθηκες εδώ μέσα, βδελυρό μίασμα; Δε μου λες; >>  << Σαν ήρθατε εδώ  να γλιτώσετε από το θανατερό ιό, πήρατε και μένα μαζί! Δεν το θυμόσαστε; Το ξεχάσατε;  Είχα προσβληθεί όμως από τον ιό κι αυτό σας διέφυγε. Έτσι τώρα με τον ιό στο αίμα μου είμαι ανάμεσα σας! >>
         Είπε αυτά τα λόγια, έκανε ένα βήμα και πήγε και στάθηκε στο μέρος που οι αχτίδες του φεγγαριού φώτιζαν πολύ για να τον βλέπουν όλοι. Κι εκεί σιωπηλός, ατάραχος, ήρεμος τους κοιτούσε κατάματα με μίσος, ειρωνεία και οίκτο και τους προκαλούσε με τη δύναμη της υποβολής να γίνουν παθητικοί θεατές της απαίσιας εικόνας του.
          Έτσι άντεξαν να τη δουν χωρίς να λιποθυμήσουν όσοι  είχαν γερά νεύρα. Είδαν το φαλακρό του κεφάλι να σμίγει με το υπόλοιπο σώμα σ’ ένα  αδύνατο λαιμό όμοιο με κομμάτι από λουρί, τα βαθουλωμένα μάτια του χαραγμένα  και ξεσχισμένα από τις φλύκταινες που άφηναν να τρέχει από τις κόγχες στο μυτερό πιγούνι του μια λευκή υγρή και πηχτή κρούστα. Και όλη αυτή η φριχτή μάζα του κεφαλιού να ενώνεται μ’ ένα κορμί πετσί και κόκαλο που μύριζε άσχημα.
          Στη  φριχτή τούτη θέα του άρρωστου σώματος πολλοί έγκλειστοι λιποθύμησαν, άλλοι έβγαλαν κραυγές υστερίας και οι πιο πολλοί σε κατάσταση τρέλας όρμησαν στα παράθυρα και τις πόρτες να βρουν έξοδο και να γλιτώσουν από το θανατηφόρο έκτρωμα. Και το έκτρωμα τούτο λες και ήθελε να τους αποτρελάνει, άρχισε να κινείται καταπάνω τους, αφήνοντας στα χείλη του να διαγράφεται εκείνο το απαίσιο χαμόγελο που έχουν οι νεκροί.
           Και τότε όλη εκείνη η ανθρώπινη μάζα έγινε μια καυτή λάβα ηφαιστείου που άρχισε να ξεχύνεται από τις πόρτες και τα παράθυρα σαν ένα κόκκινο ποτάμι φωτιάς που κατάκαιγε ό,τι εύρισκε μπροστά της ανελέητα. Οι περισσότεροι παραφρόνησαν και οι λίγοι που έδειξαν μια μικρή ψυχραιμία και κοίταξαν πίσω, στη θέα της εικόνας της κόλασης που είδαν, έπεσαν νεκροί.
          ellinikoxronografima.blogspot.gr

ΜΕΣΣΗΝΙΑΚΑ ΝΕΑ και ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Αρχειοθήκη ιστολογίου