Ήταν κοινό μυστικό, στο ορεινό χωριό της Κρήτης, πως ο νεαρός Γιώργος Μ. ήταν ερωτευμένος με την δασκάλα του χωριού.
Στην αρχή το φλερτ του ήταν διακριτικό αλλά στη συνέχεια άρχισε να γίνεται πιεστικός.
Η Ευαγγελία Π. προσπαθούσε, με κάθε τρόπο, να τον κάνει να καταλάβει πως δεν ενδιαφέρεται αλλά εκείνος επέμενε λέγοντάς της πως έχει καλό σκοπό και θέλει να την παντρευτεί. Ο Γιώργος, για μεγάλο χρονικό διάστημα, έστελνε τη μια ερωτική επιστολή μετά την άλλη στην Ευαγγελία και δεν δεχόταν το «όχι» ως απάντηση στις προτάσεις του.
Η νεαρή δασκάλα όταν κατάλαβε ότι ο Γιώργος δεν επρόκειτο να σταματήσει την πολιορκία ζήτησε την βοήθεια του παπά του χωριού. Ο παπάς συνάντησε το Γιώργο και του συνέστησε να μην ενοχλεί την Ευαγγελία κι εκείνος τον διαβεβαίωσε ότι θα σταματούσε αφού καταλάβαινε πως δεν έβρισκε ανταπόκριση στον έρωτά του.
Όπως, όμως, αποδείχθηκε στη συνέχεια, ο έρωτας του Γιώργου για την Ευαγγελία ήταν κάτι που τον ξεπερνούσε. Λίγες ημέρες μετά την συνάντηση με τον ιερέα του χωριού, ο Γιώργος μπήκε κρυφά στο σχολείο και άφησε πάνω στην έδρα της Ευαγγελία τον «Ερωτόκριτο» του Κρητικού ποιητή Βιτσέντζου Κορνάρου και μαζί μια επιστολή με την υπογραφή του στην οποία έλεγε: «Να το διαβάσεις για να μάθεις πως αγαπούν». Τον Μάιο του 1955, ο Γιώργος αποφάσισε να πάρει δραστικά μέτρα για φέρει κοντά του την αγαπημένη του ακολουθώντας μια μέθοδο που ήταν πολύ διαδεδομένη εκείνα τα χρόνια.
Έτσι, με την βοήθεια τριών φίλων του της έστησε καρτέρι και την απήγαγε. Όταν βρέθηκαν μόνοι οι δυο τους η Ευαγγελία του εξήγησε, για μια ακόμη φορά, πως δεν υπήρχε καμία περίπτωση να μείνει κοντά του γιατί δεν ήταν ερωτευμένη μαζί του. Ο Γιώργος, όμως, ήταν αποφασισμένος να πει ο ίδιος την τελευταία λέξη. Της επιτέθηκε και επιχείρησε να τη βιάσει καθώς γνώριζε πως, εκείνη την περίοδο, πολλές κοπέλες υποχρεώνονταν με αυτόν τον τρόπο σε γάμους που δεν επιθυμούσαν.
Η Ευαγγελία αντέδρασε και κατάφερε να ξεφύγει από τα χέρια του νεαρού άνδρα χωρίς, ωστόσο, εκείνος να καταφέρει να ολοκληρώσει αυτό που είχε στο μυαλό του.
Η Ευαγγελία προσέφυγε στις αρχές όπου κατήγγειλε τον Γιώργο για την απαγωγή της και για απόπειρα βιασμού. Μάλιστα, η νεαρή δασκάλα υπέδειξε και τους τρεις άνδρες που τον βοήθησαν να την απαγάγει.
Λίγους μήνες αργότερα, ο Γιώργος και οι φίλοι του κάθισαν στο εδώλιο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρεθύμνου. Η Ευαγγελία ήταν η πρώτη μάρτυρας που ανέβηκε στο βήμα και περιέγραψε την περιπέτεια που έζησε στα χέρια του νεαρού και των φίλων του.
Η γυναίκα ξεκαθάρισε στο δικαστήριο πως ουδέποτε συμπάθησε τον κατηγορούμενο ο οποίος, όπως είπε, την παρενοχλούσε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Η Ευαγγελία εξήγησε, μάλιστα, πως τον τελευταίο καιρό είχε αρχίσει να τον φοβάται και για το λόγο αυτό προσπάθησε να κάνει ότι μπορούσε για να τον αποφεύγει.
«Ζήτησα ακόμη και μετάθεση σε σχολείο γειτονικού χωριού όπου υπήρχε χωροφυλακή για να με προστατεύει» είπε. Όταν ρωτήθηκε δε από τον πρόεδρο του δικαστηρίου αν, μετά από όσα συνέβησαν, ήταν διατεθειμένη να παντρευτεί τον κατηγορούμενο εκείνη απάντησε κατηγορηματικά «όχι».
Τους ισχυρισμούς της δασκάλας επιβεβαίωσαν, στο δικαστήριο, φίλοι, συγγενείς αλλά και ο ιερέας του χωριού ο οποίος είχε παίξει τον ρόλο του μεσολαβητή για να βρεθεί μία λύση στο πρόβλημα που είχε δημιουργηθεί.
Από την πλευρά τους, οι μάρτυρες υπεράσπισης ισχυρίστηκαν πως η δασκάλα έτρεφε τρυφερά αισθήματα για τον κατηγορούμενο και ότι ήθελε να τον παντρευτεί. Ωστόσο, όπως τόνισαν, αντιδρούσαν οι συγγενείς της και για το λόγο αυτό σκηνοθετήθηκε η απαγωγή. Για σκηνοθετημένη απαγωγή έκαναν λόγο και οι κατηγορούμενοι στις απολογίες τους.
Τελικά, το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ρεθύμνου έκρινε ένοχο τον Γιώργο Μ. και τον καταδίκασε σε κάθειρξη 10 ετών. Στους τρεις φίλους του, που καταδικάστηκαν για συνέργεια στην βίαιη απαγωγή, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 4,5 ετών.