Η πρώτη εβδομάδα της Παγκόσμιας Διάσκεψης του ΟΗΕ για
το Κλίμα ολοκληρώθηκε, με τους διαδηλωτές στους δρόμους να φωνάζουν
«Τέλος στην κλιματική αλλαγή». Πόσο αφορούν όμως όλα αυτά τα θέματα την
Ελλάδα;
Η τήρηση της Συμφωνίας των Παρισίων «είναι θέμα επιβίωσης»
Στην Παγκόσμια Διάσκεψη συμμετέχουν εκπρόσωποι από 197 χώρες. Η Ελλάδα είναι επίσης παρούσα, μιας και είναι ένα από τα συμβαλλόμενα κράτη-μέλη της Σύμβασης-Πλαισίου του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή (UNFCCC) και έχει επίσης κυρώσει την τελευταία κατά σειρά Συμφωνία του Παρισιού για το Κλίμα. Όπως ανέφερε σε συνέντευξή του στη DW o Τάκης Γρηγορίου, υπεύθυνος για θέματα ενέργειας και κλιματικής αλλαγής στο ελληνικό γραφείο της Greenpeace, «η Συμφωνία του Παρισιού είναι η τελευταία συλλογική προσπάθεια της ανθρωπότητας να αποτραπεί το κλιματικό χάος. Η επιστήμη μας λέει ότι αν δεν καταφέρουμε να συγκρατήσουμε την άνοδο της πλανητικής θερμοκρασίας σους 1,5 με 2 βαθμούς, είναι πολύ πιθανό να μπουν σε λειτουργία μηχανισμοί του κλιματικού συστήματος, που θα επιφέρουν μεγαλύτερη αύξηση της θερμοκρασίας της χωρίς να μπορούμε να αποτρέψουμε αυτή τη διαδικασία. Αυτό μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε εξαφάνιση της ζωής πάνω στη γη σε κάποιους αιώνες. Είναι ζήτημα επιβίωσης αν θα καταφέρουμε να κρατήσουμε την άνοδο της θερμοκρασίας ει δυνατόν στον 1,5 βαθμούς Κελσίου, σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα».
Εντούτοις, όπως αναφέρει ο ίδιος σχετικά με τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει μετά το Παρίσι τα κράτη του ΟΗΕ, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, πρόκειται για «χλιαρές δεσμεύσεις σε πολιτικό και επικοινωνιακό επίπεδο, οι οποίες είναι στην πράξη εκτός κλιματικής πραγματικότητας. Κι αυτό διότι εάν μείνουμε σε αυτό το επίπεδο των μέχρι τώρα δεσμεύσεων, η θερμοκρασία μπορεί να ανέβει εν τέλει ακόμη και κατά 3 βαθμούς».
Η Ελλάδα, ο λιγνίτης και η KfW
Βασικός υπαίτιος για την υπερθέρμανση του πλανήτη είναι ο άνθρακας και γενικότερα τα ορυκτά καύσιμα, όπως ο λιγνίτης και το φυσικό αέριο –τα οποία κατά κόρον χρησιμοποιούνται στην Ελλάδα ως βασικές πηγές ηλεκτρικής ενέργειας. ΟΤάκης Γρηγορίου τόνισε στο μικρόφωνο της DW πως μέχρι σήμερα η Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι έχει κάνει κάποια θετικά βήματα στον τομέα της ενεργειακής πολιτικής, αυτά δεν είναι επαρκή.« Οι ελληνικές κυβερνήσεις αρνούνται συστηματικά και πεισματικά να αφήσουν τον λιγνίτη», λέει χαρακτηριστικά, αναφερόμενος επίσης στη νέα λιγνιτική μονάδα που κατασκευάζεται στην Πτολεμαΐδα, η οποία θα τεθεί σε λειτουργία 2021 και σχεδιάζεται να συνεχίσει να λειτουργεί και μετά τα μέσα του αιώνα. «Η παραγωγή όμως ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη, πέρα από επιβλαβής, είναι παρωχημένη τεχνολογικά αλλά και οικονομικά ασύμφορη.» Η νέα αυτή μονάδα αυτή χρηματοδοτείται μάλιστα από επιδοτήσεις. Όπως διευκρινίζει ο Τ. Γρηγορίου: «ο λιγνίτης ούτως ή άλλως επιδοτείται στην Ελλάδα με έμμεσους τρόπους (π.χ. δωρεάν αξιοποίηση λιγνιτικών κοιτασμάτων και υδάτινων πόρων από τη ΔΕΗ). Ακόμα κι έτσι όμως η Πτολεμαΐδα 5 θα είναι ασύμφορη, για αυτό και η ελληνική κυβέρνηση πιέζει τώρα την ΕΕ να επιτραπεί η (επιπλέον) επιδότηση λιγνιτικών μονάδων, μέσω των γνωστών μηχανισμών πληρωμής ισχύος (capacity payments). Η ΕΕ προς το παρόν σχεδιάζει να εξαιρεθεί ο άνθρακας από τέτοιου είδους επιδοτήσεις. Η Ελλάδα και μια-δυο χώρες ακόμα πιέζουν ώστε να επιτραπεί. Τέτοιου είδους επιδοτήσει σχεδιάζει να επιβάλλει και ο Τραμπ για τον άνθρακα στις ΗΠΑ και δέχεται μάλιστα κριτική από τις ίδιες τις ενεργειακές εταιρίες».
Ειδικότερα για την περίπτωση της νέας λιγνιτικής μονάδας στην Ελλάδα, ενδιαφέρον επίσης προκαλεί το γεγονός ότι τα μισά χρήματα προέρχονται από τη Γερμανία», αναφέρει ο Τάκης Γρηγορίου. «Η Γερμανική Τράπεζα Επενδύσεων KfW, βάσει διακρατικής συμφωνίας για αναπτυξιακή βοήθεια, έχει χορηγήσει δάνειο πάνω από 700 εκατομ. ευρώ στη ΔΕΗ. Ως αντάλλαγμα ο εξοπλισμός της μονάδας θα αγοραστεί από τη Γερμανία. Αυτό από μόνο του αποτελεί σκάνδαλο», αναφέρει χαρακτηριστικά ο ίδιος, συμπληρώνοντας μάλιστα ότι η ίδια η Γερμανία έχει σταματήσει να χρηματοδοτεί η ίδια αντίστοιχες μονάδες στο εσωτερικό της, στο πλαίσιο της γερμανικής πολιτικής ατζέντας για την ενεργειακή μετάβαση. «Ωστόσο δεν έχει κανένα πρόβλημα να χρηματοδοτήσει αντίστοιχες μονάδες σε τρίτες χώρες, όπως η Ελλάδα, διασφαλίζοντας έτσι και τις χαμένες θέσεις εργασίας στη Γερμανία στον κλάδο αυτό».
Η κλιματική αλλαγή μας αφορά όλους άμεσα
H Eλλάδα είναι μια χώρα με τεράστια ακτογραμμή και συνεπώς κινδυνεύει άμεσα στο μέλλον από τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής
Για
τον Έλληνα ακτιβιστή, είναι επίσης λανθασμένη η πολιτική επιλογή της
Ελλάδας να εστιάζει μέχρι σήμερα στον λιγνίτη, όπως επίσης να θέτει ως
στρατηγικό στόχο μελλοντικής ενεργειακής πολιτικής την εξόρυξη
υδρογονανθράκων –που επίσης σχετίζονται με τις αρνητικές συνέπειες της
κλιματικής αλλαγής- ενώ θα μπορούσε να αξιοποιήσει τις ανανεώσιμες
πηγές. «Για μας κλιματική πολιτική σήμερα σημαίνει 100% ανανεώσιμες
πηγές ενέργειας στην ηλεκτροπαραγωγή μέχρι το 2030 και κλείσιμο όλων των
μονάδων λιγνίτη μέχρι το 2030. Και προφανώς να ακυρωθεί η κατασκευή
νέων λιγνιτικών μονάδων, ειδικότερα στην Ελλάδα». Ο ίδιος υπογραμμίζει
μάλιστα ότι οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα βάσει
μελετών (πχ της ΔΙΑΝΕΟΗΣΙΣ) αναμένεται να γίνουν ακόμη πιο εμφανείς τα
επόμενα χρόνια, ιδίως στις παραθαλάσσιες πόλεις όπως η Θεσσαλονίκη αλλά
και τα νησιά, όπως την Κρήτη.Η άνοδος της στάθμης της θάλασσας εξαιτίας της υπερθέρμανσης του πλανήτη δεν είναι έτσι απλώς ένα θεωρητικό σενάριο για την Ελλάδα αλλά μια αναπότρεπτη κατάσταση και μάλιστα με μαθηματική ακρίβεια εάν δεν ληφθούν άμεσα τα απαραίτητα μέτρα. Τέλος, ο ίδιος κλείνοντας θίγει και μια άλλη διάσταση της κλιματικής αλλαγής: την παγκοσμιότητα των συνεπειών της. Η καύση ορυκτών καυσίμων και συνεπώς η αυξημένη παραγωγή CO2 στους ελληνικούς σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής πχ. στην Πτολεμαΐδα, έχει ευρύτερες συνέπειες για το παγκόσμιο κλίμα. Η κλιματική αλλαγή δεν έχει σύνορα, το ίδιο και η ρύπανση. Δεν θα πρέπει λοιπόν να μας εκπλήσσει, λέει χαρακτηριστικά, αν για παράδειγμα κάτοικοι των νησιών Φίτζι, που βιώνουν άμεσα πια στην καθημερινότητά τους τις συνέπειες τις κλιματικής αλλαγής αποφασίσουν να εγείρουν αξιώσεις σε διεθνές επίπεδο ακόμη και σε βάρος της Ελλάδας, μιας και είναι μια από τις χώρες εκείνες που ρυπαίνουν την ατμόσφαιρα επιταχύνοντας την κλιματική αλλαγή εξαιτίας της μακρόχρονης και εκτεταμένης καύσης ορυκτών καυσίμων.
Δήμητρα Κυρανούδη