Με αυστηρές κυρώσεις κινδυνεύουν οι έμποροι εάν δεν
αναγράφουν διπλές τιμές στα προϊόντα προσφοράς αλλά καταφεύγουν στην
χρήση γενικευμένου ποσοστού μείωσης.
Αυτό επισημαίνει η Ελληνική
Συνομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας σε εγκύκλιό της προς τα
μέλη της, με συμβουλές ενόψει της λειτουργίας των καταστημάτων στο
πλαίσιο της εορταστικής περιόδου για στο Πάσχα.
Όπως σημειώνει η ΕΣΕΕ, ενημερώθηκε από τη γενική γραμματεία
Εμπορίου, μετά από σχετικούς ελέγχους, ότι «πολλοί επιχειρηματίες, στην
προσπάθειά τους να αποφύγουν τον σχετικό φόρτο εργασίας, δεν αναγράφουν
διπλές τιμές, αλλά μόνο το ποσοστό της προσφοράς. Αυτή η πρακτική, όσο
και αν γίνεται καλοπροαίρετα, παραβιάζει το νόμο και επισύρει αυστηρές
κυρώσεις».
Προσφορές
Μεγάλη προσοχή, όπως σημειώνει η ΕΣΕΕ, πρέπει να δείξουν οι
έμποροι, που θα προχωρήσουν σε προσφορές αυτές τις μέρες. Σύμφωνα με το
ισχύον πλαίσιο της παρ. 2 άρθρου 2 της υπουργικής aπόφασης
56885/10-11-2014, «κατά τη διενέργεια των προσφορών θα πρέπει να
αναγράφονται ευκρινώς η παλαιά και η νέα μειωμένη τιμή των προϊόντων και
προαιρετικά το ποσοστό της μείωσης σε εμφανή σημεία του καταστήματος
και οπωσδήποτε στα σημεία που πωλούνται τα προσφερόμενα προϊόντα. Σε
κάθε περίπτωση, δεν επιτρέπεται η προσφορά ειδών των οποίων η ποσότητα
υπερβαίνει το πενήντα (50%) του συνόλου των ειδών που διαθέτει το
κατάστημα».
Η ΕΣΕΕ αναφέρει ότι ενημερώθηκε από την γενική γραμματεία
Εμπορίου, πως «σε ελέγχους που πραγματοποιήθηκαν πρόσφατα διαπιστώθηκε
ότι πολλοί επιχειρηματίες, στην προσπάθειά τους να αποφύγουν τον σχετικό
φόρτο εργασίας, δεν αναγράφουν στα προϊόντα που προσφέρουν διπλές
τιμές, αλλά καταφεύγουν στην χρήση γενικευμένου ποσοστού μείωσης. Δεν
χρειάζεται να τονίσουμε ότι αυτή η πρακτική, όσο και αν γίνεται
καλοπροαίρετα, παραβιάζει το νόμο και επισύρει αυστηρές κυρώσεις,
θεωρούμε δε ότι αυτήν την εποχή της κρίσης είναι εντελώς αχρείαστο να
επιβάλλονται αχρείαστα πρόστιμα που μπορεί να πλήξουν την βιωσιμότητα
της επιχείρησης. Μέχρι στιγμής, οι ελεγκτικές αρχές της γενικής
γραμματείας Εμπορίου, αντιλαμβανόμενες ότι δεν υπάρχει κανείς δόλος
εξαπάτησης του καταναλωτή, έχουν προχωρήσει μόνο σε απλές συστάσεις,
ωστόσο αυτό δεν θα ισχύει για πάντα. Επιβάλλεται λοιπόν προσοχή από
τους εμπόρους που θα πραγματοποιήσουν προσφορές ενόψει του Πάσχα, ώστε
να αναγράφουν πρώτα απ' όλα την παλιά και νέα τιμή των προσφερόμενων
προϊόντων και κατόπιν, εάν το επιθυμούν, ποσοστό μείωσης».
Καταβολή δώρου Πάσχα
Το Πάσχα, οι εργοδότες έμποροι υποχρεούνται και στην
καταβολή του σχετικού Δώρου προς τους εργαζομένους και τους υπαλλήλους
τους. Αυτή η υποχρέωση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με μια πολύ
συγκεκριμένη και περιορισμένη χρονική περίοδο, και η πληρωμή του Δώρου
εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος απορρέει από την ισχύουσα νομοθεσία
και σε καμία περίπτωση δεν εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του κάθε
εργοδότη. Σύμφωνα με τις διατάξεις της ΚΥΑ 19040/1981, που εκδόθηκε σε
εκτέλεση του άρθρου 1 ν. 1082/1980, καθορίζεται πάγιο σύστημα
υπολογισμού του Δώρου Πάσχα, σύμφωνα με το οποίο:
Προϋπόθεση καταβολής του Δώρου είναι η ύπαρξη απασχολήσεως (εργασιακής σχέσεως) του μισθωτού από την αρχή του έτους.
Βάση υπολογισμού του δώρου αποτελούν οι καταβαλλόμενες
αποδοχές της 15ης ημέρας πριν από το Πάσχα. Για τους μισθωτούς των
οποίων η σχέση εργασίας λύθηκε προ της 15ης ημέρας πριν από το Πάσχα,
λαμβάνονται υπόψη οι αποδοχές της ημέρας λύσεως της σχέσεως.
Η καταβολή του Δώρου γίνεται μέχρι τη Μεγάλη Τετάρτη,
4 Απριλίου 2018. Δεν επιτρέπεται η καταβολή του Δώρου σε είδος αλλά
μόνο σε χρήμα.
Για την καθυστέρηση καταβολής του Δώρου Πάσχα, το οποίο
θεωρείται τακτική αποδοχή, επισύρονται οι ποινικές κυρώσεις του ΑΝ
690/1945, οι οποίες ισχύουν για κάθε περίπτωση μη καταβολής τακτικών
αποδοχών.
Συγκεκριμένα, κάθε εργοδότης που δεν καταβάλλει εμπρόθεσμα
στους απασχολούμενους σε αυτόν τις οφειλόμενες αποδοχές, τιμωρείται
κατόπιν μηνύσεως των υπαλλήλων ή της Επιθεώρησης Εργασίας ή της
Αστυνομικής Αρχής ή της επαγγελματικής οργάνωσης των εργαζομένων. Οι
κυρώσεις προβλέπουν φυλάκιση μέχρι 6 μήνες και χρηματική ποινή, της
οποίας το ύψος δεν μπορεί να ορίζεται κάτω του 25% ούτε πάνω του 50% του
καθυστερούμενου χρηματικού ποσού. «Να επισημανθεί δε, ότι ισχύει η
αυτόφωρη διαδικασία, αλλά ελπίζουμε ότι δεν θα χρειαστεί να εφαρμοστεί,
σε κανένα έμπορο» αναφέρει η ΕΣΕΕ στην εγκύκλιό της.