Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Δώθε κατά τα χωριά του Νότου
πολλοί ήταν οι σπουδαγμένοι.
Έτσι με το πτυχίο στο χέρι ένιωθαν δυνατοί, εξασφάλιζαν τον
άρτο τον επιούσιο και ξεχώριζαν μέσα
στο πλήθος.
Γι’ αυτό αποφάσισα κι εγώ
να τελειώσω τη Σχολή και
να είμαι πεφωτισμένος αστέρας
και διαλεχτός στην κοινωνία
που θα ζούσα. Εξάλλου μου το
είχε πει κοφτά και ο γεννήτοράς μου στην κουβέντα μας που
κάναμε σχετικά με τα γράμματα: << Εγώ.
γιε μου, πλούτη δεν έχω για να σου δώσω.
Αγαπάς τα βιβλία σου; έχει καλώς! Δεν τ’
αγαπάς; τότε κλάψε με την τύχη σου!
Το πολύ - πολύ να σε στείλω στο θείο σου
στην Αθήνα να σε πάρει στο μαγαζί του
και να πουλάτε μαζί τα είδη της μπακαλικής!
Τι άλλο να σου προσφέρω; >>
Αποφάσισα πως είχε δίκιο και βρέθηκα
ένα μουχρωμένο πρωί στην αγκαλιά του
να τον αποχαιρετώ.
--- Στο καλό! μου είπε με το
μάτι του να λάμπει.
--- Ναι, πατέρα!
--- Πρόσεξε μη σε μπλέξουν τίποτα
βυζούδες! Το νου σου στα βιβλία εσύ και τίποτ’ άλλο!
--- Γι’ αυτά δεν πάω;
--- Γι’ αυτά πας αλλά που ξέρεις καμιά φορά, αλλάζει
η ρότα του ανθρώπου!
Ξεκόλλησα από την αγκαλιά
του, του έκανα νεύμα να μην
ανησυχεί και χωρίσαμε.
Τους δυο πρώτους μήνες τα
βρήκα μπαστούνια και δυσκολεύτηκα. Χασμουριόμουν, δεν πρόσεχα στα μαθήματα,
ήμουν αφηρημένος και κοίταζα συνέχεια
έξω από τα παράθυρα τα βουνά της Τρίπολης.
Σιγά - σιγά όμως μπήκα στο πνεύμα της Σχολής
και περνούσα ευχάριστα με ότι έβλεπα
και άκουγα. Σ’ αυτό βοήθησε και ο καθηγητής
της Μουσικής, ένας πρώην χωροφύλακας
που ήταν αστείος και μας έκανε να ξεχνάμε
τα εφήμερα και τα καθημερινά.
Αυστηρός,
έμπαινε στην τάξη ψέλνοντας
το τιρερέμ και με τα παντελόνια
του πεσμένα, μας έλεγε σαν
έπιανε θέση στην έδρα:
--- Ήρθα!
Αλλά γιατί ήρθα; Για να σας ψήσω το ψάρι
στα χείλη όπως μου το ψήνετε όλη μέρα
κι εσείς!
Άνοιγε
τον κατάλογο, διάβαζε το όνομα του σπουδαστή
και του έλεγε:
--- Για
ζύγωσε, αυριανέ μου δάσκαλε, κοντά στο
πιάνο να δούμε το έμαθες το τροπάρι;
Πλησίαζε
αυτός, καθόταν, ετοιμαζόταν να αγγίξει
τα πλήκτρα με τα δάχτυλα και περίμενε.
--- Το τροπάρι
της Κασσιανής θέλω! Παίξε και
ψάλλε!
Έπαιζε. Νη
Πα Πα Πα Πα Πα Πα…
Τον σταματούσε,
του φώναζε:
--- Όχι,
όλο Πα, χριστιανέ μου! Έχει κι άλλες νότες
γιατί δεν τις παίζεις;
--- Δεν
τις ξέρω!
--- Καλά!
Άμα γίνεις Μπαχ έλα τον
Ιούνιο να τις παίξεις! Ως τότε πάρε
το τεσσάρι σου και κάθισε!
Κάποια
φορά βρέθηκα εγώ στο πιάνο. Παίξε μου
λέει: << Το τριλαμπές της μιας Θεότητος,
ευσεβώς υμνήσωμεν βοώντες… >>
Τα μπέρδεψα
μου έβγαινε τσάμικο και όχι τροπάριο.
Μου έριξε μια σβουριστή ο μουσικός και
με κόλλησε πάνω στο πιάνο.
--- Πολύ
ξεχασιάρης είσαι! μου φώναξε. Τσακίσου
και σε τακτοποιώ και σε σένα τον Ιούνιο!
--- Δεν
είναι γραμμές σώματος, κόκκινα
χείλη να τις αγγίξω τις
νότες του είπα και έφυγα
από την πόρτα. Διόλου δε μου
δίνουν έξαψη ερωτισμού οι
νότες σου! συμπλήρωσα, τρέχοντας
στο διάδρομο οδεύοντας για το προαύλιο.
Ο
μουσικός ήταν σκληρό καρύδι,
έκατσε κι έγραψε στο γεννήτορά
μου γράμμα πικρό: << Αγαπητέ
μου, ησυχία δεν έχομε με τον άτακτο και
σκράπα υιό σας όστις φοιτών εν τη ημετέρα
Παιδαγωγική Σχολή ουδέν μανθάνει και
ουδέν κατανοεί. Πολλάκις λιποτακτεί και
περιφέρεται σαν αδέσποτος κύων στους
δρόμους και τας ρίμας της πόλης. Μήτε
μείζον μήτ’ έλατον κινδυνεύει να καταστραφεί
επιλέγων το κακόν σαν το μόνιμο σύντροφο
της ζωής του. Προσφάτως δημιούργησε εισέτι
εν επεισόδιο εις την αίθουσα της μουσικής
ενώ εξεταζόταν, πράγμα που μας ενέβαλε
όλους ημάς τους εκπαιδευτές του σε μαύρες
σκέψεις για τη διανοητική του υγεία.
Νυνί παρουσιαστείτε επειγόντως παρ’
ημίν ίνα συζητήσωμεν περί της διαγωγής
αυτού πριν απομακρυνθεί από το Πνευματικό
Ίδρυμα πάραυτα και βιαίως. >>
Το Σαββατοκύριακο
στο χωριό με περίλαβε ο
γεννήτορας κι άρχισε να μου
τα ψέλνει:
--- Κι εγώ βρε παιδάκι μου που πίστευα πως είσαι
μεγάλο μυαλό πώς τα κατάφερες και τα ‘κανες
έτσι; Άλλα μου έλεγες σαν έφευγες κι άλλα
μου παρουσιάζεις τώρα. Όταν πήρα το γράμμα
από τον καθηγητή σου και διάβασα τα κατορθώματά
σου, πήγε να μου στρίψει. Και σε ρωτώ. Τι
σου χρωστάω να με ντροπιάζεις; Είναι πράματα
αυτά; Δε σε αποπαίρνω αλλά θέλω να συνέλθεις.
Άφησε τις εξυπνάδες και κοίταξε τα μαθήματά
σου αν θες να μην το πάθεις σαν το πρόβατο
που ξέκοψε από το κοπάδι και το ‘φαγε
ο λύκος! Δεν έχω να σου πω τίποτα άλλο.
Σκέψου και πράξε το καλό…
Έγινε για λίγο
σιωπή και μετά του είπα
για να δικαιολογηθώ:
--- Δεν είναι
έτσι τα πράγματα, πατέρα…
--- Δεν είναι; Και
πώς είναι;
--- Τα παραλέει
ο καθηγητής.
--- Μα το υπογράφει
και ο διευθυντής!
--- Ναι, αλλά τα
παραλένε και οι δυο!
--- Εντάξει, ας
το δεχτώ! Αλλά κι εσύ γιατί πας αδιάβαστος;
--- Δεν πάω αδιάβαστος!
--- Τότε;
--- Φταίει όλο το
εκπαιδευτικό σύστημα.
Με κοίταξε με
μισό μάτι και μου είπε σε
τόνο αυστηρό:
--- Να τ’ αφήσεις τα περί συστημάτων και να κοιτάξεις
να γίνεις καλός σπουδαστής. Τα νταηλίκια
να τα ξεχάσεις!
Χωρίσαμε χωρίς
να πούμε τίποτ’ άλλο. Την άλλη
μέρα έφυγα πάλι για την
Τρίπολη.
Φοιτούσα
ανελλιπώς αλλά ένιωθα ανία. Η
διδασκαλία άνευρη, η γνώση ένας σβώλος χώμα, οι ανθρώπινες σχέσεις
ένα κουρέλι σκισμένο. Αλλαγή δε φαινόταν
κι ένας γυμναστής που ήρθε και νομίσαμε
πως θα την έφερνε, έφερε το χαλασμό. Μας
ξεκατίνιαζε στις ασκήσεις και στο τροχάδην
και μετά στο υπόστεγο μας έκανε μάθημα
γλωσσολογίας και πατριωτισμού.
--- Επικάρδιον εστί υμήν που επενδύει την
καρδίαν…έτσι πρέπει να μιλάτε και να
ξεχάσετε όλες αυτές τις λέξεις που σας
κάνουν Ασιάτες, όπως κύρτωση, επίκαμψη,
σβέρκος, πόδια και να τις λέτε με το
αρχαιοελληνικό τους όνομα: κύρτωσις,
επίκαμψις, τράχηλος και κάτω άκρα!
Και
για να γίνει πιστευτός, ανέφερε
το λαϊκό που θέλει μια πυργούσαινα
να ερωτά μιαν αρρεβωνιασμένη:
--- Πότε
θα παντρευτείς;
--- Την Τσυριατσή!
--- Τσ’
εώ την άλλη Τσυριατσή!
--- Τσ’ ίντα θα σφάξεις;
--- Βουίν.
---
Βουίν, τσ’ εώ, βουίν τσ’ εσύ;
Έτσι
θέλετε να μιλάτε;
Στο πτυχίο ο μουσικός με
πέρασε με πέντε, ο γυμναστής το ίδιο και
η καθηγήτρια των οικοκυρικών μ’ έστειλε
για το Σεπτέμβρη. Η εξέταση ήταν προφορική
και όταν πληροφορήθηκε από τα χείλη μου
πως ο γεννήτοράς μου ήταν μάγειρας, μου
έδωσε μπόνους και πέρασα! Έτσι πήρα το
πτυχίο μου, έγινα σπουδαγμένος, βγάζω
τον επιούσιο και ξεχωρίζω μέσα στο πλήθος
δώθε κατά τα χωριά του Νότου.