Aκόμη και το τυποποιημένο ελαιόλαδο, που πωλείται στις
αλυσίδες σούπερ μάρκετ, διατίθεται σε αρκετά χαμηλότερη τιμή από τα
αντίστοιχα ιταλικά προϊόντα.
Ακόμη
και παραδοσιακές αγορές, όπως αυτή του Καναδά, όπου υπάρχουν μεγάλες
κοινότητες Ελλήνων ομογενών, χάνει το ελληνικό ελαιόλαδο. Αιτία, η
απουσία εμφιάλωσης και τυποποίησης ή ο περιορισμένος βαθμός αυτής,
γεγονός που έχει ως συνέπεια αφενός τις εξαγωγές χαμηλής προστιθέμενης
αξίας και αφετέρου την απώλεια μεριδίων από άλλες ανερχόμενες δυνάμεις
του κλάδου, όπως είναι για παράδειγμα η Τυνησία. Και μπορεί την ίδια ώρα
να ανοίγονται νέες αγορές για το ελληνικό ελαιόλαδο, όπως είναι αυτή
της Νότιας Κορέας και της Ινδίας, όμως θεωρείται βέβαιο ότι σταδιακά θα
χαθούν και αυτές, εάν συνεχιστεί η ίδια πρακτική.
Οσα αναφέρει σε πρόσφατη έκθεσή του το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων (Γραφείο ΟΕΥ) του γενικού προξενείου της Ελλάδας στο Τορόντο είναι εξόχως αποκαλυπτικά και συνάμα απογοητευτικά.
Στην αγορά του Τορόντο κυκλοφορούν πολλές μάρκες ελληνικού ελαιολάδου, τόσο συμβατικού όσο και οργανικού, σε αλυσίδες σούπερ μάρκετ, στα καταστήματα με ελληνικά προϊόντα της ελληνικής ομογένειας και στα καταστήματα τροφίμων ντελικατέσεν. Παρατηρείται, επίσης, ελαιόλαδο να είναι παραγωγής ελληνοκαναδικής εισαγωγικής εταιρείας, είτε από ιδιόκτητο ελαιώνα είτε από συνεργασία με Ελληνα παραγωγό, συσκευαζόμενο στον Καναδά και με την ετικέτα της εταιρείας. Μέχρι εδώ καλά, θα πει κάποιος. Ωστόσο, όπως επισημαίνεται στην έκθεση, στον Καναδά, λόγω της μεγάλης ελληνικής ομογένειας, διενεργούνται και εισαγωγές ελαιολάδου σε ανώνυμες μεγάλες συσκευασίες. Επίσης, γίνονται εισαγωγές σε τενεκέ με τη δυνατότητα της δωρεάν παράδοσης κατ’ οίκον (με προκαταβολή του ποσού αγοράς). Με άλλα λόγια, ακολουθείται η συνήθης και στην Ελλάδα πρακτική της διακίνησης χύμα ελαιολάδου.
Αξίζει να σημειωθεί, όμως, ότι ακόμη και το τυποποιημένο ελαιόλαδο, που πωλείται στις αλυσίδες σούπερ μάρκετ, διατίθεται σε αρκετά χαμηλότερη τιμή από τα αντίστοιχα ιταλικά προϊόντα. Συγκεκριμένα, ο μέσος όρος τιμής λιανικής πώλησης του ελληνικού ελαιολάδου είναι 15,75 δολάρια Καναδά ή 10,60 ευρώ (φιάλη των 700 ml), αρκετά χαμηλότερα από τα αντίστοιχα ιταλικά που πωλούνται 22,15 δολάρια Καναδά ή 14,90 ευρώ (επίσης, φιάλη των 700 ml). Αν και την τετραετία 2013-2016 η Ελλάδα αποτελούσε τον δεύτερο μεγαλύτερο προμηθευτή του Καναδά σε ελαιόλαδο με πρώτο την Ιταλία, στα χρόνια που ακολούθησαν έχασε δύο θέσεις και πλέον βρίσκεται πίσω από την Ισπανία και την Τυνησία. Η μεν Ισπανία επένδυσε στις χαμηλές τιμές που μπορεί να έχει λόγω της μεγάλης της παραγωγής αλλά και στο βιολογικό ελαιόλαδο που αποκτά ολοένα και περισσότερους οπαδούς στον Καναδά.
Η Τυνησία, προσπαθώντας να στραφεί από τις πωλήσεις σε χύμα στην εμφιάλωση και τυποποίηση τυνησιακών μαρκών, έχει καταφέρει τα τελευταία χρόνια να αποκτήσει το δικό της όνομα στην αγορά. Το άλλο στοιχείο που εκμεταλλεύεται είναι ότι το 95% του τυνησιακού ελαιολάδου είναι βιολογικό. «Χώρες όπως η Τυνησία κερδίζουν έδαφος στις εξαγωγές γιατί χτίζουν προσεκτικά την εικόνα τους ως παραγωγών ελαιολάδου, χρησιμοποιώντας τα ίδια πλεονεκτήματα που έχει και η Ελλάδα για το προωθητικό τους πρόγραμμα και συνδυάζοντάς τα με την τουριστική προβολή: μεσογειακή χώρα με παραγωγή ελαιολάδου από τα αρχαία χρόνια, τοπία με ελαιώνες, χρήση του ελαιολάδου στην παραδοσιακή διατροφή των κατοίκων, μεσογειακή κουζίνα», επισημαίνεται στην έκθεση.
Προοπτική για το ελληνικό ελαιόλαδο δυνητικά υπάρχει στη μεγάλη αγορά της Ινδίας, δεδομένου ότι η χώρα σημειώνει ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης άνω του 7% και έχει μια ανερχόμενη μεσαία τάξη που ευαισθητοποιείται ολοένα και περισσότερο σε θέματα υγιεινής διατροφής. Μία από τις αναγκαίες προϋποθέσεις, ωστόσο, όπως τονίζεται σε έκθεση του ελληνικού Γραφείου ΟΕΥ στο Νέο Δελχί, είναι να υπάρξει μεγάλη προβολή στα ΜΜΕ για την ανωτερότητα του ελληνικού ελαιολάδου. Την πρακτική της επιθετικής προβολής έχουν υιοθετήσει ήδη η Ιταλία και η Ισπανία, οι οποίες αποτελούν τους κυριότερους προμηθευτές της ινδικής αγοράς σε ελαιόλαδο. Το 2018 το ελαιόλαδο ήταν το τέταρτο κυριότερο εξαγόμενο προϊόν της Ελλάδας, με την αξία των εξαγωγών να ανέρχεται σε 524,5 εκατ. ευρώ.
Οσα αναφέρει σε πρόσφατη έκθεσή του το Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων (Γραφείο ΟΕΥ) του γενικού προξενείου της Ελλάδας στο Τορόντο είναι εξόχως αποκαλυπτικά και συνάμα απογοητευτικά.
Στην αγορά του Τορόντο κυκλοφορούν πολλές μάρκες ελληνικού ελαιολάδου, τόσο συμβατικού όσο και οργανικού, σε αλυσίδες σούπερ μάρκετ, στα καταστήματα με ελληνικά προϊόντα της ελληνικής ομογένειας και στα καταστήματα τροφίμων ντελικατέσεν. Παρατηρείται, επίσης, ελαιόλαδο να είναι παραγωγής ελληνοκαναδικής εισαγωγικής εταιρείας, είτε από ιδιόκτητο ελαιώνα είτε από συνεργασία με Ελληνα παραγωγό, συσκευαζόμενο στον Καναδά και με την ετικέτα της εταιρείας. Μέχρι εδώ καλά, θα πει κάποιος. Ωστόσο, όπως επισημαίνεται στην έκθεση, στον Καναδά, λόγω της μεγάλης ελληνικής ομογένειας, διενεργούνται και εισαγωγές ελαιολάδου σε ανώνυμες μεγάλες συσκευασίες. Επίσης, γίνονται εισαγωγές σε τενεκέ με τη δυνατότητα της δωρεάν παράδοσης κατ’ οίκον (με προκαταβολή του ποσού αγοράς). Με άλλα λόγια, ακολουθείται η συνήθης και στην Ελλάδα πρακτική της διακίνησης χύμα ελαιολάδου.
Αξίζει να σημειωθεί, όμως, ότι ακόμη και το τυποποιημένο ελαιόλαδο, που πωλείται στις αλυσίδες σούπερ μάρκετ, διατίθεται σε αρκετά χαμηλότερη τιμή από τα αντίστοιχα ιταλικά προϊόντα. Συγκεκριμένα, ο μέσος όρος τιμής λιανικής πώλησης του ελληνικού ελαιολάδου είναι 15,75 δολάρια Καναδά ή 10,60 ευρώ (φιάλη των 700 ml), αρκετά χαμηλότερα από τα αντίστοιχα ιταλικά που πωλούνται 22,15 δολάρια Καναδά ή 14,90 ευρώ (επίσης, φιάλη των 700 ml). Αν και την τετραετία 2013-2016 η Ελλάδα αποτελούσε τον δεύτερο μεγαλύτερο προμηθευτή του Καναδά σε ελαιόλαδο με πρώτο την Ιταλία, στα χρόνια που ακολούθησαν έχασε δύο θέσεις και πλέον βρίσκεται πίσω από την Ισπανία και την Τυνησία. Η μεν Ισπανία επένδυσε στις χαμηλές τιμές που μπορεί να έχει λόγω της μεγάλης της παραγωγής αλλά και στο βιολογικό ελαιόλαδο που αποκτά ολοένα και περισσότερους οπαδούς στον Καναδά.
Η Τυνησία, προσπαθώντας να στραφεί από τις πωλήσεις σε χύμα στην εμφιάλωση και τυποποίηση τυνησιακών μαρκών, έχει καταφέρει τα τελευταία χρόνια να αποκτήσει το δικό της όνομα στην αγορά. Το άλλο στοιχείο που εκμεταλλεύεται είναι ότι το 95% του τυνησιακού ελαιολάδου είναι βιολογικό. «Χώρες όπως η Τυνησία κερδίζουν έδαφος στις εξαγωγές γιατί χτίζουν προσεκτικά την εικόνα τους ως παραγωγών ελαιολάδου, χρησιμοποιώντας τα ίδια πλεονεκτήματα που έχει και η Ελλάδα για το προωθητικό τους πρόγραμμα και συνδυάζοντάς τα με την τουριστική προβολή: μεσογειακή χώρα με παραγωγή ελαιολάδου από τα αρχαία χρόνια, τοπία με ελαιώνες, χρήση του ελαιολάδου στην παραδοσιακή διατροφή των κατοίκων, μεσογειακή κουζίνα», επισημαίνεται στην έκθεση.
Προοπτική για το ελληνικό ελαιόλαδο δυνητικά υπάρχει στη μεγάλη αγορά της Ινδίας, δεδομένου ότι η χώρα σημειώνει ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης άνω του 7% και έχει μια ανερχόμενη μεσαία τάξη που ευαισθητοποιείται ολοένα και περισσότερο σε θέματα υγιεινής διατροφής. Μία από τις αναγκαίες προϋποθέσεις, ωστόσο, όπως τονίζεται σε έκθεση του ελληνικού Γραφείου ΟΕΥ στο Νέο Δελχί, είναι να υπάρξει μεγάλη προβολή στα ΜΜΕ για την ανωτερότητα του ελληνικού ελαιολάδου. Την πρακτική της επιθετικής προβολής έχουν υιοθετήσει ήδη η Ιταλία και η Ισπανία, οι οποίες αποτελούν τους κυριότερους προμηθευτές της ινδικής αγοράς σε ελαιόλαδο. Το 2018 το ελαιόλαδο ήταν το τέταρτο κυριότερο εξαγόμενο προϊόν της Ελλάδας, με την αξία των εξαγωγών να ανέρχεται σε 524,5 εκατ. ευρώ.