Κατατέθηκαν χθες στη Βουλή οι τελικές αλλαγές των νέων Κωδίκων και ειδικότερα του Ποινικού Κώδικα.
Αυτό επέρχεται πλέον με άρθρο 5 του νομοσχεδίου «Τροποποιήσεις Ποινικού Κώδικα, Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και συναφείς διατάξεις» που προβλέπει πως η διάταξη του άρθρου 390 του Ποινικού Κώδικα για την απιστία τροποποιείται, ώστε με νέο εδάφιο να αποσαφηνίζεται πως «αν η απιστία στρέφεται άμεσα κατά τραπεζικού ιδρύματος η δίωξη ασκείται μόνο κατ' έγκληση».
Πιο απλά, από την ψήφιση του νομοσχεδίου ο εισαγγελέας δεν θα μπορεί αυτεπάγγελτα να ασκήσει δίωξη όταν διαπιστώσει απιστία τραπεζικού στελέχους -ακόμη και στην περίπτωση που η τράπεζα έχει εμφανώς ζημιωθεί-. Απαραίτητη προϋπόθεση για να ασκηθεί η δίωξη θα είναι η ίδια η τράπεζα να υποβάλει μήνυση σε βάρος του τραπεζικού στελέχους που διέπραξε το αδίκημα της απιστίας.
Η ασυλία αυτή επεκτείνεται και σε υποθέσεις του παρελθόντος. Το άρθρο 6 του ίδιου νομοσχεδίου προβλέπει πως «εκκρεμείς ποινικές διαδικασίες που έχουν ανοίξει χωρίς την υποβολή εγκλήσεως με αντικείμενο πράξεις απιστίας για την δίωξη των οποίων απαιτείται έγκληση στον παρόντα νόμο, ενώ διώκονταν αυτεπαγγέλτως υπό το προϊσχύσαν δίκαιο, συνεχίζονται, εφόσον ο δικαιούμενος να υποβάλει έγκληση, δηλώσει εντός τεσσάρων μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος νόμου ότι επιθυμεί την πρόοδό τους».
Αυτό σημαίνει πως όλες οι υποθέσεις απιστίας για τις οποίες οι εισαγγελείς αυτεπάγγελτα άσκησαν διώξεις χωρίς να έχει υποβληθεί μήνυση, θα πάνε στο αρχείο, εάν μέσα στο διάστημα των τεσσάρων μηνών δεν υποβληθούν μηνύσεις.