Του Παναγιώτη  Αντωνόπουλου 
          
 Στον Αγρίλη είχε τα λημέρια του ο Μάνος ο ψαράς και μοιραζότανε χρόνια 
τις μέρες και τις νύχτες του στη στεριά και στη θάλασσα, αφού του τα 
‘φερε έτσι η ζωή να παλεύει με τα κύματα και τους αέρηδες για να βγάζει 
<< τον άρτον τον επιούσιον >> πουλώντας τα ψάρια που έπιανε 
στα παραγάδια του, στους εύπορους ευγενείς και γαιοκτήμονες της 
περιοχής. 
          
 Με τον ήλιο μια να φαίνεται και μια να χάνεται πίσω από τα βουνά της 
Κυπαρισσίας και πέρα στον ορίζοντα από το Τετράζι ως το Κατάκωλο να 
ροδίζει  μέσα στην πρωινή ανταύγεια, κινούσε με τον ερχομό της μέρας ο 
Μάνος ο ψαράς και μ’ όλα τα σύνεργα της ψαρικής στο μεγάλο καλάθι του, 
τραβούσε για το λιμάνι να συναντήσει << την κόρη του >> τη 
μικρή του βάρκα για ν’ ανοιχτεί μαζί της στο πέλαγο. 
           Δεξιά του λιμανιού και πίσω 
           Όταν το πρωτόφερε στον
 Αγρίλη και το κατέβασε από το καράβι μέχρι να το πάει στο σπίτι έγινε 
το έλα να δεις, από το συγκεντρωμένο πλήθος. Όλος ο Αγρίλης μαζεύτηκε 
για να το υποδεχτεί, να το δει και να το θαυμάσει! Τέτοιο ντελικάτο και 
βεργολυγερό σκυλί πρώτη φορά πατούσε το πόδι του σε Τριφυλιακή ακτή! 
Ολόμαυρο με την τρίχα του κοντή και γυαλιστερή σαν βελούδο, περπατούσε 
και θαρρούσες πως πετούσε. Τα πόδια του γερά και όμορφα σμιλευμένα, το 
κεφάλι του μακρύ με δυο μαύρα μάτια αστραφτερά, το περπάτημά του ένας 
ανάερος στίχος του ποιητή που χύνεται στον αέρα! Τ’ αυτιά του μεγάλα και
 κομψά, δίπλωναν κάθε τόσο και λιγάκι σαν δυο φύλλα χρυσού. Παρορμητικό,
 παιχνιδιάρικο, άφοβο, φιλικό, έπαιζε με κάθε περαστικό στο δρόμο, στον 
κήπο του σπιτιού του αφεντικού του  Νικόλα, έβρισκε τη χαρά και τη 
συντροφιά μαζί του, πότε γλείφοντας τα πόδια του, πότε να σκαρφαλώνει 
πάνω του, άλλοτε να του τραβά το παντελόνι, με αλόγιστη ευτυχία να τον 
κοιτάζει στα μάτια, όλο με κάποια χορευτική κίνηση να του δείχνει τα 
ευγενή συναισθήματά του. 
          Ο καπετάν Νικόλας άνθρωπος 
    
       Το σκυλί τούτο το ξενομερίτικο το γνώρισε και ο Μάνος. Μόλις είχε
 αφήσει ένα δειλινό τη βάρκα του δεμένη στο μόλο και περνούσε έξω από το
 εκκλησάκι της Παναγίας. Είδε την πόρτα ανοιχτή και μπήκε. Εκεί 
συνάντησε και το σκυλί. Είχε μπει μέσα λάθρα και σαν ταπεινός 
προσκυνητής στεκόταν μπροστά από την εικόνα της Παναγίας, γρύλιζε κάτι, 
σήκωνε τη μουσούδα  του να τη φτάσει και κουνούσε την ουρά του σαν σήμα 
χαιρετισμού! Το έβγαλε έξω ο ψαράς και με  την πρώτη ματιά γίνηκαν 
φίλοι, φίλοι εγκάρδιοι και δυνατοί, σύντροφοι στη χαρά και στο παιχνίδι.
 
         
 Η φιλία τους κρατούσε καιρό, συναντιόταν ταχτικά, όλο   και κάτι το 
φίλευε ο ψαράς όταν τα δίχτυα του είχαν καλή ψαριά. Χορτασμένο πια, 
έτρεχε το κυνηγούσε, το χάιδευε, χαρούμενο εκείνο σκαρφάλωνε πάνω του, 
μια τρελή συντροφιά γίνονταν και οι δυο τους και έπαιζαν σαν μικρά 
παιδιά. 
         Ώσπου ήρθε ένα μαύρο πρωινό, μ’ ένα μουχρωμένο ουρανό που 
         Το πήρε το μάτι του Μάνου του 
        ---  Γιατί Θεέ μου! Γιατί του το ‘καναν αυτό; αναρωτήθηκε ο ψαράς κι έσκυψε 
         Με μάτια δακρυσμένα
 το έκοψε μια και δυο για το σπίτι του καπετάν Νικόλα. Τον έφερε, του 
‘δειξε το σκυλί  και άφησε κι αυτός πεσμένος πάνω του το δάκρυ του να 
κυλάει μέσα στο γυμνό αέρα. Ύστερα πνιγμένα είπε:
        --- Το τύφλωσαν οι αλήτες! Το έκαψαν με τον ασβέστη, το γέμισαν πληγές,
 πώς θα ζήσει τώρα; Ο διάβολος ας τους πιάσει στα δίχτυα του να τους 
ξεκοκαλίσει! Κι αμέσως μετά:  Έτσι θα το αφήσουμε; Δεν πρέπει να το 
φροντίσουμε;
       Ψηλά στον ουρανό φωνές, πολλές φωνές που τις έστελναν 
      --- Το έμαθε το επεισόδιο ο 
      Το σκυλί συνέχιζε
 να είναι ξαπλωμένο και μ΄ ένα θλιμμένο κλάμα να προσπαθεί να σηκωθεί. 
Δεν τα κατάφερνε κι όλο έπεφτε. Δοκίμαζε και ξαναδοκίμαζε αλλά πάντα 
βρισκόταν στο χώμα. Ώσπου κουράστηκε πια το πάνω και το κάτω και το πήρε
 απόφαση πως ήταν ανήμπορο για ηρωισμούς και λούφαξε στους  θάμνους 
ανασαίνοντας βαριά. 
      Το απόγευμα ήρθε ο κτηνίατρος, το είδε, έκανε τη διάγνωση και πήρε 
        Ο
 επικεφαλής πήρε το σκυλί, το πήγε στο ποτάμι μέσα στις καλαμιές και 
τραβώντας το όπλο το πυροβόλησε. Ένα ουρλιαχτό ακούστηκε, μετά ένα κλάμα
 και το σκυλί έμεινε ακίνητο και άκαμπτο πάνω στην πράσινη φυλλωσιά. 
        Ο καπετάν Νικόλας έζησε μετά 
        Έφερε το ποτήρι στα χείλη, το στράγγιξε και στράφηκε πάλι να κοιτά επίμονα  τη θάλασσα με μάτια δακρυσμένα από εκεί που περίμενε πως θα ερχόταν το σκυλί. 

 
