Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Σήμερα που ‘ναι βουβά τ’ αηδόνια μας και τα ουράνια μας σκοτεινά,
είπα να μεθύσουμε μ’ ένα λαμπροφέγγισμα γραφής του πίσω χρόνου. Εκείνου
του μυρισμένου χρόνου του τριμμένου στη σκόνη της ξερόφυλλης ψυχής μας.
Που μας έφερνε σκιρτήσματα ερωτικά με το στολισμένο γράμμα από
καρδούλες της Αγγελικής, τον ευχητήριο λόγο του ξενιτεμένου φίλου, το
λιτό γράψιμο του πατέρα να φρονιμεύουμε στις σπουδές μας, τις λέξεις
της καλής είδησης για το ευτυχές γεγονός της ξαδέρφης στην πόλη.
Γράμματα διθυραμβικά, πανηγυρικά, μελαγχολικά, δεμένα με κόμπο λύπης, τυλιγμένα στ’ όνειρο, ιδρωμένα
με φιλιά από ροδόφυλλα χείλη. Και κάποια γραμμένα στη λάμπα, σε κόλλα
κίτρινη της αναφοράς, με λαδιές στα περιθώρια, γεμάτα βαρβαρισμούς και
σολοικισμούς, με όλα τα ήττα μαγκουρίτσες και τα ωμέγα κουλουράκια.
Γράμματα με πληγές όπως τούτο που αντιγράφω, βάζοντας το χεράκι μου στην
ορθογραφία, του λασποκυλημένου πατέρα μου γραμμένο ένα πρωί με τη
μουσική υπόκρουση των πετεινών:
<< Καθηγητά μου,
ο υιός μου έπεσε από το Ντορή και κοπανίθηκε κάτω άσχημα. Τον φρόντισα
αλλά παραπονείται πως πονάει. Μπορεί να έχει σπάσει κανένα πλευρό, δεν
ξέρω, θα το βρει η επιστήμη. Εγώ θέλω να μην το μαλώσεις το παιδί που
έλειψε από το μάθημά σου, γιατί είναι το στερνοπούλι μου και το αγαπώ
πολύ. Άσε που είναι και ευαίσθητο και φοβάμαι μη μου πάθει τίποτα. Να το
προσέξεις! Γεια και χαρά σου. Ο πατέρας του: Γιαγγούλας >>.
Το ‘δωσα την άλλη μέρα στον καθηγητή των μαθηματικών, έναν Πυθαγόρα
που έπιανε πουλιά στον αέρα και όταν το διάβασε μου είπε σαν ήρεμος
άνεμος που χάιδευε τις φυλλωσιές: << Δε σου παίρνω το κεφάλι
παιδί μου! Απουσίασες από το μάθημα με γεια σου με χαρά σου! Δε χάθηκε
ο κόσμος και αν δε μάθεις το εμβαδόν του κώνου! Σχολείο είναι εδώ δεν
είναι σφαγείο! Έτσι να του πεις του πατέρα σου και να κοιμάται ήσυχος.
Όμως μήνυσέ του και τούτο: πως μου άρεσε που υπόγραψε με το παρατσούκλι
του! >>
Το ‘χω στο αρχείο μου. Φίλος σπλαχνικός ο χρόνος το φροντίζει. Όταν το
ξεφυλλίζω οι δυο του σελίδες τρίζουν σαν ξεραμένα φυλλαράκια βάγιας και
αφήνουν μια νότα κρουσταλλένια που όλο ηχεί κι όλο τραγουδάει! Και
είναι και ‘κείνα τα λόγια του πατέρα που σου σουβλίζουνε την καρδιά με
την καλή γραφή τους: << Άλλα παιδιά τρανεύουνε με σπάθες
κρεμασμένες, άλλα τουφέκια ρίχνουνε τις νύχτες με φεγγάρια, δεν τα
τρομάζει ο πόλεμος και οι κακές φοβέρες, μα το δικό μου το παιδί με τα
βιβλία αυξάνει, διαβαζει δύσκολες γραφές, λέξεις που είν’ αρχαίες και
λύνει ασκήσεις δύσκολες που τρέμουν οι αστέρες >>.