Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Δυστυχώς Λουδοβίκοι της βουλής δεν υπάρχει ελληνική ζώσα κοινωνία,
ούτε θα αναστηθεί εν μέλλοντι χρόνω. Το βλέπουν οι πάντες, όλο και
βυθίζεται καθημερινά στη λάσπη. Φτάσαμε να έχουμε Κροίσους στην
Ελλάδα, οι οποίοι δε χαρίζουν το χρήμα τους << για την ψυχή της
γιαγιάς τους >>, δεν το επενδύουν και το στέλνουν έξω. Κι εσείς
αντιτάσσετε την παιδαριώδη ουτοπία της ανάκαμψης σαν χαλινό της
αλλοφροσύνης που φωλιάζει μέσα σας η νερώνεια βιοδομή σας για να
κρατήσετε το στέμμα σας.
Όλο διακηρύξεις πομπώδεις είσαστε,
εθελότυφλη εμμονή σάς διακατέχει να χτίζετε στην άμμο, χωρίς πρόγραμμα
κυβερνάτε τη χώρα και ούτε ψύλλος στον κόρφο σας. Συνεχή απαξίωση
διδάσκετε στις ιδέες, στο ήθος, στο πνεύμα, στα έργα των πνευματικών
ανθρώπων και δημιουργών. Δεν πιστεύω να ξεχάσατε τι έπαθαν, Παρορίτης,
Καρυωτάκης, Βάρναλης, Ρίτσος, Θεοδωράκης, Καζαντζάκης, Καβάφης, από
τους φίλους σας που κυριαρχούσαν πριν στο πολιτικό φακλαναριό που τώρα
σεις επαξίως τους διαδεχτήκατε. Με τη ζύμη της σαπίλας τους, και, της
δικής σας σαπίλας ζυμώθηκε και η σημερινή κοινωνική σαπίλα που αν
κάποιος και στις μέρες μας δηλώσει Ψυχαριστής δεν το έχουν τίποτα
<< οι φανατισμένοι >> καθαρευουσιάνοι να τον λυντσάρουν.
Ώσπου ήρθε η ωραιολογία, κάλυψη κι αυτή του ψεύδους σας,
να βαφτιστεί ο μικρομεσαίος, μοχλός της ελληνικής οικονομίας και ο
βιοτέχνης, ο σουβλατζής, ο κουρέας, ο λινοτύπης και ο αχινοσυλλέκτης,
ακρογωνιαίοι λίθοι της. Δυστυχώς τους θάψατε. Πριν την καταστροφή
ζούσαν λιτά αλλά είχαν και ένα νεφελώδες όραμα ζωής. Τώρα τι έχουν; Την
τριχιά στο λαιμό τους και το ζυγό της φτώχειας στον τράχηλο;
Στην πόλη που έχω κατασκηνώσει είναι θαύμα που ζει ένας μικρομεσαίος
μετά από αυτό που έπαθε. Είχε ένα μαγαζάκι, μια κάμαρα στενάχωρη, αλλά
παραφορτωμένη στις μέρες της δόξας, με βιβλία, χαρτικά και παιχνίδια.
Έτρωγε κι αυτός, έριχνε και το φόρο με το ΦΠΑ του στον εθνικό κορβανά να
σωθεί κανένας γέρος με το τρισάθλιο εθνικό σύστημα υγείας. Ώσπου η
όχεντρα κρίση του κατέβασε τα ρολά. Άνοιξε άλλο με κονσέρβες, τσιγάρα,
εργαλεία ψαρικής, σκοινιά, παντούφλες, σκούπες και απορρυπαντικά. Το
κράτησε ένα χρόνο, το χρέος στον ΟΑΕΕ λίγο έλειψε να τον στείλει φυλακή.
Έμεινε στο δρόμο, τον τάιζε η γειτονιά, η Τράπεζα με το παχουλό της
χέρι τον φοβέριζε να του πάρει το σπίτι, ένα μακρόστενο χαμώγι που βάζει
μέσα γυναίκα και παιδιά.
Και τώρα κόβει χορτάρια να μη το χάσει, καθαρίζει κήπους και αυλές,
βουλώνει γράνες στους δρόμους, πλένει βιτρίνες, θελήματα κάνει να ‘χει
γεμάτο το ροί και χορτασμένη την κοιλιά.
Οι μισοί Έλληνες είναι σαν κι αυτόν φαληριμένοι, η μισή Ελλάδα ήδη
κατοικεί σε είδη τσαντιριών. Κι εσείς Λουδοβίκοι μου, κάνατε τη βουλή
πεδίο λυσσαλέας αμάχης, εξαντλήστε σε ψηφοθηρικές μεταρρυθμίσεις,
χαίρεστε για τον αμοραλισμό και τη μικρόνοιά σας, κυβερνάτε χωρίς
πρόγραμμα και πανηγυρίζετε σε κάθε μέτρο δρόμου που ασφαλτοστρώνετε και
κόβετε την κορδέλα! Η κομματική και η πολιτική σας καμαρίλα δεν έχει
όρια!