14.9.10

«’’Ακριβή’’ μου Ελλάδα» !!

Γράφει η Νάντια Γιαννακοπούλου !
Σύμφωνα με έρευνες, σχετικά με τις «καθαρές» τιμές (χωρίς την προσαύξηση του ΦΠΑ) των προϊόντων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, προέκυψε ότι στη χώρα μας πωλούνται πανάκριβα τα προϊόντα πολλών πολυεθνικών ομίλων, με ενδεικτικά παραδείγματα το αλεύρι, τους χυμούς, την οδοντόκρεμα κ.α. Η Ελλάδα, στο σύνολο των ερευνών, εμφανίζεται να έχει την υψηλότερη τιμή σε αρκετά προϊόντα, ενώ όταν δε βρίσκεται στην πρώτη θέση, τότε βρίσκεται στη δεύτερη ή στην τρίτη θέση. Βέβαια, για να συμπεράνει κάποιος το παραπάνω, πέρα από τις έρευνες που είναι μια αποτύπωση της πραγματικότητας, αρκεί μία και μόνο επίσκεψη σε ένα σούπερ μάρκετ. Το οικογενειακό καλάθι, λοιπόν, ενός μεσαίου Ελληνικού νοικοκυριού σκαρφάλωσε στα 2087,05 ευρώ τον Ιούλιο του 2010 σε σχέση με τον Ιούλιο του 2009 που κόστιζε 1977,44 ευρώ…
Το μεγάλο δομικό πρόβλημα της χώρας μας που σχετίζεται με τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα μας, αυτούς τους τελευταίους μήνες το βλέπουμε και το νιώθουμε όλοι με πολύ οδυνηρό τρόπο. Είναι αδιανόητο σε μία χώρα που μαστίζεται από την οικονομική κρίση, η αγοραστική δύναμη των καταναλωτών μειώνεται, ενώ ταυτόχρονα μειώνεται και η ζήτηση, τα προϊόντα των πολυεθνικών εταιρειών να έχουν πολύ υψηλότερες τιμές από αυτές άλλων κρατών της Ένωσης. Βέβαια, σε αντίθεση με τις τιμές των διεθνών επώνυμων προϊόντων, η χώρα μας αποδεικνύεται εξαιρετικά φτηνή στα φρούτα και τα λαχανικά. Μια πρώτη στόχευση καταδεικνύει τον ρόλο της παραδοσιακής «λαϊκής αγοράς» στην οικιακή οικονομία του Έλληνα, καθώς τα φρούτα και τα λαχανικά αποτελούν τα κατ’ εξοχήν είδη που ο Έλληνας καταναλωτής δεν ψωνίζει από το σούπερ μάρκετ. Επομένως, το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στα προϊόντα που πωλούνται στο σούπερ μάρκετ, το οποίο αποτελεί και το σημείο πώλησης της καθολικής πλειοψηφίας των βασικών προϊόντων. Σε αυτήν την κατεύθυνση, πέραν των διαρθρωτικών μέτρων για την αντιμετώπιση της ακρίβειας κι εμείς οι καταναλωτές πρέπει να έχουμε τη γνώση, ώστε να αντιμετωπίσουμε την κερδοσκοπία, την αισχροκέρδεια και κάθε άλλη παρόμοια επιχειρηματική πρακτική. Ωστόσο, ο έλεγχος της λειτουργίας της αγοράς και της ανταγωνιστικότητας σαφέστατα αποτελεί ένα μέτρο με παγιότερα και ασφαλέστερα αποτελέσματα. Και, δυστυχώς, ανταγωνιστικότητα και ελληνική αγορά τα τελευταία χρόνια είναι δυο όροι που απομακρύνονται σταθερά. Στο δείκτη ανταγωνιστικότητας που κΔιαβάστε το υπόλοιπο κείμενοαταγράφει κάθε χρόνο το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, η Ελλάδα χρόνο με το χρόνο κατρακυλά όλο και περισσότερο, έχοντας χάσει μέσα σε 3 χρόνια 6 θέσεις. Συγκεκριμένα, το 2007 βρισκόταν στην 65η θέση και το 2009 υποχώρησε στην 71η θέση, πίσω από χώρες όπως η Μποτσουάνα, ο Μαυρίκιος και η Κόστα Ρίκα. Τα αίτια αυτής της επίδοσης δεν είναι άλλα από τους αναποτελεσματικούς ελεγκτικούς μηχανισμούς, τη διαφθορά, τη φορολογική νομοθεσία, την πρόσβαση στην τραπεζική χρηματοδότηση κ.α. Για την Ευρωπαϊκή Ένωση εδώ και 10 τουλάχιστον χρόνια ο κυρίαρχος στρατηγικός στόχος ήταν η ανταγωνιστικότητα, καθώς στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον η οικονομία της έμενε πίσω σε σχέση με τους ανταγωνιστές της. Η Στρατηγική της Λισσαβόνας δημιουργήθηκε με αυτόν ακριβώς το στόχο. Να κάνει την Ευρώπη την πιο ανταγωνιστική οικονομία του κόσμου μέχρι το 2010. Στόχος που σαφέστατα δεν επετεύχθη, ελέω και της χειρότερης οικονομικής κρίσης στην ιστορία της Ένωσης. Η αναπροσαρμογή αυτού του στόχου, αφού ελήφθησαν τα κατάλληλα διδάγματα με τον τίτλο “Ευρώπη 2020”, είναι μια νέα στρατηγική για μια έξυπνη, αειφόρο ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς. Μια ανάπτυξη βασισμένη στην ανταγωνιστικότητα, την καινοτομία, τις νέες τεχνολογίες, στην προστασία των φυσικών πόρων και την αλλαγή του ενεργειακού μας μοντέλου, με κοινωνική ευαισθησία και συμπερίληψη. Η χώρα μας θα πρέπει άμεσα, αφού εξορθολογήσει τις δανειακές της δαπάνες, να επικεντρωθεί με μεγαλύτερη προσήλωση προς αυτήν την κατεύθυνση, στην ανάπτυξη υγιούς ανταγωνισμού στην εσωτερική της οικονομία, αφού αναλάβει τις κατάλληλες νομοθετικές πρωτοβουλίες επανασχεδιασμού της λειτουργίας της αγοράς. Η ακρίβεια και η λειτουργία της αγοράς, η ανεργία και η δημιουργία θέσεων εργασίας, η διαφθορά και η αποδοτικότητα του δημόσιου τομέα είναι τα στοιχήματα που θα πρέπει να κερδίσει η χώρα μας στο νέο διεθνές οικονομικό τοπίο. Είναι οι συνθήκες που θα διαμορφώσουν τα νέα καλύτερα δεδομένα.

ΜΕΣΣΗΝΙΑΚΑ ΝΕΑ και ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Αρχειοθήκη ιστολογίου