του Στάθη Παχίδη
Νυχτοπερπατητές και νυχτοχτυπημένοι, όπως εγώ κι άλλοι πολλοί, στην αρχή το πήραμε σαν πρωινή πάχνη, σαν τη δροσούλα, λίγο πριν το ξημέρωμα αλλά δεν ήταν έτσι. Αν συνδύαζες κάποιους βόμβους αεροπλάνων, που τα χαράματα είναι πεντακάθαρα ακουστοί, με τις αντιδράσεις σου και την κατάστασή σου την επόμενη ημέρα, μετά την επαφή σου με τη «δροσούλα», εύκολα έφτανες σε ανατριχιαστικά συμπεράσματα: κάτι μας ρίχνουν-μας ψεκάζουν– μας ραντίζουν και χαμπάρι δεν πήραμε.
Διότι πώς να εξηγήσεις ένα πλήθος συμπεριφορές, λογής λογής παράξενες απόπειρες, πράξεις και παραλείψεις ανθρώπων της διπλανής πόρτας, που δεν ήταν εύκολα κατανοητές έως και καθόλου εξηγήσιμες. Καταρχήν μια αίσθηση «γλυκιάς μέθης», ένα αδικαιολόγητο αίσθημα ευφορίας και ενεργητικής ραστώνης καθώς και μια άνευ προηγουμένου διάθεση προσκόλλησης στον καναπέ. Σε πολλούς έβγαινε μια διαρκής επιθυμία να βλέπουν τηλεόραση. Στην αρχή ειδήσεις αλλά μετά, όσο περνούσε ο καιρός, εθίζονταν στα σήριαλ σαλονιού αισθητικής «γουρλωμένα μάτια» και έφταναν μέχρι reality μαγειρικής, γι’ αυτό και ονομάστηκαν γκουρμόπληκτοι. Άλλοι, αν και δεν είχαν σχέση ως τότε, καταλήφθηκαν από τη μανία να δοκιμάζουν την τύχη τους στο Χρηματιστήριο αλλά και στα καζίνο, στο στοίχημα, στο Λόττο, στα λαχεία.
Η επίδραση της «δροσούλας» ήταν ορατή σ’ όσους ήξεραν-κάτι σα το μαγικό φίλτρο του Δρουίδη Πανοραμίξ απ’ την ανάποδη. Κάποιοι εφησύχαζαν θεωρώντας πως εκπροσωπούνταν στα κοινά από την τάξη των πολιτικών ενώ άλλοι , που αργότερα αποκλήθηκαν μαζιταφαγαμίστες», σύχναζαν σε γραφεία πολιτικών και Υπουργεία προς άγραν συμβάσεων, φωτογραφικών ρυθμίσεων και ρουσφετιών. Ψεκασμένοι υπάλληλοι του δημοσίου και ιδιαίτερα οι συνδικαλιστές ξόδευαν το οκτάωρο τους στην Υπηρεσία (αν πήγαιναν), χωρίς να παράγουν κάτι, ενώ παρουσίαζαν και έναν εμμονικό φετιχισμό με τις σφραγίδες και τις υπογραφές. Συνεπείς ως τότε επιχειρηματίες και επαγγελματίες άρχισαν να φοροκλέπτουν, να μην ασφαλίζουν τους υπαλλήλους τους ή να μην αποδίδουν ΦΠΑ. Μια κατηγορία ραντισμένων, εξάλλου, εμφάνισαν την δανειολαγνεία, την τάση δηλαδή λήψης δανείων για κατανάλωση, πολυτελή αυτοκίνητα, διακοπές, επισκευές, χωρίς την παραμικρή πρόνοια για την αποπληρωμή τους. Ακραία έκφανση αυτού του φαινομένου υπήρξε η αγορά ειδών σούπερ μάρκετ και η μη χρήση τους, με αποτέλεσμα τη ρίψη τους στον κάδο των σκουπιδιών με τη συσκευασία άθικτη.
Οι νύχτες εξακολουθούσαν να φέρνουν απ’ τον ουρανό τις μικρές περίεργες σταγόνες-κάτι σαν την ομίχλη στην ομώνυμη ταινία του John Carpenter και τα φαινόμενα συνεχώς πλήθαιναν. Πολλοί στην κατάσταση «γλυκιάς μέθης» αρνούνταν να βγουν από τα σπίτια τους, ικανοποιώντας όλες τις ανάγκες τους μέσα από τους υπολογιστές, τους ιστοχώρους κοινωνικής δικτύωσης και τα delivery. Οι σύζυγοι συνομιλούσαν μόνο μέσω facebook ενώ εβδομήντα τετράχρονος απόστρατος της Χωροφυλακής άφησε την επί πενήντα ένα έτη συμβία του και διέφυγε στη Βουλγαρία με την εκ Μπουργκάς τριαντάχρονη οικιακή βοηθό του. Ιδιαίτερη επιβάρυνση από τους ψεκασμούς παρουσίασαν και οι Έλληνες διαιτητές ποδοσφαίρου, με αποτέλεσμα να συνεχίσει να στέφεται πρωταθλητής ο Ολυμπιακός Πειραιώς. Οι γιατροί του ΙΚΑ συνέχιζαν να απεργούν Παρασκευή. Μεγάλος αριθμός διανοουμένων και καλλιτεχνών επίσης θεώρησαν εαυτούς το κέντρο του κόσμου, παρότι ουδείς τους γνώριζε μετά την έξοδό τους από την Αττική στο Νομό Βοιωτίας.
Ο φίλος μου ο Ηλίας, που την έπαθε γιατί του αρέσει το ελεύθερο κάμπιγκ, μου ανέφερε επίσης πως μια νέα κουλτούρα συνενοχής ραντισμένων δημιουργούνταν. Όλης της γης οι ραντισμένοι, που σιγά σιγά είχαν εξαρτηθεί από την «δροσούλα» εξ ουρανού, μαζεύονταν τις νύχτες σε ταράτσες της πόλης, περιμένοντας ν’ ακούσουν τον ήχο των αεροπλάνων-οι γνώστες έλεγαν πως πρόκειται για Canadair.Πολλοί έφερναν μαζί τους κουβάδες και σκάφες, μήπως και μαζέψουν λίγες σταγόνες παραπάνω, για να έχουν για μια ώρα ανάγκης, αν τυχόν σταματούσαν οι ρίψεις, ενώ τις δύσκολες ώρες της αναμονής έπιαναν και κανένα τραγουδάκι προσαρμοσμένο για την περίσταση: «Πέντε χρόνια ραντισμένος μέσα στο Γεντί Κουλέ», «Πρωί πρωί με τη δροσούλα»… Κι εγώ, που είμαι φίλος του παλιού καλού ελαφρού τραγουδιού, σιγοψιθυρίζοντας το «Ραντισμένα τα γιούλια κι οι βιόλες, ψεκασμένα και τα γιασεμιά» λέω σιγά σιγά να ανεβαίνω προς την ταράτσα μου… Σαν πολλά να μαρτύρησα, τόσες μέρες πού ‘μεινα αψέκαστος στο υπόγειό μου…
*Ο Στάθης Παχίδης είναι τραγουδοποιός και μέλος του συγκροτήματος «Αγαμοι Θύται».
*πρωτοσέλιδο της εφημερίδας «Ελεύθερη Ώρα» την 30-3-2011
Μέχρι τώρα το κρατούσα μυστικό, απέφευγα έστω να κάνω νύξη ακόμα και στους πιο έμπιστους και κολλητούς, να πω το παραμικρό για τον φόβο των Ιουδαίων αλλά, αφού το ‘δα δημοσιευμένο στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, έ νομίζω πως έχω χρέος να μιλήσω, να αποκαλύψω και να αποκαλυφθώ.Νυχτοπερπατητές και νυχτοχτυπημένοι, όπως εγώ κι άλλοι πολλοί, στην αρχή το πήραμε σαν πρωινή πάχνη, σαν τη δροσούλα, λίγο πριν το ξημέρωμα αλλά δεν ήταν έτσι. Αν συνδύαζες κάποιους βόμβους αεροπλάνων, που τα χαράματα είναι πεντακάθαρα ακουστοί, με τις αντιδράσεις σου και την κατάστασή σου την επόμενη ημέρα, μετά την επαφή σου με τη «δροσούλα», εύκολα έφτανες σε ανατριχιαστικά συμπεράσματα: κάτι μας ρίχνουν-μας ψεκάζουν– μας ραντίζουν και χαμπάρι δεν πήραμε.
Διότι πώς να εξηγήσεις ένα πλήθος συμπεριφορές, λογής λογής παράξενες απόπειρες, πράξεις και παραλείψεις ανθρώπων της διπλανής πόρτας, που δεν ήταν εύκολα κατανοητές έως και καθόλου εξηγήσιμες. Καταρχήν μια αίσθηση «γλυκιάς μέθης», ένα αδικαιολόγητο αίσθημα ευφορίας και ενεργητικής ραστώνης καθώς και μια άνευ προηγουμένου διάθεση προσκόλλησης στον καναπέ. Σε πολλούς έβγαινε μια διαρκής επιθυμία να βλέπουν τηλεόραση. Στην αρχή ειδήσεις αλλά μετά, όσο περνούσε ο καιρός, εθίζονταν στα σήριαλ σαλονιού αισθητικής «γουρλωμένα μάτια» και έφταναν μέχρι reality μαγειρικής, γι’ αυτό και ονομάστηκαν γκουρμόπληκτοι. Άλλοι, αν και δεν είχαν σχέση ως τότε, καταλήφθηκαν από τη μανία να δοκιμάζουν την τύχη τους στο Χρηματιστήριο αλλά και στα καζίνο, στο στοίχημα, στο Λόττο, στα λαχεία.
Η επίδραση της «δροσούλας» ήταν ορατή σ’ όσους ήξεραν-κάτι σα το μαγικό φίλτρο του Δρουίδη Πανοραμίξ απ’ την ανάποδη. Κάποιοι εφησύχαζαν θεωρώντας πως εκπροσωπούνταν στα κοινά από την τάξη των πολιτικών ενώ άλλοι , που αργότερα αποκλήθηκαν μαζιταφαγαμίστες», σύχναζαν σε γραφεία πολιτικών και Υπουργεία προς άγραν συμβάσεων, φωτογραφικών ρυθμίσεων και ρουσφετιών. Ψεκασμένοι υπάλληλοι του δημοσίου και ιδιαίτερα οι συνδικαλιστές ξόδευαν το οκτάωρο τους στην Υπηρεσία (αν πήγαιναν), χωρίς να παράγουν κάτι, ενώ παρουσίαζαν και έναν εμμονικό φετιχισμό με τις σφραγίδες και τις υπογραφές. Συνεπείς ως τότε επιχειρηματίες και επαγγελματίες άρχισαν να φοροκλέπτουν, να μην ασφαλίζουν τους υπαλλήλους τους ή να μην αποδίδουν ΦΠΑ. Μια κατηγορία ραντισμένων, εξάλλου, εμφάνισαν την δανειολαγνεία, την τάση δηλαδή λήψης δανείων για κατανάλωση, πολυτελή αυτοκίνητα, διακοπές, επισκευές, χωρίς την παραμικρή πρόνοια για την αποπληρωμή τους. Ακραία έκφανση αυτού του φαινομένου υπήρξε η αγορά ειδών σούπερ μάρκετ και η μη χρήση τους, με αποτέλεσμα τη ρίψη τους στον κάδο των σκουπιδιών με τη συσκευασία άθικτη.
Οι νύχτες εξακολουθούσαν να φέρνουν απ’ τον ουρανό τις μικρές περίεργες σταγόνες-κάτι σαν την ομίχλη στην ομώνυμη ταινία του John Carpenter και τα φαινόμενα συνεχώς πλήθαιναν. Πολλοί στην κατάσταση «γλυκιάς μέθης» αρνούνταν να βγουν από τα σπίτια τους, ικανοποιώντας όλες τις ανάγκες τους μέσα από τους υπολογιστές, τους ιστοχώρους κοινωνικής δικτύωσης και τα delivery. Οι σύζυγοι συνομιλούσαν μόνο μέσω facebook ενώ εβδομήντα τετράχρονος απόστρατος της Χωροφυλακής άφησε την επί πενήντα ένα έτη συμβία του και διέφυγε στη Βουλγαρία με την εκ Μπουργκάς τριαντάχρονη οικιακή βοηθό του. Ιδιαίτερη επιβάρυνση από τους ψεκασμούς παρουσίασαν και οι Έλληνες διαιτητές ποδοσφαίρου, με αποτέλεσμα να συνεχίσει να στέφεται πρωταθλητής ο Ολυμπιακός Πειραιώς. Οι γιατροί του ΙΚΑ συνέχιζαν να απεργούν Παρασκευή. Μεγάλος αριθμός διανοουμένων και καλλιτεχνών επίσης θεώρησαν εαυτούς το κέντρο του κόσμου, παρότι ουδείς τους γνώριζε μετά την έξοδό τους από την Αττική στο Νομό Βοιωτίας.
Ο φίλος μου ο Ηλίας, που την έπαθε γιατί του αρέσει το ελεύθερο κάμπιγκ, μου ανέφερε επίσης πως μια νέα κουλτούρα συνενοχής ραντισμένων δημιουργούνταν. Όλης της γης οι ραντισμένοι, που σιγά σιγά είχαν εξαρτηθεί από την «δροσούλα» εξ ουρανού, μαζεύονταν τις νύχτες σε ταράτσες της πόλης, περιμένοντας ν’ ακούσουν τον ήχο των αεροπλάνων-οι γνώστες έλεγαν πως πρόκειται για Canadair.Πολλοί έφερναν μαζί τους κουβάδες και σκάφες, μήπως και μαζέψουν λίγες σταγόνες παραπάνω, για να έχουν για μια ώρα ανάγκης, αν τυχόν σταματούσαν οι ρίψεις, ενώ τις δύσκολες ώρες της αναμονής έπιαναν και κανένα τραγουδάκι προσαρμοσμένο για την περίσταση: «Πέντε χρόνια ραντισμένος μέσα στο Γεντί Κουλέ», «Πρωί πρωί με τη δροσούλα»… Κι εγώ, που είμαι φίλος του παλιού καλού ελαφρού τραγουδιού, σιγοψιθυρίζοντας το «Ραντισμένα τα γιούλια κι οι βιόλες, ψεκασμένα και τα γιασεμιά» λέω σιγά σιγά να ανεβαίνω προς την ταράτσα μου… Σαν πολλά να μαρτύρησα, τόσες μέρες πού ‘μεινα αψέκαστος στο υπόγειό μου…
*Ο Στάθης Παχίδης είναι τραγουδοποιός και μέλος του συγκροτήματος «Αγαμοι Θύται».