Με ευρηματικότητα, οικολογική ευαισθησία και παιχνιδιάρικη διάθεση, η αρχιτέκτων Πολυάννα Παρασκευά δημιούργησε δύο παιδικούς παράδεισους στο Costa Navarino, στη Μεσσηνία.
Σε μια έκταση 10.000 στρεμμάτων στη Μεσσηνία, κοντά στην Πύλο, ξεκίνησε τη λειτουργία της πέρυσι η μεγαλύτερη τουριστική επένδυση που έχει γίνει ποτέ στην Ελλάδα, με απόλυτο σεβασμό στο φυσικό περιβάλλον -το ξενοδοχειακό συγκρότημα Costa Navarino των Starwood Hotels και της εταιρείας ΤΕΜΕΣ του εφοπλιστή Βασίλη Κωνσταντακόπουλου, με γνώμονα την οικολογική ευαισθησία του οραματιστή ιδρυτή του, που απεβίωσε πρόσφατα. Εδώ κλήθηκε η αρχιτέκτων Πολυάννα Παρασκευά να δημιουργήσει έναν βρεφονηπιακό σταθμό για την παραμονή και διανυκτέρευση 20 παιδιών ηλικίας έως 4 ετών και έναν χώρο δημιουργικής απασχόλησης και διαμονής για 50 παιδιά ηλικίας 4 έως 12 ετών. Αυτές ήταν και οι μοναδικές «απαιτήσεις» από τη μεριά των εργοδοτών, δείχνοντας έμπρακτα την εμπιστοσύνη τους στην αρχιτέκτονα, της οποίας γνώριζαν καλά τα προηγούμενα έργα στην Κρήτη κυρίως.Η Πολυάννα Παρασκευά, με την εικοσαετή εμπειρία, έχει ειδικευτεί πλέον σε ανάλογους χώρους για πιτσιρίκια. Ειδίκευση, που προέκυψε σχεδόν τυχαία, αλλά εκφράζει τις προϋπάρχουσες προσωπικές αναζητήσεις, ευαισθησίες και προβληματισμούς της πριν καν σπουδάσει αρχιτεκτονική. «Ο σχεδιασμός χώρων για παιδιά ενεργοποιεί σημαντικές δυνατότητες και πιθανότητες κατά τη δημιουργική διαδικασία», θα μου πει. «Θεωρώ ότι προσφέρει μεγάλη ελευθερία έκφρασης λόγω της φύσης του αντικειμένου, η λειτουργία του οποίου δεν περιορίζεται στη λειτουργικότητα, αλλά βασίζεται κυρίως στην ανάδυση της ποιητικής - θεατρικής διάστασης του αρχιτεκτονικού χώρου. Στην ουσία επιτρέπει τη σύλληψη, γέννηση και ανάπτυξη ενός πλήρους μικροοργανισμού. Ο κάθε τέτοιος μικρόκοσμος είναι πυρηνικός. Η αρχική ιδέα εξελίσσεται σε χωρική διαμόρφωση, σε κτίριο, αντικείμενο, παιχνίδι, χρώμα, εικόνα και ξανά ιδέα και μνήμη που τα παιδιά πλέον κουβαλούν μέσα τους, αφού αλληλεπιδρούν μ’ αυτόν. Κάτι που θα χρησιμεύσει, θέλω να πιστεύω, ως εργαλείο δημιουργίας του δικού τους πλέον μελλοντικού κόσμου».
Αυτή η διαδραστικότητα είναι το στοιχείο που την έλκει περισσότερο: «Η αλληλεπίδραση μεταξύ αρχιτεκτονικού χώρου και παιδιού είναι ίσως το πιο γοητευτικό κίνητρο και παράλληλα είναι μια υπόσχεση ευθύνης που καλείται ο αρχιτέκτονας να εκπληρώσει», επισημαίνει. «Αυτοί οι μικρόκοσμοι δεν μπορούν να είναι αυθύπαρκτοι, ολοκληρώνονται μόνο μέσα από την ενεργητική και δημιουργική παρουσία του παιδιού σε αυτούς. Φτιάχνονται σιγά σιγά μέσα από τα χέρια, τα σώματα, τους ήχους και τις μυρωδιές των παιδιών. Παράλληλα, τα παιδιά `’πλάθονται” μέσα σ’ αυτούς τους χώρους, παιδεύονται και εκπαιδεύονται, κοινωνικοποιούνται, συνεργάζονται, παίζουν, φαντάζονται και δημιουργούν. Και το πιο σημαντικό, ασυνείδητα μάλλον, διαμορφώνουν ή ανατρέπουν την εικόνα του κόσμου τους, του εαυτού τους και των άλλων μέσα από τη ζωή και τις εμπειρίες τους σ’ αυτούς τους χώρους».
Για να τους δημιουργήσει, η Πολυάννα χρειάζεται να σκύψει και να αφουγκραστεί τις ιδιαίτερες ανάγκες της παιδικής ηλικίας. Να λάβει υπόψη της την ανάγκη των παιδιών να επικοινωνούν μέσα από το παιχνίδι, την επιθυμία τους να ανήκουν σε μια ομάδα ή κοινότητα και συγχρόνως να αισθάνονται ανεξάρτητα από τους ενήλικες. «Κάθε φορά, κύριος στόχος είναι η δημιουργία χώρων που ξεφεύγουν από τη ρουτίνα του σπιτιού και του σχολείου και αποδίδουν μια αίσθηση υπέρβασης της πραγματικότητας», αναφέρει. «Αυτή η αίσθηση συμβάλλει στη δημιουργική οικειοποίηση του χώρου από τα παιδιά, καθώς προκαλεί ερεθίσματα για παιχνίδι και εξερεύνηση». Μορφολογικά αυτό επιτυγχάνεται με διάφορους τρόπους. Ωστόσο, κυρίαρχο ρόλο, για την αρχιτέκτονα, έχουν οι αναφορές σε πρωταρχικές για τα παιδιά έννοιες -το σπίτι, τα στοιχεία της φύσης κ.ά.- αλλά και φόρμες που προσεγγίζουν τη δική τους έκφραση - παιδική ζωγραφική, πλάσιμο, κολάζ κ.λπ.
Παράλληλα, η Πολυάννα επιδιώκει να χρησιμοποιεί κατά το δυνατόν φυσικά υλικά, τα οποία είναι πιο φιλικά στις αισθήσεις των παιδιών αλλά και τα βοηθούν να αναπτύξουν μια σχετική οικολογική παιδεία.
Με γνώμονα το περιβάλλον
Εκτός από τους προηγούμενους παράγοντες, οι δημιουργικές ιδέες της αρχιτέκτονος σχετίζονται επίσης και με τον εκάστοτε τόπο, τις παραδόσεις του, τον πολιτισμό και τον περιβάλλοντα χώρο. Σε όλα της τα έργα υπάρχουν πάντα αναφορές στα στοιχεία της φύσης, των εναλλαγών της, τη διατήρηση και την προστασία της. Επιπλέον γίνεται προσπάθεια έτσι ώστε το κάθε κτίριο να βρίσκεται σε ισορροπία με το φυσικό περιβάλλον και μάλιστα «όχι μόνο να μην το αποκλείει, αλλά να το υπενθυμίζει διαρκώς».
Ολες αυτές οι βασικές αρχές σχεδιασμού του γραφείου της Πολυάννας Παρασκευά βρήκαν την ιδανική τους έκφραση στους δύο χώρους που ανέλαβε να δημιουργήσει στο ξενοδοχειακό συγκρότημα του Costa Navarino. Η λειτουργία τους ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2010 και τα σχόλια παιδιών, γονέων, εκπαιδευτικών και παιδαγωγών ήταν ενθουσιώδη.
Ολα τα υλικά που έχουν χρησιμοποιηθεί είναι φυσικά - οργανικά, δηλαδή δεν έχουν χημικά πρόσμεικτα και κατά συνέπεια δεν προκαλούν χημικές αντιδράσεις ή χημικές εκπομπές, οι οποίες σε βάθος χρόνου είναι επικίνδυνες για την υγεία παιδιών και ενηλίκων. Για παράδειγμα, τα επιχρίσματα είναι υδρίαλοι και τα χρώματα υδατοδιαλυτά, το υλικό sandstone (αμμόλιθος) που χρησιμοποιήθηκε ευρέως στο Sand Castle ως υλικό επικάλυψης τοίχων και δαπέδων είναι μείγμα υλικών νερού με φυσική άμμο, ενώ το υλικό pebbletec προκύπτει από την ανάμειξη τσιμέντου με φυσικό βότσαλο. Κάτι ανάλογο ισχύει και για τα έπιπλα, τα οποία εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, είναι ειδικά σχεδιασμένα από την κα Παρασκευά, στην ανθρωπομετρική μικροκλίμακα των παιδιών φυσικά.
Πηγή έμπνευσης για το Sand Castle και το Cocoon ήταν η περιοχή της Πύλου και τα συγκεκριμένα φυσικά και γεωγραφικά χαρακτηριστικά της.
Το Sand Castle έγινε -όνομα και πράγμα- ένα κάστρο στην άμμο, με αφετηρία τον Κόλπο του Ναβαρίνου και τους ατέλειωτους αμμόλοφους. Παρατηρώντας τις πρωταρχικές εκφραστικές κινήσεις που κάνουν τα παιδιά όταν παίζουν στην παραλία, το κυκλικό ανακάτεμα της άμμου και τα πυργάκια που πλάθουν, η Πολυάννα δημιούργησε έναν σπειροειδή όγκο από «άμμο», που αναδύεται από το έδαφος, ο οποίος αποτελεί τον κύριο άξονα του έργου. Πάνω σ’ αυτόν αρθρώνονται τα ξύλινα σπιτάκια - ως μια αναφορά σε αρχετυπικές μορφές κατοικίας.
Εσωτερικά, τα σπιτάκια είναι αυτόνομα για την απαραίτητη ιδιωτικότητα, ωστόσο η μία πλευρά τους είναι ανοιχτή προς τον κοινόχρηστο χώρο δημιουργικής απασχόλησης, συνθέτοντας μια ανοιχτή γειτονιά, όπου τα όρια μεταξύ ιδιωτικού - δημόσιου, εσωτερικού - υπαίθριου να παραμένουν ρευστά. Το ισόγειο χρησιμοποιείται από τα παιδιά ηλικίας 6-12 ετών και ο κοινός χώρος είναι πιο οργανωμένος από ό,τι των μικρότερων του πρώτου ορόφου. Ενας μοναστηριακός πάγκος με τις αντίστοιχες πολύχρωμες καρεκλίτσες, φιλοξενεί όλα τα απαραίτητα για τα πιτσιρίκια - υλικά ζωγραφικής και χειροτεχνίας, δημιουργικά παιχνίδια. Από πάνω του κρέμονται τα φωτιστικά-ανάποδοι κουβάδες (!), ενώ σε μια ειδική κατασκευή έχουν τοποθετηθεί καθρεφτάκια που ανεβοκατεβαίνουν κατά βούληση, με έναν παιχνιδιάρικο μηχανισμό, για τις ανάγκες του… μακιγιάζ με υλικά από τη φύση -πέταλα, φύλλα κ.λπ.- για τις απαιτήσεις των θεατρικών παραστάσεων και όχι μόνο. Στον ίδιο χώρο υπάρχει κουζίνα για επίδοξους junior σεφ, με γούρνες στο ύψος τους για να πλένουν τα φρούτα και τα λαχανικά, και ένα ειδικό τραπέζι για να πλάθουν κουλουράκια, ενώ σ’ αυτό το επίπεδο υπάρχει και μια εσωτερική πισίνα.
Λειτουργικότητα και ασφάλεια
Στον επάνω όροφο, ο χώρος δημιουργικής απασχόλησης των μικρότερων παιδιών ηλικίας 4- 6 ετών, είναι λιγότερο οργανωμένος. Τα πιτσιρίκια έχουν το… δικαίωμα να ζωγραφίζουν στο πάτωμα, να αράζουν σε μαλακά πουφ σαν βότσαλα, να παίρνουν τα παιχνίδια και τα βιβλιαράκια τους από τις στρογγυλές ξύλινες κατασκευές στον τοίχο, να κάνουν κατασκευές στα καμπυλόμορφα τραπεζάκια - όλα τα έπιπλα δεν έχουν αιχμηρές άκρες για λόγους ασφαλείας. Ενώ τα κρεβατάκια τους για ξεκούραση ή διαμονή έχουν τοποθετηθεί μέσα σε εσοχές, ώστε να είναι πιο προστατευμένα απ’ ό,τι τα μεγαλύτερα παιδιά στο ισόγειο.
Ξύλινες ράμπες ενώνουν τα διώροφα σπιτάκια με την αυλή - εξάλλου σε γενικές γραμμές αποφεύγονται, όπου είναι δυνατόν, τα σκαλιά συνειδητά, προς αποφυγήν ατυχημάτων αλλά και για να είναι όλοι οι χώροι προσβάσιμοι από παιδάκια με κινητικά προβλήματα. Στον εξωτερικό χώρο, ο σφαιρικός χώρος της πλατείας, που θυμίζει μήτρα, ήρεμος και ασφαλής, λειτουργεί σαν μια προστατευτική αγκαλιά. Τα πιτσιρίκια παίζουν, δημιουργούν θεατρικές παραστάσεις, παρακολουθούν υπαίθριο σινεμά, κάνουν… συναυλίες πατώντας με τα ποδαράκια τους τα πλήκτρα από ένα ειδικό πιάνο στο έδαφος. Ολα αυτά, βεβαίως, υπό την επίβλεψη και την καθοδήγηση ειδικευμένου προσωπικού. Εχει μάλιστα δημιουργηθεί ένα πρόγραμμα δημιουργικής απασχόλησης σε συνεργασία με το National Geographic, μέσω του οποίου τα παιδιά μαθαίνουν για το φυσικό περιβάλλον και την πανίδα της Μεσσηνίας.
Το Cocoon, από την άλλη πλευρά, είναι ένα σύμπλεγμα κτιρίων για τη φιλοξενία βρεφών και νηπίων ηλικίας έως 3 ετών και εκτείνεται σε έκταση ενός στρέμματος. Η μορφή του καθορίστηκε αφενός από το κυρίαρχο για την περιοχή χαρακτηριστικό της λιμνοθάλασσας της Γιάλοβας, αφετέρου από την ιδέα της γέννησης και πιο συγκεκριμένα από τη μνήμη του κουκουλιού ως χώρου που κυοφορεί τη ζωή. Ετσι προκύπτουν σχήματα που περικλείουν, εμπεριέχουν και προστατεύουν τη ζωή. Τα καμπυλόμορφα, υπόσκαφα κτίρια με τα φυτεμένα δώματα δημιουργούν μια προστατευμένη περιοχή και ένα ασφαλές περιβάλλον για τα πιτσιρίκια και περιλαμβάνουν περιοχές ύπνου και δημιουργικής απασχόλησης, χώρους για την υγιεινή και την παρασκευή φαγητού, καθώς και υπαίθρια διαμόρφωση για παιχνίδι και δραστηριότητες. Οικολογικά υλικά έχουν επιλεγεί τόσο για την κατασκευή όσο και για τον κινητό εξοπλισμό. Η γη -μέσα από τα φυτεμένα δώματα-, ο ήλιος, ο άνεμος και το νερό -μέσα από τη ρηχή πισίνα-, περικλείουν, διαπερνούν και οριοθετούν το κτίριο αποτελώντας έτσι αναπόσπαστα φυσικά του στοιχεία. Ολα αυτά τα χαρακτηριστικά του Cocoon προφανώς εκτίμησε ο Σύλλογος Αρχιτεκτόνων Διπλωματούχων Ανώτατων Σχολών - Πανελλήνια Ενωση Αρχιτεκτόνων για να το προτείνει από μέρους της Ελλάδας ως υποψήφιο για το σημαντικότερο ευρωπαϊκό βραβείο αρχιτεκτονικής, το Mies Van der Rohe.
Η αρχιτέκτων
Ακολουθώντας μια εσωτερική ώθηση
Η Πολυάννα Παρασκευά ασχολείται εδώ και μία 20ετία με τον σχεδιασμό χώρων δημιουργικής απασχόλησης για παιδιά. Παράλληλα αλλά και μετά τις σπουδές αρχιτεκτονικής στο Παρίσι, παρακολούθησε εργαστήρια κατασκευής μαριονέτας, πάνινης κούκλας, ψηφιδωτού, ξύλινων κατασκευών, σεμινάρια Ιστορίας Τέχνης, θεάτρου και σκηνογραφίας ακολουθώντας την «εσωτερική της ώθηση για έναν υπερβατικό, φαντασιακό, όμως συγχρόνως `’χειροποίητο” κόσμο». Αυτό τη βοήθησε να προσεγγίσει την ιδιαίτερη ψυχολογία των παιδιών, την κλίμακα και τις ανάγκες τους, μέσα από τα αρχιτεκτονικά και τα καλλιτεχνικά εργαλεία παραγωγής χώρων. Το πρώτο σχετικό έργο που υλοποίησε το 1993 ήταν το «Παιδικό Χωριό» στο «Ρύθιμνα Grecotel», στο Ρέθυμνο, το οποίο εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Biennale νέων καλλιτεχνών. Από τότε ακολούθησαν πολλά έργα που έχουν βραβευτεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
www.ethnos.gr/