Του
Παναγιώτη Αντωνόπουλου
Ο
ιδρώτας ανάβλυζε από το πρόσωπο του υποψήφιου δημάρχου και οι χοντρές σταγόνες κυλούσαν
στο μέτωπο και στα μάγουλά του, όση ώρα φλυαρούσε στους αδιάφορους ψηφοφόρους
του.
Κόκκινες βούλες παντού στο πρόσωπό
του, στα μάτια μίσος φρικαλέο, φωνή που τρυπούσε τ’ αυτιά σαν βέλος.
Την προηγούμενη μέρα η τοπική εφημερίδα
με μια γελοιογραφία της τον είχε περιποιηθεί καλά. Δημοσίευσε ένα κωμικό
ανθρωποειδές με ύπουλο βλέμμα να αναρριχάται σ’ ένα κορμό δέντρου. Στη λεζάντα
κάτω είχε γράψει: << ο αυριανός δήμαρχος συλλέγει καρπούς! >>
Ένα άλλο επίσης ευρείας κυκλοφορίας
έντυπο << Η ώρα του πολίτη >> δημοσίευσε εκτεταμένο άρθρο για τη
σχέση του υποψήφιου δημάρχου με το εργασιακό καθεστώς της εταιρείας <<
ΜΟΣΩ >>.
Η εταιρεία ευθυνόταν για τη δηλητηρίαση των εργαζομένων και των πολιτών από τη χρήση
των μολύβδινων σωλήνων της ύδρευσης. Το πρώτο σύμπτωμα της δηλητηρίασης
παρουσιάστηκε λίγους μήνες μετά τη λειτουργία του εργοστασίου της και την
εγκατάσταση του δικτύου της ύδρευσης και σύμφωνα με τους υπεύθυνους της υγειονομικής
επιτροπής, εκδηλωνόταν με την εμφάνιση βασεοφίλου στίξης στα ερυθροκύτταρά τους
και ερεθισμό στην στοματική κοιλότητα. Γρήγορα όμως εξελισσόταν σε πεπτική
διαταραχή με δυνατούς κωλικούς πόνους, ερεθισμούς στους μυς και ενοχλήσεις στις
αρθρώσεις, παράλυση με μυϊκή ατροφία στα άνω και κάτω άκρα, παραλήρημα, σπασμούς,
νεφρίτιδα και κώμα.
Με
τον καιρό αποδόθηκαν και κάποιοι ύποπτοι θάνατοι εξαιτίας της χρόνιας
δηλητηρίασης από το μόλυβδο, η εξόρυξη όμως του μετάλλου και η κατασκευή των
μολύβδινων σωλήνων συνεχιζόταν και ο
υποψήφιος για τη δημαρχία μέτοχός της επέμενε να ζητά την ψήφο των αδικημένων.
Αυτές τις ατέλειωτες ώρες τρόμου που
περνούσε η πόλη, εξαιτίας της σκληρής βαναυσότητας που έδειχνε το εργοστασιακό
κατεστημένο της εταιρείας, εκδήλωνε με την αγωνία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους
και μια μικρή ομάδα πολιτών, που με τις διαμαρτυρίες τους ξεπερνούσαν τα
ανθρώπινα όρια αντοχής, αγγίζοντας εκείνα της υστερίας και του παροξυσμού. Αυτή
η ομάδα που έμοιαζε σαν στραγγαλισμένη, στεκόταν στην άκρη της μικρής βρώμικης
παρόδου που συναντούσε την πλατεία και διαδήλωνε ως εξής: Τα μέλη της κρατούσαν
ένα μεγάλο πανό με ζωγραφισμένο στην
επιφάνειά του ένα τεράστιο ανακόντα να καταβροχθίζει ένα αγόρι. Από κάτω μια μεγάλη
λίμνη από αίμα σκορπιζόταν γύρω ψιχαλιστά εξακοντίζοντας στο γύρω ασθενές δάσος
εντυπωσιακές κόκκινες σταγόνες, προσβεβλημένες από το θανατηφόρο ιό της
βασεοφίλου στίξης.
Το επόμενο βήμα διαμαρτυρίας αυτών των
απελπισμένων ήταν πολύ ρηξικέλευθο και πονούσε σαν καρφί στο σώμα. Γύρω στα
εφτά μέτρα πιο πέρα από το σημείο που μιλούσε ο υποψήφιος, άφησαν ένα σιδερένιο
κλουβί που μέσα του είχαν φυλακίσει ένα ανθρώπινο σκιάχτρο. Ήθελαν έτσι μ’ αυτό
τον τρόπο να θυμίσουν τα θύματα που γίνονταν αγνώριστα μετά την προσβολή τους
από το μικρόβιο της βαστεοφίλου στίξης.
<< Ε, λοιπόν >> είπε μετά
από μια μικρή παύση ο υποψήφιος σαν είδε το σκιάχτρο με το κλουβί, << θα
σας πω τώρα για όλα εκείνα τα καλά που θα σας κάνω σαν πάρω το χρίσμα του
δημάρχου και που δεν τα ‘καναν οι προηγούμενοι >>.
Καθώς όμως μιλούσε κι αναφερόταν σε
όλα αυτά τα υποτιθέμενα καλά που θα τους έκανε, ξαφνικά σημειώθηκε μια τρομερή
αλλαγή στην όψη του, που, στη θέα της, οι παρευρισκόμενοι ακροατές ένιωσαν
φρίκη που τους ανάγκασε να αποτραβηχτούν λίγα μέτρα πιο πίσω και έντρομοι να
εκφραστούν με ακατάληπτα και κακόηχα επιφωνήματα. Και τούτο γιατί είχε την όψη άρρωστου με τα
μάτια του γυρισμένα προς τα πάνω και τις κόρες τους ξεθωριασμένες κι ακίνητες.
Το πρόσωπό του χλωμό με σκούρες αποχρώσεις γύρω από τα χείλη και το μέτωπο
λευκό σαν το χαρτί. Οι έντονες στρογγυλές κηλίδες που του αυλάκωναν τα μάγουλα
και μεγάλωναν όσο περνούσε η ώρα τον έκαναν αποκρουστικό και με τον ασυνήθιστο
φόβο που απλωνόταν στην έκφρασή του, έδειχναν πως χρειαζόταν βοήθεια στην
προσπάθειά του να κρατηθεί και να παραμείνει στη θέση του.
Έτσι μέσα σε αυτή την παρατεταμένη αγωνία και
μέσα στο θόρυβο από τις φωνές των ακροατών που είχαν μεταβληθεί σ’ ένα
συγκεχυμένο συνονθύλευμα ιεροεξεταστών, κάποιος είπε με χιούμορ: << Η περιφρόνησή του για το
ανθρώπινο μαρτύριο τον έκανε έτσι! Μας μιλά με νεκρική έκφραση και μας λέει ψέματα.
Τίποτα δε θα κάνει απ’ όσα λέει. Ιδού και η τιμωρία του για τα σκούρα
παραπετάσματα που καλύπτουν την αλήθεια των λόγων του >> και με μια πύρινη ματιά που τον κοίταξε έδειξε το αβυσσαλέο μίσος του.
Ο υποψήφιος ωστόσο έδειξε να
συνέρχεται από αυτή την ασυνήθιστη μεταμόρφωση που οφειλόταν σε ψυχοσωματική διαταραχή
και με μια ζωηρή τώρα και οξύθυμη συμπεριφορά, άρχισε να ξαναμιλά με ιδιαίτερη
έμφαση και ζωντάνια, επιδιώκοντας να τους πείσει με τη διαρκή και ψεύτικη
φαντασμαγορία των λόγων του. Πέντε λεπτά όμως αργότερα αυτό που είδε στη μικρή
και στενή πάροδο που οδηγούσε στη συνοικία των εξαθλιωμένων πολιτών, έκανε το αίμα του να τρέξει σαν χείμαρρος στην
καρδιά του και να χάσει για λίγο τις αισθήσεις του.
Με πόδια σηκωμένα εκεί, ένα ψοφίμι
πεταμένο στην άκρη του καλντεριμιού, σκορπούσε τη δύσοσμη οσμή του που έβγαινε
από τη σάπια κοιλιά του και τα αποσυνθεμένα μέλη του. Πολλές μέρες εκεί ξαπλωμένο
νωχελικά και κυνικά μπρος από τα σπίτια και τα μάτια των ανθρώπων, αψηφούσε το
κακό που τους έκανε και τους χάριζε αρρώστιες, λιγοθυμιές και θανατηφόρα
μικρόβια. Ο ήλιος είχε κάνει τούτο το ψοφίμι τόπο και φωλιά για τα
φοβερά έντομα κι ερπετά που έτρεχαν μέσα στα λασπόνερα να τυλιχθούν με τις
όζουσες και σάπιες σάρκες του.
<< Τούτο το απαίσιο ψοφίμι που τόσα δεινά σας κουβαλά, κι ασάλευτο όλο βρώμα και θυμό την πόλη μας,
τυλίγει, θα το αποτελειώσω μια και καλή σαν δήμαρχος, χριστώ! >> τους
είπε με παρακαλεστή φωνή που ακούστηκε άγρια και
σφυριχτή σαν απρόσμενου
αγέρα ριπή. <<
Έτσι που η πόλη καθαρή χωρίς τη σαπίλα του θα παραδοθεί στη μοίρα της με χάρη
που τη θέλει αξιοπρεπή θυγατέρα προσφιλή της τελειότητας του κάλλους >>
πρόσθεσε ενώ ένιωσε την καρδιά του να την τρώει κάποιο σκουλήκι βρωμερό, όμοιο
μ’ εκείνο του αποσυνθεμένου ψοφιμιού!
Κανείς όμως απ’ αυτούς που τον άκουγαν
δεν πήρε τα λόγια του στα σοβαρά και πολλοί μουρμούρισαν πως ξεστόμισε
λόγια υβριστικά κι άνοστα. Και καθώς ο
αέρας έπνιγε την ατμόσφαιρα με την απαίσια οσμή του ψοφιμιού, πολλοί ήταν
εκείνοι που σκέφτηκαν ν’ απαλλαγούν από
την τρομοκρατία και των δυο, ομιλητή και ψοφιμιού και να φύγουν. Και το έκαναν
με τη σκέψη τους πως ό,τι είπε και είδαν ήταν προάγγελοι κακών στην πόλη.
Ε, λοιπόν, τα πράγματα γι’ αυτόν τον
ονειροπόλο κι αφηρημένο άνθρωπο ήρθαν την επομένη των εκλογών όπως τα ήθελε.
Εκλέχθηκε δήμαρχος παρά τον εκνευρισμό των πολιτών κι άρχισε με τα σημάδια της
απληστίας και της αλαζονείας να εκφράζει την ταραγμένη του ψυχή! Έτσι με το μάτι του γυρισμένο προς τα
πάνω, τα βλέφαρά του να τρεμοπαίζουν σαν τρελά και την ακαμψία του προσώπου του
να τον δείχνει ασθενή που ψυχομαχεί, διάβασε τα θέματα της συζήτησης στην πρώτη
του κιόλας συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου με εξασθενημένη φωνή και τους
κάλεσε να δώσουν ιδιαίτερη σημασία στο επείγον θέμα << εκχώρηση άδειας
λειτουργίας σε θυγατρική της εταιρείας
<< ΜΟΣΩ >> στα νότια της πόλης για την παρασκευή ακετυλενίου και
την παροχή του στη βιομηχανία για την παραγωγή πλαστικών σωλήνων >>.
Και με ύφος σουλτάνου μεγαλοπρεπή, συνέχισε
με κυνικότητα κι αυταρχισμό :
<< Θα πάρουμε όλα τα αναγκαία
μέτρα που θα προστατέψουν τους πολίτες, ώστε να μηδενίσουμε τις επιβλαβείς
συνέπειες που τυχόν θα παρουσιάζονταν κατά το γνωστό στάδιο της πυρόλυσης. Κι
όσο για τα εκρηκτικά μίγματα που θα χρειαστούν να αναφλεγούν για τη διατήρηση
και δημιουργία της οξυακετυλενικής φλόγας κατά τη συγκόλληση μετάλλων και κοπής
αυτών, να είσαστε σίγουροι πως πρώτα μας ενδιαφέρει η υγεία και η ασφάλεια των
πολιτών μας και μετά η παρασκευή συνθετικών ελαστικών >>.
Ωστόσο δεν μπόρεσε να κρύψει τη
δυσαρέσκειά του για κάποιον της αντιπολίτευσης που όση ώρα μιλούσε, σήκωνε
επίμονα το χέρι του και ζητούσε το λόγο να μιλήσει. Έτσι στο τέλος της μικρής
του εισήγησης, του έδωσε το λόγο. Εκείνος αποκαλύπτοντας μια σκληρή γλώσσα του είπε με ασυνήθιστη επιθετικότητα,
που άφηνε έντονες στρογγυλές κηλίδες στα ρουφηγμένα του μάγουλα :
<< Το ψοφίμι είναι ακόμη εκεί,
και, βρωμίζει την πόλη με τις μύγες να
βουίζουν μαζί με τις στρατιές των σκουληκιών στο φριχτό του σκέλεθρο. Κι όμως
στα λόγια σου τίποτα δεν ακούσαμε που να
μας χαροποιεί πως θα απαλλαγούμε απ’
αυτό >>.
Και ύστερα όλο θυμό σαν το απαίσιο
ψοφίμι σκέφτηκε να βρωμίζει το κορμί και την ψυχή της πόλης, του φώναξε με
άγρια φωνή σαν ριπή ανέμου :
<<Είχες πει, πως σαν έπαιρνες την
εκλογή το φριχτό τούτο σκέλεθρο της δυσοσμίας θα πετούσες! Τώρα τι σε κάνει να
μασάς τα λόγια σου και να το αρνείσαι; >>
Κάτω από την πίεση αυτής της μαρτυρίας
ο δήμαρχος τον κοίταξε με οργή που σφηνώθηκε σαν τσεκούρι στο κρανίο του. Με
τον ίδιο τρόπο κοίταξε και τους άλλους και τους είπε με μια χλωμή
λάμψη στα μάτια:
<< Σας λέω, λοιπόν πως οι
αισθήσεις και μνήμη μου είναι οξύτατες και πως θυμάμαι καλά τι είχα πει στην
προεκλογική περίοδο, ατενίζοντας το ψοφίμι. Ωστόσο τίποτα δεν μπορώ να κάνω για
να διώξω το σάπιο σκέλεθρό του. Και
τούτο γιατί το κονδύλι που χρειάζεται δε γλίτωσε από τον ανεμοστρόβιλο της
διαφθοράς του προκατόχου μου. Όσο κι αυτό που θα σας πω είναι φριχτό, με σύνεση
όμως το ομολογώ, πως η σαπίλα τούτη η θλιβερή, εδώ θα μείνει για πολύ, γιατί
νέα δαπάνη δεν προβλέπει ο κώδικας του νέου προϋπολογισμού >>.
<< Το ψοφίμι σκορπίζει
θανατηφόρους ιούς. Ένα αγόρι νοσηλεύεται στην εντατική και οι γιατροί το έχουν
ξεγράψει. Τρεις μέρες το βλέμμα του είναι άκαμπτο και το κορμί του παγωμένο. Κι
εσύ συνεχίζεις το απαίσιο τραγούδι των λόγων σου! Ντροπή σου! >> του είπε
με πνιγμένη φωνή ο ίδιος οργισμένος.
Ο δήμαρχος τον άκουσε αλλά δεν έδειξε
να πονάει. Πάντα όταν επρόκειτο να κάνει κάποια ποταπή ή ανόητη πράξη, γυρνούσε
στα ερείπια της αποσυνθεμένης ψυχής του και ζητούσε να βρει κάποιο ελάχιστο
έλεος. Αλλά ποτέ δεν το έβρισκε. Έτσι
και τώρα με μια θηλιά γύρω από το λαιμό του από την έλλειψη αισθημάτων, ζήτησε
να διακοπεί η συνεδρίαση και να
συνεχιστεί στο εγγύς μέλλον σε ημερομηνία που θα οριζόταν από τον ίδιο. Κι
αυτός γλιστρώντας από την πίσω πόρτα της αίθουσας, μπήκε στην πολυτελή
λιμουζίνα του και με την εύνοια της δύναμης που τον περιέβαλε η ισχύς της θέσης
του, ετοιμάστηκε να τραβήξει για το παραθαλάσσιο παλάτι του, στα δυτικά της
πόλης.
Δυστυχώς όμως γι’ αυτόν τα πράγματα
δεν του ήρθαν όπως τα περίμενε.
Και τούτο γιατί είδε με φρίκη στο παρμπρίζ
του αυτοκινήτου του ένα τρομερό ακέφαλο ψοφίμι, με σάπια κοιλιά, στρογγυλή με
ρίγες μαύρες και χρώματα μουντά, να του γραπώνει θαρρείς το σώμα του και την
ψυχή, θέλοντας να τον τινάξει πέρα μακριά σαν ένα βαρύ σάκο γεμάτο από
σκουπίδια . Κι αυτός τότε αηδιάζοντας από τη θέα της σάπιας σάρκας που τον απειλούσε
θανάσιμα, το’ βαλε στα πόδια κι έντρομος, χαμένος στον παραλογισμό του χάους
και της ύπνωσης, άρχισε να τρέχει στους έρημους δρόμους της πόλης,
συρρικνωμένος και θρυμματισμένος αποζητώντας τη λύτρωσή του στην τρομερή θανατική καταδίκη που του επεφύλασσαν
οι εκδικήτριες χθόνιες θεές.