Οι επιστήμονες
πιστεύουν πως τα αγριογούρουνα είναι πιο ευαίσθητα στη μόλυνση από τη
ραδιενέργεια διότι τρέφονται με μανιτάρια τα οποία βρίσκονται θαμμένα
κάτω από το έδαφος και διατηρούν τη ραδιενεργή ακτινοβολία περισσότερα
από τα άλλα φυτά.
Περισσότερα από ένα στα τρία αγριογούρουνα της Γερμανίας είναι ακατάλληλα προς τροφή λόγω ραδιενέργειας, σύμφωνα με νέα έρευνα της γερμανικής κυβέρνησης.
Τα τελευταία δύο χρόνια, οι κυνηγοί της περιοχής της Σαξονίας στην ανατολική Γερμανία υποχρεούνταν να στέλνουν όλα τα αγριογούρουνα που έπιαναν προς εξέταση των επιπέδων ραδιενέργειάς τους. Από τα 752 αγριογούρουνα που εξετάστηκαν το πρώτο έτος, τα 297 περιείχαν υψηλότερη ποσότητα του ραδιενεργού υλικού καισίου-137 από το όριο ασφαλείας για κατανάλωση από τον άνθρωπο. Σύμφωνα με την έρευνα, το όριο έχει καθοριστεί στα 600 μπεκερέλ ανά κιλό, ωστόσο αρκετά από τα αγριογούρουνα εμφάνιζαν έως και δεκάδες φορές υψηλότερα ποσοστά ραδιενέργειας.
Η Σαξονία βρίσκεται περίπου 1100 χιλιόμετρα από την τοποθεσία του Τσέρνομπιλ, όπου το 1986 το ατύχημα του πυρηνικού αντιδραστήρα απελευθέρωσε μεγάλες ποσότητες ραδιενεργών υλικών στην ατμόσφαιρα. Οι άνεμοι και οι βροχοπτώσεις στη συνέχεια μετέφεραν το υλικό σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης, ακόμα και ως τη Γαλλία.
Οι επιστήμονες πιστεύουν πως τα αγριογούρουνα είναι πιο ευαίσθητα στη μόλυνση από τη ραδιενέργεια διότι τρέφονται με μανιτάρια τα οποία βρίσκονται θαμμένα κάτω από το έδαφος και διατηρούν τη ραδιενεργή ακτινοβολία περισσότερα από τα άλλα φυτά. Τα συγκεκριμένα μανιτάρια πιστεύεται ότι είναι επίσης ακατάλληλα για ανθρώπινη κατανάλωση, και ο τοπικός πληθυσμός έχει προειδοποιηθεί να τα αποφεύγει.
Η γερμανική κυβέρνηση έχει αποζημιώσει με χιλιάδες ευρώ τους κυνηγούς για τα διαφυγόντα κέρδη από τις ποσότητες κρέατος που έπρεπε να καταστρέψουν. Η αποζημίωση δεν καλύπτει τις ζημιές από το κρέας που δεν πωλήθηκε, αλλά καλύπτει το κόστος της καταστροφής τους, σύμφωνα με τον Στέφεν Ρίχτερ, επικεφαλής της τοπικής κυνηγετικής ένωσης.
Σύμφωνα με τους ειδικούς τα επίπεδα ραδιενέργειας ενδέχεται να παραμείνουν πάνω από το ασφαλές όριο για τουλάχιστον τα επόμενα 50 χρόνια.