Του Παν. Αντωνόπουλου
Συνεπαρμένος να κοιτάζει το βουνό ο επιχειρηματίας Λεόντειος, έστρεψε ύστερα
το βλέμμα του πάνω στο νερό τής θάλασσας που με το κύμα της ίσιωνε την άμμο κι
έπαιζε με τα μικρά σκορπισμένα άσπρα κοχύλια που λαμπύριζαν μπροστά σχεδόν στα
πόδια του.
Έτσι
ονειρεμένος από την ομορφιά του τοπίου, σκέφτηκε πως έπραξε συνετά που
εγκατέλειψε το μολυσμένο αέρα και το βάρβαρο πλήθος τής πόλης και ήρθε στον παράδεισο της επαρχίας να βρει
την ησυχία του μέσα στα σκίνα και τους ιβίσκους.
Στο
παράξενο πολυτελέστατο παλάτι του, ζούσε με το υπηρετικό προσωπικό του,
κλεισμένος σαν άγριο θηρίο, υποταγμένος στο φανατισμό του τζόγου και δηλωμένος
άσπονδος εχθρός του πνεύματος. Το πάθος του να παίζει στο χρηματιστήριο τον
είχε αρρωστήσει και η απληστία του, του είχε γίνει ένα από τα εφτά θανάσιμα
αμαρτήματα. Δε φερνόταν σαν άνθρωπος αλλά σαν ένα παρανοϊκό τέρας.
Αποφασισμένος
να απομονωθεί από τον κόσμο και να αφιερωθεί στο παιχνίδι, έφτιαξε ένα θλιβερό
χώρο, με εριστική ασχήμια, που σκόρπιζε φόβο και τρόμο στον επισκέπτη. Έστησε
την αυλόπορτα ολόμαυρη και σιδερένια. Δυο φίδια σε θέση αναρρίχησης από μπρούτζο,
βαμμένα γκρίζα, ένα σε κάθε φύλλο, τη διακοσμούσαν, περιτυλιγμένα το καθένα σ’ ένα γυμνό αντρικό σώμα. Στα κεφάλια τους τα εξογκωμένα μάτια τους
έσταζαν ένα κοκκινόμαυρο υγρό σαν αίμα
που κυλούσε μέχρι τα πρησμένα χείλη τους τα γεμάτα φλύκταινες και βαθιές ουλές.
Κάτω στις ουρές τους και ανάμεσα στα πόδια των δυο αντρικών σωμάτων
διακρίνονταν κατάσπαρτες ταριχευμένες νεκροκεφαλές από ελάφια, αλεπούδες,
τσακάλια, λύκους, και σπαρμένα ράμφη πουλιών μαζί με λιωμένα όστρακα.
Στα
κάγκελα της περίφραξης πολλά καθισμένα μαυροφτέρουγα όρνια, έδειχναν μια
αποκρουστική εικόνα. Μερικά είχαν απλωμένες τις φτερούγες κι άλλα με τεντωμένα
ράμφη, τρυπούσαν τον αέρα σαν πολεμικά δόρατα. Ήταν όλα τους σιδερένια και το
πολύ μαύρο έδινε στα μάτια φριχτή τη θέα τους. Στον κήπο, κάτω από τα δέντρα,
στα παγκάκια και στα πεζούλια είχε βάλλει, φτιαγμένα από ατσάλι, αλεπούδες με
κομμένα πόδια, λαγούς με βγαλμένα μάτια, πουλιά με σπασμένα φτερά, σκιουράκια
ακέφαλα και χελώνες με θρυμματισμένα καύκαλα.
Σ’ ένα ράφι δεξιά στην είσοδο του
σπιτιού, είχε τοποθετήσει ένα σύμπλεγμα από ματωμένα ταριχευμένα κεφάλια
νυφίτσας και ουρές ελαφιών. Μια ακόμη
δεκάδα κατακομματιασμένα κοράκια, μαδημένα και ξεκοιλιασμένα κρέμονταν από τα
μπράτσα των δέντρων τού κήπου.
Κι όλο το
φριχτό θέαμα έκλεινε με την παρανοϊκή αρχιτεκτονική τού σπιτιού. Ένα
αντιαισθητικό και άχρωμο κτίσμα, ριγμένο σαν γυάλινο φέρετρο, έτοιμο να κατέβει
στη γη και να σκεπαστεί με το βαρύ και νοτερό χώμα της.
Το σπίτι είχε εφτά αίθουσες κι αυτός διάλεξε
τη δυτική για δική του χρήση, τη βόρεια για να δίνει τους χορούς του ενώ τις
άλλες πέντε ελάχιστα τις χρησιμοποιούσε. Ήταν διακοσμημένες παράξενα και κάθε τόσο ανανέωνε τη διακόσμηση σύμφωνα με το γούστο του.
Πριν όμως πούμε για τη διακόσμηση της αίθουσας του χορού ας δούμε προσεκτικά
πως ήταν η δική του αίθουσα.
Στο δεξί
μέρος τού τοίχου ήταν ζωγραφισμένη η γριά φτώχεια. Ένα απαίσιο καμπουριασμένο
σκέλεθρο. Τσακισμένη από τα χρόνια και ντυμένη με κουρέλια. Το σώμα της ζαρωμένο και λειωμένο, αιωρούταν σαν
ανάλαφρο σκοτεινό συννεφάκι. Στο δεξί
της χέρι βαστούσε το Δαίμονα και στο άλλο ένα παλιό καλάθι γεμάτο με σκουληκιασμένα
φρούτα. Το κουρέλι τούτο το ανθρώπινο
έδειχνε να θέλει να φτάσει στον τάφο του που λίγο πιο πέρα το περίμενε.
Απέναντι, ο πλούτος καθισμένος στη χρυσή
καρέκλα του, ντυμένος με φανταχτερά και ακριβά στολίδια, κοιτούσε με αλαζονεία τη
φλεγόμενη πόλη. Αν και η πόλη καταστρεφόταν ο ζωγράφος είχε δώσει χαρούμενη
έκφραση στο βλέμμα του, προκαλώντας το θυμό τού θεατή. Κοιτάζοντας δε τον πίνακα
από αριστερά που η δέσμη τού φωτός ήταν σκοτεινή, νόμιζε πως έπαιρνε την άγρια
όψη τού Νέρωνα.
Στο πίσω
μέρος τής αίθουσας, κρέμονταν βαριές κουρτίνες με κυρίαρχα χρώματα το μαύρο και
το κόκκινο. Αυτές με το μαύρο χρώμα ήταν στολισμένες με κόκκινους αγκαθωτούς
σταυρούς ενώ οι κόκκινες με διάσπαρτα μικρά κίτρινα αστεράκια που
περιστρέφονταν γύρω από ασπρόμαυρες νεκροκεφαλές.
Η
αίθουσα του χορού ήταν διαμορφωμένη για την περίσταση και γαργαλούσε κάθε μάτι
με την απέριττη, πρωτότυπη και ασυνήθιστη διακόσμηση. Κουρτίνες κι εδώ με φύλλα
κόκκινα και μαύρα και με πολλές πτυχές
κρέμονταν και στους τέσσερις τοίχους, αφήνοντας μια ιδιόμορφη και περίεργη
χρωματική αίσθηση που σκανδάλιζε την ψυχή των καλεσμένων και τους προξενούσε
φόβο, οργή και ταραχή. Στις τέσσερις γωνιές τής αίθουσας πάνω σε τριγωνικές
μαύρες ξύλινες βάσεις, στέκονταν ισάριθμα γυμνά γυναικεία μαρμάρινα αγάλματα,
με έντονες σμιλευμένες τις γραμμές των κορμιών,
προκαλώντας τις αισθήσεις των καλεσμένων και πιο πολύ των αντρών. Κι ανάμεσα στο ελαφρό χνούδι τού εφηβαίου
τους μια κόκκινη γραμμή από αίμα που
γινόταν πορφυρόχρυση από το αντιφέγγισμα των φώτων, ολοκλήρωνε τη μικρή αυτή γυναικεία συντροφιά που έφερνε
ρίγη ηδονής στις καρδιές και γέμιζε από λαγνεία τις αισθήσεις.
Πίσω από
τα τέσσερα γυμνά μαρμαρένια κορμιά των γυναικών, τέσσερις γυμνοί άντρες,
σμιλευμένοι κι αυτοί περίτεχνα σε καλό και κατάλευκο μάρμαρο, τις αγκάλιαζαν τρυφερά
και αισθησιακά, αγγίζοντας τους ώμους τους. Το τρελό και παρανοϊκό μυαλό τού
καλλιτέχνη, δούλεψε κι εδώ υπέρμετρα, ζωγραφίζοντας κάτω απ’ αριστερό αυτί τού
κάθε καβαλιέρου, μια φαρδιά ουλή, σαν κοίλωμα με αίμα
Ο
επιχειρηματίας Λεόντειος μισούσε τους ανθρώπους του πνεύματος. Τους
περιφρονούσε και δεν τους ήθελε στο σπίτι του. << Κανένας απ’ αυτούς, τους άπλυτους και
λέτσους δε θέλω να έρθει στο χορό των μεταμφιεσμένων και να μας χαλάσει τη βραδιά με πεζολογικές
εξυπνάδες ή με στίχους φαιδρούς. Αυτοί περιφρονούν την ύλη και τα ένστιχτα και
τους μισώ. Ακόμη σιχαίνομαι αυτά που γράφουν γιατί βγαίνουν από τρελά και
άρρωστα μυαλά. Είναι άχρηστα και δεν ωφελούν. Μόνο σαν δει κανείς τον ασκητικό τρόπο τής ζωής τους και τα πελιδνά
πρόσωπά τους καταλαβαίνει τι σόι άνθρωποι είναι! >> είχε πει λίγες μέρες
πριν προσκαλέσει τα ζευγάρια των μασκαρεμένων την Κυριακή τής αποκριάς και
έδωσε εντολή στο θυρωρό να μην περάσει μέσα κανένας τέτοιος ανεπιθύμητος οπαδός
τού λογιοτατισμού.
Η πρώτη
δουλειά των μεταμφιεσμένων το βράδυ της αποκριάς σαν πέρασαν την πόρτα ήταν να
θαυμάσουν τη διακόσμηση της αίθουσας. Το έκαναν με ενθουσιασμό στην αρχή αλλά
τους κυρίεψε ο φόβος προς το τέλος. Με
κρίσεις και επικρίσεις και μ’ ένα μούδιασμα στην ψυχή για το μέλλον τής
βραδιάς, περίμεναν από τον οικοδεσπότη να δώσει το σύνθημα της έναρξης της
ευωχίας και του χορού. Κι αμέσως ο
Λεόντειος το έκανε δίδοντας εντολή στο προσωπικό του να αρχίσει το σερβίρισμα. Κάθισε
κι εκείνος και τα τραπέζια γέμιζαν φαγητά. Δυο ψητά γουρουνόπουλα με μικρές
στρογγυλές πατάτες έκαναν την αρχή σερβιρισμένα σε μεγάλους ασημένιους δίσκους
και μπήκαν στη μέση του τραπεζιού. Ακολούθησαν στη συνέχεια δεκατρείς πάπιες
γεμιστές με κάστανα κι ελιές, εφτά κοτόπουλα ελεύθερης βοσκής, γαρνιρισμένα με
φρούτα θαλάσσης και πασπατεμένα με ολόξανθη ρίγανη. Δώδεκα φραγκόκοτες με
σαμπάνια, ορτύκια με ρύζι και σάλτσα και ποικιλίες από ψάρια μέσα σε μεγάλες
πορσελάνινες λεκάνες. Ύστερα ήρθαν τυριά και σαλάτες. Όλες εντυπωσιακά βαλμένες
σε διαφανή κρυστάλλινα μπολάκια,
γαρνιρισμένες με πράσινες τσακιστές ελιές Καλαμών και θρεμμένα τηγανιτά
σπαράγγια. Σαν μπήκαν οι σαλάτες στη θέση τους ήρθε η σειρά τού
κρασιού. Αυτό σερβιρίστηκε σε μποτίλιες
Βοημίας και η θέα τους έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στους μεταμφιεσμένους. Το δε
κατακόκκινο σαν αίμα χρώμα του τους έβαλε σε
κακές σκέψεις και τους ξύπνησε μέσα τους το θεριό του φόβου που κοιμόταν
στριμωγμένο στα σπλάχνα τους.
Όταν όλα
ήταν έτοιμα έπεσαν με απληστία στο φαγητό. Σαν έφαγαν το καταπέτασμα σηκώθηκε ο επιχειρηματίας κι έκανε νεύμα με
το χέρι να παίξει η ορχήστρα. Αμέσως ένα
γλυκό ταγκό ακούστηκε στην ατμόσφαιρα, τα φώτα
χαμήλωσαν και οι μασκαρεμένοι σηκώθηκαν κι άρχισαν το χορό. Όσο περνούσε
όμως η ώρα οι χορευτές αντί να δείχνουν χαρούμενοι, φαίνονταν εκνευρισμένοι λες
και κάτι τους βασάνιζε. Και προς το
τέλος τού χορού κάποια ζευγάρια μπέρδεψαν τα βήματά τους κι εγκατέλειψαν την
πίστα πηγαίνοντας στις θέσεις τους.
Όταν σταμάτησε η ορχήστρα και οι μεταμφιεσμένοι
κάθισαν ο Λεόντειος ανέβηκε σε μια μεταλλική εξέδρα για να τους ευχαριστήσει
και να τους μιλήσει για τα κέρδη του στο
τζόγο. Και τότε πριν προλάβει ν’ αρθρώσει το λόγο του από το βάθος τής αίθουσας
είδε να ξεπροβάλλει ένας παράξενος επισκέπτης και να ‘ρχεται αργά- αργά, στητός
και αγέρωχος προς το μέρος του. Όσο πλησίαζε το φοβισμένο μουρμουρητό που
έβγαινε από τα χείλη των καλεσμένων δυνάμωνε για να καταλήξει στο τέλος σε μια
υστερική αντίδραση. Ο απρόσκλητος όμως επισκέπτης,, ατάραχος και θρασύς και μ’
ένα ειρωνικό χαμόγελο στα χείλη τούς πλησίασε, πέρασε ανάμεσά τους και στάθηκε
κοντά στην εξέδρα. Κοντός με μακριά άσπρα μαλλιά ριγμένα πιο πολύ πίσω παρά
μπροστά με μαύρο πουκάμισο και τζιν παντελόνι στενό στα μπατζάκια που χώνονταν
σε δυο καφετιές αρβύλες, έδειχνε άνθρωπος διανοούμενος με ιδανικά και πιστεύω.
Ο
επιχειρηματίας στην αρχή τα ‘χασε,
κοκκίνισε κι αφού έβηξε φάνηκε να έτρεμε από το θυμό του. Σαν συνήλθε τον
κοίταξε καλά με τα μάτια του που γυάλιζαν σαν δυο αναμμένα κάρβουνα και τον
γνώρισε.. Μια κραυγή τότε βγήκε από το στόμα του και γρήγορα ετοιμάστηκε να
κατέβει από την εξέδρα και να κινηθεί εναντίον του με άγριες διαθέσεις. Ωστόσο
δεν το ‘κανε γιατί είδε τον επισκέπτη να τον κοιτάζει με περιφρόνηση κι αυτό
τον έβαλε σε σκέψεις. Και τότε ένα
τσίριγμα τρανταχτό ακούστηκε και μια γυναίκα έπεσε με πάταγο στο δάπεδο
παρασύροντας μαζί της και τα σερβίτσια τού τραπεζιού που βρόντηξαν και
σπάζοντας έγιναν χίλια κομμάτια. Το μουρμουρητό ξεχύθηκε πάλι και οι
αποδοκιμασίες των καλεσμένων έντονες ακούστηκαν από τη μια άκρη της αίθουσας
στην άλλη. Ο παράξενος επισκέπτης τώρα
κοίταξε με στοργή και οίκτο τους φοβισμένους και απτόητος ξανάρχισε να
βαδίζει προς την εξέδρα που βρισκόταν ο επιχειρηματίας Λεόντειος.
Όλοι πια
είχαν γνωρίσει τον παράξενο επισκέπτη που δεν ήταν άλλος από το συγγραφέα
Ελευθέριο. Πώς μπήκε όμως μέσα; Γιατί παράκουσε την εντολή τού επιχειρηματία; Ένας μυθοπλάστης ψεύτης και φαντασιόπληκτος
διανοούμενος πώς μπόρεσε κι έδειξε τέτοια ξιπασιά απέναντι στο λόγο τού ισχυρού
επιχειρηματία;
--- Πώς
τόλμησες και μπήκες εδώ μέσα, ξετσίπωτε και φτωχέ γραφιά τού πνεύματος; τον ρώτησε τρέμοντας ο Λεόντειος κι έκανε το
πρώτο βήμα για να του επιτεθεί ενώ συμπλήρωσε με οξύ τόνο στη φωνή του: Μας
μολύνεις τον αέρα, γύρισε πίσω και φύγε! Δε σε χωράει η διονυσιακή μας
ευωχία, είσαι ο ελεεινότερος εχθρός της!
Ωστόσο ο
συγγραφέας Ελευθέριος δεν πτοήθηκε από τα όσα του είπε και συνέχισε να τον
κοιτάζει πράος και ήρεμος σαν είδε πως ο αντίπαλός του είχε σταματήσει στην
άκρη τής εξέδρας. Και τότε του είπε, ψύχραιμα:
--- Χθες βράδυ είχαμε πνευματικό συμπόσιο στη διπλανή
αίθουσα που μας νοικιάζεις όταν στη ζητάμε και κάναμε ενδιαφέροντα πράγματα.
Απαγγείλαμε ποιήματα, διαβάσαμε αποσπάσματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και
συζητήσαμε υπέροχα. Έτσι κουρασμένος
κοιμήθηκα στο ξενώνα που διαθέτει η αίθουσα.
Όλη μέρα ξεφύλλιζα χαρτιά και βιβλία. Ένιωσα μοναξιά και μπήκα εδώ μέσα να
ξαλαφρώσω. Θαρρώ πως υπάρχει και για μένα χώρος!
Τότε η
μπρούτζινη επιδερμίδα τού επιχειρηματία κοκκίνισε και με φωτιά στην καρδιά και
μίσος άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα τής εξέδρας για να του επιτεθεί.
Και τότε
συνέβη στον επιχειρηματία Λεόντειο το απρόβλεπτο. Γλίστρησε κι έπεσε ανάσκελα
στα τρία σιδερένια σκαλιά χτυπώντας το κεφάλι του πίσω στον αυχένα. Το αίμα
πετάχτηκε σαν πίδακας, ο Λεόντειος έβγαλε μια φωνή τρόμου κι έμεινε στον τόπο.
Αγνώριστος όπως ήταν φόβισε τους
καλεσμένους που πετάχτηκαν όρθιοι και μέσα
σε τσιριχτές φωνές και σπρωξιές, τράβηξαν για την έξοδο. Στο δρόμο τους
παρέσυραν και κατάστρεψαν τα πάντα, ξεχνώντας ακόμη και να σκύψουν πάνω από το
σώμα τού νεκρού. Στο παραλήρημα και την υστερία που τους βρήκε έχασαν την
ψυχραιμία τους και κατεβαίνοντας τις σκάλες βρήκαν τη συμφορά. Και τότε αρκετοί
έχασαν τη ζωή τους, άλλοι ακρωτηριάστηκαν και οι επιζήσαντες σκορπίστηκαν στον
κήπο, σαν όρνια κυνηγημένα από την μπόρα.
Μέσα στην
αίθουσα οι μόνοι που είχαν μείνει ήταν ο
επιχειρηματίας Λεόντειος και ο συγγραφέας Ελευθέριος. Ο πρώτος νεκρός κι ο
δεύτερος ζωντανός. << Ο διάβολος
σ’ έφαγε, πλάσμα ολέθρου! >> του ψιθύρισε ο συγγραφέας σκύβοντας να του
κλείσει τα μάτια και μ’ ένα σταυρό ύστερα ξόρκισε τη φρίκη που ένιωθε.