Νομίζαμε πως γνωρίζαμε τα πάντα, ή
σχεδόν τα πάντα, για τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα.
Κι όμως
Βρετανοί επιστήμονες ανακάλυψαν άλλο ένα.
Το μυκόπλασμα των γεννητικών
οργάνων ή αλλιπως (MG) μεταδίδεται μέσω της σεξουαλικής επαφής.
Μέχρι
πρότινος οι ερευνητές δεν ήταν σίγουροι για το πώς μεταδίδεται αυτή η
συχνή ασυμπτωματική λοίμωξη που εντοπίστηκε για πρώτη φορά στις αρχές
της δεκαετίας του ‘80.
Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του
Λονδίνου μελέτησν 4.500 σεξουαλικά ενεργούς Βρετανούς μέσα στο χρονικό
διάστημα από το 2010 έως το 2012.
Οι συμμετέχοντες ήταν από 16 έως 44 ετών οι οποίοι έδωσαν δείγματα ούρων για αναλυση.
Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν πως
το βακτήριο του μυκοπλάσματος υπήρχε στο 1% των συμμετεχόντων και
συνδεόταν με επικίνδυνες σεξουαλικές συμπεριφορές, όπως είναι οι
πολλαπλοί σεξουαλικοί σύντροφοι και οι μη ασφαλείς σεξουαλικές πρακτικές
μέσα στο περασμένο έτος.
Όπως τονίζουν οι ερευνητές, τα ευρήματά
τους δείχνουν ότι πρέπει να δοθεί περισσότερη σημασία από τους ειδικούς
στη λοίμωξη από το βακτήριο του μυκοπλάσματος, καθώς μια συχνότητα της
τάξεως του 1% δεν είναι καθόλου αμελητέα.
Αντίθετα, αναδεικνύει την ανάγκη της καλύτερης ενημέρωσης των ιατρών σχετικά με την εν λόγω λοίμωξη.
Το βακτήριο αυτό επηρεάζει τους
βλεννογόνους της ουρήθρας, του τραχήλου της μήτρας, του φάρυγγα και του
πρωκτού. Εάν δεν αντιμετωπιστεί με θεραπεία, η λοίμωξη στους άνδρες
μπορεί να οδηγήσει σε φλεγμονή της ουρήθρας (ουρηθρίτιδα), του σωλήνα
δηλαδή που μεταφέρει τα ούρα και το σπέρμα. Στις γυναίκες η λοίμωξη από
μυκόπλασμα γεννητικών οργάνων φαίνεται να αυξάνει τον κίνδυνο
υπογονιμότητας, πρόωρου τοκετού και έκτοπης κύησης, σύμφωνα με τα κέντρα
ελέγχου και πρόληψης νοσημάτων των ΗΠΑ.
Τα ποσοστά των λοιμώξεων από μυκόπλασμα
βρέθηκαν να είναι παρόμοια σε άνδρες και γυναίκες(1,2% και 1,3%
αντίστοιχα), αλλά ενώ στα νεαρά αγόρια ηλικίας 16-19 δεν εντοπίστηκε
κανένα κρούσμα, στα κορίτσια της ίδιας ηλικιακής ομάδας βρέθηκε
μολυσμένο το 2,4%, δηλαδή σημειώθηκε το μεγαλύτερο ποσοστό λοιμώξεων από
μυκόπλασμα σε σύγκριση με όλες τις άλλες ηλικιακές ομάδες των γυναικών.
Η συχνότητα μόλυνσης μειωνόταν στις γυναίκες μετά τα 19, ενώ στους
άνδρες τα υψηλότερα ποσοστά σημειώθηκαν στην ηλικιακή ομάδα 25-34, η
οποία πολύ συχνά δεν βρίσκεται μέσα στις ομάδες που στοχεύουν τα
προγράμματα πρόληψης των σεξουαλικώς μεταδιδόμενων νοσημάτων.
Πολύ λίγοι ήταν οι συμμετέχοντες που
παρουσίασαν συμπτώματα. Σχεδόν το 95% των μολυσμένων ανδρών δεν είχε
κανένα σύμπτωμα που να σχετίζεται με σεξουαλικώς μεταδιδόμενη λοίμωξη,
όπως είναι ο ερεθισμός του πέους, η φλεγμονή, η κολπική έκκριση , ο
πόνος και η οσμή. Το ίδιο ίσχυε και για το 56% των γυναικών με
μυκόπλασμα που δεν είχαν κολπικό ερεθισμό, έκκριση, φλεγμονή ή
αιμορραγία. Κάποιες γυναίκες, ωστόσο, ανέφεραν μια μικρή αιμορραγία μετά
τη σεξουαλική πράξη.
Σύμφωνα με την ανάλυση των
αποτελεσμάτων, παρά τον μικρό αριθμό συμπτωμάτων ενδεικτικών μιας
σεξουαλικώς μεταδιδόμενης λοίμωξης, η λοίμωξη από μυκόπλασμα γεννητικών
οργάνων συνδεόταν στενά με τη σεξουαλική δραστηριότητα. Οι ερευνητές
μάλιστα υποστηρίζουν ότι, σύμφωνα με τα πρόσφατα ευρήματα, θα έπρεπε να
χαρακτηριστεί σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα.