Γράφει η δικηγόρος Αθηνών
Αναστασία Μήλιου*
Για όσους
έχουν δάνεια σε ελβετικά φράγκα, η υπ’αριθμ. 334/2016 απόφαση κατά της Eurobank, αποτελεί την πρώτη απόφαση που ουσιαστικά δικαιώνει
τους δανειολήπτες σε συλλογικό επίπεδο και αναγνωρίζει ότι τα εν λόγω δάνεια
είναι καθαρά επενδυτικά προϊόντα και δεν σχετίζονται με τα στεγαστικά δάνεια τα
οποία αναζητούσαν οι δανειολήπτες.
Το ερώτημα που
τίθεται από πολλούς δανειολήπτες είναι κατά πόσο η συγκεκριμένη απόφαση τους
καλύπτει απέναντι στην Eurobank
κι αν με βάση την απόφαση αυτή, μπορούν να απαιτήσουν και να διεκδικήσουν να
επαναϋπολογιστεί και το δικό τους δάνειο με βάση την αρχική ισοτιμία.
Η απόφαση αυτή
είναι γενική. Τους αφορά όλους και ταυτόχρονα κανέναν, ούτε καν τα μέλη των
συλλόγων που άσκησαν την αγωγή.
Ακόμα και
αυτοί δηλαδή θα πρέπει να ασκήσουν ατομική αγωγή κατά της τράπεζας για να
αξιώσουν για το δικό τους δάνειο αυτό που διέταξε με την υπ’αριθμ. 334/2016 το
δικαστήριο.
Και τούτο
διότι όπως αναφέρεται στην απόφαση «Με την εν λόγω
αγωγή, η ένωση καταναλωτών δικαιούται να ζητεί «...την παράλειψη της παράνομης
συμπεριφοράς του προμηθευτή ...(περ. α'), ιδίως όταν αυτή συνίσταται στη
διατύπωση και χρήση καταχρηστικών γενικών όρων των συναλλαγών. Όπως ρητά
ορίζεται στο νόμο, η ένωση
νομιμοποιείται να ασκήσει την προκείμενη αγωγή όχι για λογαριασμό συγκεκριμένου
καταναλωτή, αλλά για την προστασία των «... γενικότερων συμφερόντων του καταναλωτικού
κοινού...». Η ως άνω αγωγή, λοιπόν, αποβλέπει, στη διαφύλαξη του
«διάχυτου καταναλωτικού συμφέροντος» και δεν
αναφέρεται σε ατομικά θιγόμενους καταναλωτές. Σκοπός της είναι η
αναγνώριση της συμπεριφοράς του εναγόμενου προμηθευτή (δηλαδή της τράπεζας) ως
αντικαταναλωτικής, παράνομης ή καταχρηστικής και ο εξαναγκασμός του τελευταίου
σε συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη, με την οποία θα αίρεται η αθέμιτη πρακτική,
αλλά και θα ανατρέπεται η επανάληψη της στο μέλλον.
Εφόσον η αγωγή αυτή έχει ως στόχο την προστασία
συλλογικών συμφερόντων, δεν μπορούν με αυτήν να επιδιώκονται ατομικά συμφέροντα
είτε των μελών της ενάγουσας ένωσης είτε τρίτων καταναλωτών. Και ναι
μεν η απόφαση της συλλογικής αγωγής μπορεί να αποτελεί αντικείμενο επίκλησης από
μεμονωμένους καταναλωτές σε ενδεχόμενες ατομικές διαφορές με τον ίδιο
προμηθευτή, τούτο δε σημαίνει, όμως, ότι μπορεί με τη συλλογική αγωγή να
επιδιώκεται παροχή ατομικής ένδικης προστασίας, έστω και αν αυτή αφορά ευρύτερη
ομάδα προσώπων.
Κάθε αίτημα, που
δεν κατατείνει στη διαφύλαξη του γενικού, αλλά στη διασφάλιση του ατομικού
καταναλωτικού συμφέροντος μέσω κριτηρίων ατομικών αναγόμενων σε προσωπικές
καταστάσεις, εκτιμήσεις, ικανότητες, προβλέψεις, επιδιώξεις και διακινδυνεύσεις
των αντισυμβαλλομένων μερών δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο - βάση της
συλλογικής αγωγής, στο πλαίσιο της οποίας το Δικαστήριο καλείται να διατάξει
ρυθμιστικά μέτρα υπερατομικού χαρακτήρα. Και τούτο, διότι αντικείμενο της
αγωγής αυτής είναι η δικαστική βεβαίωση ορισμένης νομικής ή πραγματικής
κατάστασης ως αντικαταναλωτικής, αφετέρου δε η επιβολή αντίρροπων ρυθμιστικών ή
διαπλαστικών μέτρων, ικανών να ανατρέψουν ή να αποτρέψουν την έκνομη αυτή
κατάσταση χάριν της προστασίας του γενικού συμφέροντος του καταναλωτικού κοινού.
Η δεχόμενη τον
καταχρηστικό χαρακτήρα ενός γενικού συναλλακτικού όρου και διατάζουσα την
παράλειψη της χρήσης του δικαστική απόφαση, δεσμεύει τον προμηθευτή έναντι οποιασδήποτε άλλης καταναλωτικής
οργάνωσης με συνέπεια η εξενεχθείσα δικαστική κρίση να είναι δεσμευτική για το
δικαστήριο κάθε νέας συλλογικής αγωγής, ενώ στο πλαίσιο της ατομικής δίκης
αναπτύσσει κατά τη διάταξη του άρθρου 10 § 20 ν. 2251/1994 μια ιδιότυπη δεσμευτικότητα, που ισχύει
έναντι πάντων πλην όμως, η
απόφαση επί της συλλογικής αγωγής της παραπάνω διάταξης δεν διαγιγνώσκει
δικαιώματα ή υποχρεώσεις ούτε ενεργεί αποκαταστατικά, αλλά διαπιστώνει την
αντικαταναλωτική συμπεριφορά του προμηθευτή.
Γι' αυτό δεν είναι
δυνατό να προσδοθεί σε αυτήν η δεσμευτική ενέργεια του δεδικασμένου, λαμβανομένου,
μάλιστα, υπόψη ότι οι αποφάσεις, που εκδίδονται στο πλαίσιο της εκούσιας
δικαιοδοσίας, προκαλούν δεσμευτικότητα εκτεινόμενη και στην περιοχή της
αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας, αποκλειστικά και μόνον, όμως, για τα θέματα
εκείνα, που κατά νόμο ανήκουν στη sedesmateriae της καθοριστικής λειτουργίας
του δικαίου, ώστε η απόφαση επί
συλλογικής αγωγής, που διαπιστώνει την καταχρηστικότητα ενός ΓΟΣ δεν μπορεί να
έχει ως συνέπεια την ακυρότητα όλων των αντίστοιχων όρων των ενσωματωμένων σε
ατομικές συμβάσεις με συγκεκριμένους καταναλωτές, έστω και αν αυτοί είναι μέλη
της ένωσης, που άσκησε την αγωγή, αφού η επέλευση ή μη της ακυρότητας
των ενσωματωμένων όρων αποτελεί έργο της αποκαταστατικής λειτουργίας, την οποία
τα δικαστήρια επιτελούν στο πλαίσιο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας τους.
Συνεπώς, οποιοδήποτε ευνοϊκό αποτέλεσμα της εκδοθείσας
ως άνω απόφασης μπορεί να γίνει απλά αντικείμενο επίκλησης, τόσο από τα μέλη
της ένωσης καταναλωτών, η οποία ήταν διάδικος στη συγκεκριμένη δίκη, όσο και
από άλλους καταναλωτές, ακόμη και μη μέλη ένωσης, οι οποίοι διατηρούν
μελλοντικές αξιώσεις έναντι του ίδιου εναγομένου.
Οι ενώσεις καταναλωτών
νομιμοποιούνται βάσει του καταστατικού τους σκοπού να ασκούν τη συλλογική αγωγή
για τη διαφύλαξη των συμφερόντων των καταναλωτών γενικά και να ζητούν να
ληφθούν μέτρα ρυθμιστικά της αγοράς. Η έννοια δε του καταναλωτή, κατά το άρθρο
1 παρ. 4 εδ. α' του νόμου 2251/1994 είναι ευρεία, διότι καταλαμβάνει κατά το
γράμμα του, κάθε πρόσωπο, που αποτελεί τον τελικό αποδέκτη ενός προϊόντος ή
μιας υπηρεσίας, ασχέτως αν η χρήση, για την οποία προσδιορίζεται, είναι
προσωπική ή επαγγελματική και ασχέτως λοιπών στοιχείων εξατομίκευσης στο
πρόσωπο του κάθε αντισυμβαλλόμενου δανειολήπτη, εφόσον ένας είναι ο σκοπός της
λήψης των επίδικων δανείων (ΟλΑΠ 13/2015, ΤΝΠ Νόμος). Ο δανειολήπτης, μάλιστα,
αυτός πληροί, επίσης, και την ειδικότερη έννοια του καταναλωτή, όπως αυτή
ορίζεται στο άρθρο 9Α του ν. 2251/1994, αφού ως φυσικό, κατά κανόνα, πρόσωπο,
έχει προσφύγει στις υπηρεσίες των τραπεζών, για να καλύψει στεγαστικές του
απλώς, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, ανάγκες.
Η επιδιωκόμενη,
άλλωστε, συλλογική ή ατομική ένδικη προστασία θεμελιώνεται σε διαφορετικά
δικανικά κριτήρια. Στην περίπτωση της συλλογικής αγωγής ο δικαστικός έλεγχος
είναι αφηρημένος (in abstracto) είτε διότι αφορά απροσδιόριστο αριθμό ήδη
καταρτισμένων συμβάσεων, είτε διότι ενεργείται για το μέλλον (exante), στη
βάση, δηλαδή, απλής διακινδύνευσης του γενικού καταναλωτικού συμφέροντος από τη
φερόμενη ως παράνομη ή καταχρηστική συμπεριφορά του προμηθευτή. Αντίθετα, στην
ατομική δίκη εξετάζονται τόσο η συγκεκριμένη βλάβη, που προκλήθηκε ή δύναται να
προκληθεί στα συμφέροντα του καταναλωτή ως αποτέλεσμα της επίμεμπτης διαγωγής
του προμηθευτή, όσο και οι ειδικές συνθήκες, που οδήγησαν στη σύναψη
'συγκεκριμένης σύμβασης εκ μέρους του καταναλωτήΣυνεπώς, διαφοροποιείται ουσιωδώς η παροχή
συλλογικής σε σχέση με την παροχή ατομικής ένδικης προστασίας, καθώς στην πρώτη
ο έλεγχος έγκειται στην παράβαση βασικών γενικών δικαιϊκών αρχών λόγω
διακινδύνευσης του κοινού καταναλωτικού συμφέροντος εντός απροσδιορίστου
αριθμού καταρτισμένων συμβάσεων. Επομένως,
τόσο το αίτημα της συλλογικής αγωγής, όσο και η απόφαση επ' αυτής, θα πρέπει να
τείνουν στην προστασία των γενικότερων συμφερόντων με την αναγνώριση της
αντικαταναλωτικής συμπεριφοράς του προμηθευτή και τη λήψη ρυθμιστικών μέτρων σε
βάρος του τελευταίου και δη την απαγόρευση της συνομολόγησης ή της μελλοντικής
χρήσης του συγκεκριμένου συμβατικού όρου.
Το δικαστήριο
δεν προβαίνει στη διάγνωση ατομικής έννομης σχέσης ή ιδιωτικού δικαιώματος της
ενάγουσας καταναλωτικής ένωσης, αλλά διαπιστώνει γενικά και αντικειμενικά την
ύπαρξη κατάστασης, που ενέχει αντικαταναλωτική συμπεριφορά, διατάσσει τα κατά
την κρίση του ενδεδειγμένα ρυθμιστικά μέτρα για την προστασία του συνόλου των
καταναλωτών και εξαλείφει παράνομες πρακτικές του προμηθευτή»
Με
βάση το ανωτέρω σκεπτικό της υπ’αριθμ. 334/2016 απόφασης, οι δανειολήπτες
δανείων ελβετικού φράγκου, μπορούν να επικαλεστούν το αποτέλεσμα της και τις
κρίσεις της περί των τιθέμενων θεμάτων,εφόσον καταθέσουν δικής τους ατομική
αγωγή κατά της τράπεζας όπου θα παραθέτουν τα προσωπικά τους δεδομένα, την
προσωπική τους ζημία από την συμπεριφορά της τράπεζας,
τον τρόπο εσφαλμένης και πλημμελούς ενημέρωσής τους, κ.τ.λ.
Απλή αίτηση
των δανειοληπτών προς την τράπεζα για επαναϋπολογισμό του δανείου τους με βάση
την αρχική ισοτιμία, επικαλούμενοι την άνω δικαστική απόφαση, δεν τους καλύπτει
καθώς η απόφαση δεν δεσμεύει την τράπεζα
απέναντι στους δανειολήπτες της σε ατομικό επίπεδο.
Μόνο η έκδοση
δικαστικής απόφασης που θα αναγνωρίζει ως καταχρηστικούς τους δανειακούς όρους,
συγκεκριμένης κάθε φορά δανειακής σύμβασης, μπορεί να υποχρεώσει την τράπεζα να
προβεί στις επιθυμητές ενέργειες μείωσης του χρέους.
Σημειώνεται δε
ότι με βάση τον νέο κώδικα πολιτικής δικονομίας η αγωγή κατά της τράπεζας
συζητείται εντός 115 ημερών (3,5 μηνών) από την κατάθεση της αγωγής στο
δικαστήριο, ενώ το δικαίωμα της αναβολής έχει πρακτικά καταργηθεί. Καταργήθηκε
επίσης η εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο και η συζήτηση της αγωγής γίνεται μόνο
μέσω της κατάθεσης του φακέλου στην γραμματεία του δικαστηρίου, ο οποίος
περιέχει τα απαραίτητα για την στοιχειοθέτηση και απόδειξη των ισχυρισμών της
αγωγής, έγγραφα.
Αναστασία Χρ. Μήλιου
Δικηγόρος
παρ’Εφέταις Αθηνών
Λεωφ.
Μεσογείων 403, Αγία Παρασκευή
Τηλ.
213-0338950, 6945-028153
e-mail: natmil@otenet.gr, www.legalaction.gr
fb: Αναστασία Μήλιου