Του
Παναγιώτη Αντωνόπουλου
<< Πάρα πολύ καλό για να
είναι αληθινό >> μου έγραψες στο μήνυμά σου για το διήγημά μου <<
Άρωμα γυναίκας >>. << Γλυκό με γλώσσα ωραία >> για το
χρονογράφημά μου << Ρήνη >>. << Είσαι σκληρός σαν μάρμαρο και διαπεραστικός σαν την
εγγλέζικη ομίχλη >> για το ποίημά μου << Αχνόθερμη όψη >>.
Ρόδινη αυγή τα λόγια σου, άνθος που
τρεμίζει το νόημά τους. Κι ως ξέσπασε από χαρά το βιολί μες στην καρδιά μου, Ηλιαχτίδα σε βάφτισα. Ηλιαχτίδα του Πουατιέ
της Γαλλίας, αφού εκεί κάτω από το μέγα ουρανό του η ζωή σου από τις μνήμες
ξεπηδάει. Και σε φαντάζομαι πάνω στο ωραίο σου κορμί, σειστή να περπατάς σε
κάποιον μακρινό σκοπό να πηγαίνεις. Τις
πόρτες να περνάς και ο καθείς να σε θαρρεί σαν
φίδι που χορεύει πάνω σε ξύλινο ραβδί. Ύστερα όνειρο στιγμιαίο στις όχθες του Σηκουάνα να
γίνεσαι, επιβάτισσα μετά στο συνωστισμό του υπόγειου τρένου, θεσπέσια ύπαρξη
στη συνέχεια έξω από τον Πύργο του Άιφελ να χτενίζεις με τα λευκά σου δάχτυλα
τα στάχυα των μαλλιών σου. Τέλος
μακριά από τη σιωπή τη γεμάτη ρυτίδες, καθισμένη γόησσα στη γωνιά του
πάρκου να διαβάζεις, τις βουερές μαχητικές σου μέρες ανέγνοιαστη να διασχίζεις
τους στίχους του Μπωντλαίρ απαγγέλλοντας:
<< Κάποιο πρωί, μ’ ολόφλογη τη φαντασία, κινάμε, γεμάτη πόθους
την καρδιά κι έχτρες που μαραζώνουν και της ψυχής μας το άπειρο, ως με το κύμα
πάμε, λικνίζουμε σε θάλασσες τρανές μα που τελειώνουν. Άλλοι χαρούμενοι που μια
πατρίδα άτιμη αφήκαν, άλλοι το φριχτό λίκνο τους και μερικοί, αστρολόγοι, που
ωστόσο μες στα μάτια μιας γυναίκας επνιγήκαν, της Κίρκης με το επίφοβο
μοσχοβοτανολόγι >>.
Ηλιαχτίδα του Πουατιέ η πατρίδα μας
δυστυχώς η Ελλάδα μας έγινε Κίρκη! Μας μεταμορφώνει σε πεινασμένους
Πτωχοπρόδρομους, στους δρόμους της γυρνάμε νηστικοί, με τρύπιο ρούχο και άθλιο
πανωφόρι. Διαρκώς στερημένοι και ούτε ορεγόμαστε ευωδιαστό μονοκυθρίτσιον,
χορδοκοιλίτσια και νόστιμο σφουγγάτο που σε σωρούς αχνίζουνε στα τραπέζια των
μικρονοϊκών αρχόντων μας.
Τόση είναι η πενία μας που το
οικονομικό χάσκον χάος και μένα χωρίς σέντσι έχει αφήσει. Γράφω με δανεικό
στυλό, στο μέλλον ίσως τον στερηθώ, έλλειψη που μπορεί να μου στοιχίσει, γιατί
χωρίς γραφή να πέσω σε παρακμή, τον εύηχο τίτλο του << Δημιουργού του
Ιονίου >> που μου έδωσες να χάσω!
Τελειώνω. Για να μην έχει το τέλος
της λιτής γραφίδας μου πικρή ελαύνουσα υφή, με στίχο εύσπλαχνο της πατριώτισσας
Πολυδούρη θα ντύσω. Στίχοι αφιερωμένοι
σε σένα την άφθαρτη και την αιώνια του Πουατιέ, τη σμιλεμένη με του χρόνου τα
χρωματιστά πετράδια: <<Κοντά σου
δεν ηχούν άγρια οι ανέμοι. Κοντά σου είναι η γαλήνη και το φως. Στου νου μας τη
χρυσόβεργη ανέμη ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός >>.