Αν, με πλήγωσες βαριά, με το
χρονογράφημά σου, φίλε μου δημοδιδάσκαλε και μ' έκανες να κλάψω αναζητώντας το ρυθμό της ζωής μου που τώρα
στα στερνά μου ανακάλυψα τα ρέματα των αιώνων στο μυθικό ταξίδι που μας
σεργιάνισες, οφείλω και να σε συγχαρώ ταυτόχρονα που με προσγείωσες στη σκληρή
πραγματικότητα, γιατί η ψυχή μου λευτερωμένη
στάλα - στάλα πήρε τη διδαχή της.
Η
βαθιά και ακριβολογημένη γνώση της φύσης και της ζωής, ξεπηδά μέσα από το
χρονογράφημά σου και μας προσγειώνει ο ακράτητος λόγος σου που, παρά τον έντονο
ιδεαλισμό, αναδύεται ένας εσωτερικός διχασμός
και αντιφάσεις για τη ζωή του ανθρώπου και τη φιλοσοφία της που
υπογραμμίζουν υπαινικτικά την αναπόδραστη παρουσία της αντίφασης σε όλες τις
διαδικασίες της αντικειμενικής και υποκειμενικής πραγματικότητας.
Δυστυχώς!
Μόνοι ερχόμαστε στη ζωή και μόνοι φεύγουμε, κι εγώ, που το κορμί μου εποθούσα
να το μεθάει ένα κρασί κι ένας ρυθμός
και μια πλημμύρα θε'ι'κή, λυγισμένος απ' τα χρόνια, σέρνομαι αναπολώντας το
παρελθόν και τους ανθρώπους που μεγάλωσα δίπλα τους και τώρα μου λείπουν. Πόσο
άχαρη τελικά γίνεται η ζωή, και πόσο μοιρολάτρες γινόμαστε...
Η '' ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑ ΣΟΥ ''
μοσχοβολάει!
Με ταξίδεψες σε ουρανό και σε πελάη που με πάνε μακριά και
πλουτώνιοι θυμοί τάραξαν την ψυχή μου, μιας και μέσα του( Χρονογράφημά σου)
περικλείει ευωδιά, φως, αγάπη και τ' αγέρι της νιότης μας με τα τραγούδια των
πουλιών και τα κόκκινα ρίγη της εφηβείας μας. Να δενόμουνα λίγο στης φαντασίας σου το άρμα και να με
περιδιάβαινες για λίγο στα δικά σου λημέρια, εκεί που οι ομορφάδες της πλάσης
και οι άνθρωποι συνταίριαζαν αρμονικά στης χαράς το βασίλειο κι ο κατάκορφος
ήλιος γαλβάνιζε τα κορμιά μας και φούντωνε τις επιθυμίες μας.
ΚΥΠΑΡΙΣΣΊΑ! Μια πόλη με τη δική της ιστορία που ανάγεται
σε χρόνια μακρινά, με μιαν ανάσα που αντρειεύει, που τραγουδάει και δε
σωπαίνει, όσοι παθητικοί άνεμοι κι αν τη ριπίζουν σε σκληρούς καιρούς, λες και
μια θε'ι΄κή αστραψιά την οδηγεί στα μελλούμενα της Μοίρας της. Θάλασσα, ουρανός
και βουνά τη σφιχταγκαλιάζουν και κείνη, τραγουδάει και διαφεντεύει ολάκερη την
Τριφυλία μας. Ξαναγεννήθηκε η πάνω Πόλη, και μεις οι νοσταλγοί της ανηφορίζουμε
στα όμορφα ταβερνάκια της και στους σύγχρονους καφενέδες της για ν' απολαύσουμε
την πανέμορφη θέα της και τα καλούδια της. Με τους μεγάλους της λογοτέχνες και
τους ανθρώπους που την αγαπούν και τη φροντίζουν σαν τη μάνα τους, οδεύει
χαρούμενη καθώς ηλιοφωτάει τρογύρω μέσα σε χίλια αρώματα που την μοσχοβολούν σα
νύφη, σα φλέβα φουσκωμένη, με ξέχειλες τις ηδονές και τις κρύες βρυσούλες κι
όλες τις ομορφάδες της πλάσης.
Μας
ταξίδεψες νοσταλγικά στη γη σου που τόσο την αγάπησες, κι ας τη στερήθηκες
χρόνια εκτελώντας το καθήκον σου για να μορφώσεις τα ελληνόπουλα και να τα
ποτίσεις με το μάργαρο ύδωρ της γνώσης σου δάσκαλέ μου και ήρωά μου, μαχητή της
ζωής και κοινωνικέ επαναστάτη και
φιλόσοφε. Πάντα μας μεθάς με το κρασί της γνώσης σου και μας ταξιδεύεις
πέρα από το χρόνο, πέρα από τη ζωή, καθώς
μας ραίνεις με τις αστροφεγγιές σου τις ολόβαθες, με τις λαχτάρες της καρδιάς σου, τα τριανταφυλλιά
σου ποιητικά φεγγαρομαλάματα που ηχούν στους
δρόμους σου που τους θρέψαν οι αέρηδες
κι οι χαρές της θάλασσας.
Καλοτάξιδα
τα χρονογραφήματά σου που είναι η αξεδίψαστη δίψα σου που πηγάζει από την αγάπη
σου στην πάτρια γη. Δίνε μας το νέκταρ σου να το γευόμαστε κι εμείς.