Μόνη
η μη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών του μισθωτού, έστω και
μακροχρόνια, δεν αρκεί να θεμελιώσει την έννοια της βλαπτικής μεταβολής
των όρων της σύμβασης εργασίας του, αν δεν συνδέεται και με την πρόθεση
του εργοδότη να εξαναγκάσει αυτόν σε παραίτηση προκειμένου να αποφύγει
την καταβολή σ’ αυτόν της αποζημίωσης απόλυσης.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 349, 648, 652 παρ. 1, 656 Α.Κ., 7 παρ. 1 ν. 2112/1920 και 5 παρ. 3 ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η μονομερής από τον εργοδότη και δυσμενής για το μισθωτό μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας δεν συνεπάγεται χωρίς άλλο τη λύση της αλλά παρέχει στο μισθωτό το δικαίωμα είτε να θεωρήσει τη μεταβολή αυτή ως άτακτη καταγγελία της σύμβασης εκ μέρους του εργοδότη και να ζητήσει την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης είτε, εμμένοντας στη σύμβαση, να αξιώσει την τήρηση των όρων της και την αποδοχή της εργασίας του από τον εργοδότη σύμφωνα με το πριν τη μεταβολή περιεχόμενο της σύμβασης και, σε περίπτωση άρνησης του εργοδότη να αποδεχθεί την εργασία αυτή, να ζητήσει μισθούς υπερημερίας.
Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 349, 648, 652 παρ. 1, 656 Α.Κ., 7 παρ. 1 ν. 2112/1920 και 5 παρ. 3 ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η μονομερής από τον εργοδότη και δυσμενής για το μισθωτό μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας δεν συνεπάγεται χωρίς άλλο τη λύση της αλλά παρέχει στο μισθωτό το δικαίωμα είτε να θεωρήσει τη μεταβολή αυτή ως άτακτη καταγγελία της σύμβασης εκ μέρους του εργοδότη και να ζητήσει την καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης είτε, εμμένοντας στη σύμβαση, να αξιώσει την τήρηση των όρων της και την αποδοχή της εργασίας του από τον εργοδότη σύμφωνα με το πριν τη μεταβολή περιεχόμενο της σύμβασης και, σε περίπτωση άρνησης του εργοδότη να αποδεχθεί την εργασία αυτή, να ζητήσει μισθούς υπερημερίας.