Εκάστου έτους καθιερωθέν προ πάρα πολλών χρόνων (λέγεται πως είναι η αδιάλειπτη συνέχεια και ο εκχριστιανισμός - μεταδόμηση Διονυσιακών τελετών κατά την αρχαιότητα στην ίδια περιοχή που εγγύζει την Διονυσιάδα πηγή - Άι Λαγούδης και πιθανώς ιερό του Θεού Διονύσου στην ίδια θέση), το ονομαζόμενο από τους Κυπαρίσσιους το Πανηγύρι του Σταυρού. Έχει συνδυασθεί με την Παγκόσμια Ύψωση του Τιμίου Σταυρού. Το θρησκευτικό μέρος τελείτο και τελείτε, ήτοι Πανηγυρικός Εσπερινός και Αρχιερατική Θεία Λειτουργία στον Ιερό Ναό Ευαγγελιστρίας που υπάρχει στο χώρο τελέσεως του πανηγυριού.
Η Ζωοπανήγυρη κρατούσε τρεις ημέρες και η Εμποροπανήγυρη οκτώ ημέρες. Στη Ζωοπανήγυρη έφθαναν πάρα πολλά ζώα, ήτοι άλογα, γαϊδούρια, μουλάρια, πρόβατα, γίδια και πουλερικά, μαζί με τους ιδιοκτήτες τους. Επίσης πάρα πολλοί τσιγγάνοι και εγένετο η αγοροπωλησία, καθώς κα τα επονομαζόμενα τράμπα χαΐρια και αυτά με το αζημίωτο, αφού με την αλλαγή του ζώου θα έπρεπε να δώσεις και ένα χρηματικό ποσό, ήταν κάτι πολύ ενδιαφέρον να παρακολουθήσεις τα επιχειρήματα και των δύο πλευρών στα παζάρια.
Ο Πανοχωρίτης γείτονάς μου Θανάσης Αθανασόπουλος (Κουτσοφωτάκης) κτηματίας είχε και το επάγγελμα του ταμπή ετοίμαζε καφέδες στα καφενεία της εποχής, Φώτη Ζήρα, Νίκου Γιαννόπουλου (Αμπατζή), Παναγιώτη Σταθόπουλου. Είχε και το γάϊδαρο, όπως πάρα πολλοί Κυπαρίσσιοι της εποχής για τις αγροτικές δουλειές τους.
Έφθασε το Πανηγύρι του Σταυρού, λέει η γυναίκα του Θανάση Ελένη, Θανάση λόγω του ότι γέρασε ο Μέντιουμ, δεν τον πας στο πανηγύρι να τον αλλάξεις με το τράμπα, χαΐρια. Παίρνει ο Θανάσης τον Μέντιουμ και τον πάει στο πανηγύρι. Εκεί τον πρώτο λόγο στη δουλειά αυτή τον είχαν οι γύφτοι. Γίνονται τα παζάρια και λένε στο Θανάση οι γύφτοι, να έρθεις αύριο να πάρεις τον γάιδαρο. Όλη τη νύχτα οι γύφτοι περιποιήθηκαν τον γάιδαρο του Θανάση του άλλαξαν καπίστρια και τον έκαναν αγνώριστο. Κατεβαίνει ο Θανάσης του λένε αυτός είναι ο καινούργιος γάιδαρος δώσε μας και τόσα χρήματα. Παίρνει τον γάιδαρο και ανηφορίζει προς την Άνω Πόλη. Όταν έφθασε στο Ηρώο στην πλατεία, ο γάιδαρος κατευθείαν παίρνει τον δρόμο για το κατόϊ του Θανάση. Φθάνει ο Θανάσης και φωνάζει την Ελένη.
Ελένη έλα να δεις τι γάιδαρο πήραμε να γνωρίζει το κατόϊ μας. Κατεβαίνει η Ελένη με χιούμορ βρε νεκρέ, βρε αχρόνιαγε πάλι τον γάιδαρό μας σου δώσανε οι γύφτοι. Τις λες μωρή ζουρλή που είναι ο γάϊδαρός μας. Πού να το παραδεχθεί ο Θανάσης.
Ωραία η ζωή των παλιών και αγαθών Κυπαρίσσιων, με πολλά ευχάριστα γεγονότα, και καλαμπούρια. Τα εμπορεύματα των εμπόρων που θα λάμβαναν μέρος από άλλες πόλεις έφθαναν στην Κυπαρισσία σιδηροδρομικώς με την ιστορική ΣΠΑΠ. Λόγω του ότι στην Κυπαρισσία υπήρχε Λιμενικό Ταμείο,πολύ παλαιά εγένετο διακίνηση αντικειμένων ακτοπλοϊκώς στον υπάρχον λιμάνι, τα πλοία έπιαναν αρόδου και η μεταφορά των αντικειμένων εγένετο με τις ιστορικές μαούνες στην αποβάθρα.
Υπήρχε λοιπόν ο λιμενικός φόρος, ο οποίος είχε επεκταθεί και στα εισερχόμενα εμπορεύματα σιδηροδρομικώς. Το 1949 έγινα απόφοιτος του οκτατάξιου ιστορικού Γυμνασίου Κυπαρισσίας. Φτώχεια πολύ, Δήμαρχος ο μακαρίτης Γεώργιος Καλαντζάκος, ο πατέρας μου προσκείμενος με τα αδέλφια του μακαρίτες Ιωάννη και Νίκο στο κόμμα το Λαϊκό. Φορατζής του Λιμενικού Τα- Στη φωτογραφία Κυπαρίσσιοι σε μια ώρα ανάπαυλας και διασκέδασης στο πανηγύρι
του Σταυρού.
Με την εντολή του Δημάρχου με πήρε βοηθό για την είσπραξη του Λιμενικού φόρου και εγκατασταθήκαμε στην αποθήκη εμπορευμάτων της ΣΠΑΠ. Εκάναμε τις εισπράξεις, τελειώνοντας θα έπρεπε να γίνουν οι ανάλογες εισπράξεις φόρου και στις αγοροπωλησίες της Ζωοπανήγυρης. Φορατζής στην εργασία αυτή είχε ορισθεί ο μακαρίτης Ντίνος Κουτσαναστάσης (Χρόνης) ένας καλοκάγαθος γέροντας ασπρομάλλης, με πολλά καλαμπούρια, είχε χρηματίσει και παιδονόμος της εποχής εκείνης. Αρχίζοντας η ζωοπανήγυρη πηγαίναμε με ένα τραπέζι και καρέκλες και τα μπλοκ εισπράξεων και κάναμε την είσπραξη του Λιμενικού φόρου.
Ο μπάρ- μπας Ντίνος μου έλεγε, όπου βλέπεις τον Δημοτικό φορατζή, που εισέπραττε τα τσατζίκικα (Δημοτικός Φόρος) θα πιάνεις τους συναλασσόμενους και θα μου τους φέρνεις να πληρώσουν το Λιμενικό φόρο και έτσι με την ενέργεια αυτή δεν μας έφευγε κανένας.
Και τώρα περιγραφή της εμποροπανήγυρης:
Οι πάσης φύσεως έμποροι και επαγγελματίες που θα λάμβαναν μέρος εκθέτοντας τα εμπορεύματα τους, θα έπρεπε να ενοικιάσουν την μπαράκα τους. Οι μπαράκες βγαίνανε στην δημοπρασία, ενώπιον της Δημοτικής Επιτροπής, ήταν και είναι, ακόμα και στις μέρες μας ένα καλό εισόδημα για τον Δήμο. Άρχιζε η δημοπρασία με γερά και καλά κτυπήματα. Την προσφορά την ντελάλιζε ο ντελάλης και με τα λόγια ένα, δύο έχει επάνω ο δείνας τόσα και εκεί γινότανε το σώσε, το φινάλε ένα, δύο, τρία έμεινε και κατακυρώθηκε στον τάδε. Έπεφτε το χρήμα με την ευχή Καλές Δουλειές. Τα χρήματα εισπράττονταν από τον Δημοτικό Φορατζή. Εκεί υπήρχαν τα μπεζεστένια, τα μπεζεστένια ήταν ένα ενοίκιο λιθόκτιστο σε σχήμα Π, σκεπασμένα με κεραμοσκεπή, ασφάλεια στα εμπορεύματα από την βροχή. Υπήρχαν όμως και οι πρόχειρες κατασκευές από μπαράκες. Έμποροι που λάμβαναν μέρος ήταν οι Κυπαρίσσιοι Σταύρος Μαρτίνος, πεθερός μου και μετέπειτα ο γιος του Μίμης, υποδήματα.
Ο Σπύρος και Νέστωρας Θωμόπουλος νονός μου, υποδήματα, Διονύσης Παναγιωτόπουλος (Κωτούλιας) και μετέπειτα ο γιος του Στάθης, υποδήματα. Ιωάννης Βλάχος, υποδήματα, Νίκος Κόσυβας, υποδήματα, Παναγιώτης Στρίγκας, υποδήματα. Επίσης οι μεγάλοι έμποροι Αθηναίοι, υποδημάτων, Κοζουρός και Χαλούλος, έμποροι ενδύσεως, Δημήτρης – Πέτρος Κοντόπουλοι, Ιωάννης Σχοινάς, Σπύρος Χηνόπουλος, Κώστας Χαρώνης, Θανάσης Αρνόκουρος, Δημήτριος – Μανώλης Ζωγόπουλος, Γιάννης Κάκκαβας, Γρηγόρης – Κανέλλος Αδαμόπουλοι, Παναγιώτης Αγγελόπουλος. Υαλοπώλες Παναγιώτης – Γεώργιος Πετρόπουλοι, Γιάννης Τσουκαλάς. Φαναριτζήδες και είδη εστιάσεως Αναστάσιος - Διονύσιος Χαΐνης, Παναγιώτης Τσελονδρές, Δήμος – Σταμάτης Γυφτάκης, Γεράσιμος Μανιάτης, Παναγιώτης Στρατικόπουλος (Μαλιάγκος) υποδήματα, παπλωματάδες: Κώστας Λυδιώτης και ο γιος του Αλέκος. Επίσης οι καπελάδες: Κώστας και Χρήστος Παναγιωτόπουλοι, Ρεμπούπλικες, Τραγιάσκες, Πηλήκια Γυμνασίου, έμπορος Γεώργιος Γεωργακόπουλος και παλιά και έτοιμα ενδύματα Κώστας και Ευστάθιος Γκότσης, έμπορος υφασμάτων Γεώργιος Κοντοβουνήσιος. Εστιατόρια, ταβέρνες, Δημήτριος Φραγκόγιαννης, Μήτσος, Ρήγας (Μαρκάλας), Ηλίας Κακούνης (Χριστίνης), Χρήστος Σεγκουνάς, Ευάγγελος Μανιάτης, Διονύσιος Αποστολίδης. Πωληταί της γουρνοπούλας - σήμα κατατεθέν για το πανηγύρι, Γεώργιος Γκοτσόπουλος –Κούντουρος (ο Μάγκας), Γεώργιος Γκρίτζαλης, Γιάννης Πανόπουλος και Γιάννης Βλάχος (Μπελέχας) από τις Βρύσες, Γιάννης Ρεκούμης, Σταμάτης Γκρίτζαλης, Κώστας Γκοτσόπουλος (Κούντουρος), Παστελάδες και πωλητές σάμαλης και άλλων γλυκών ταψιού: Χρήστος Βερλέκης (Λιάλιος) με την Μαρία την γυναίκα του, Στεφανής Πατρίκιος, Χαρίλαος και Σοφούλα Αποστολίδη, Γιάννης Καρατζάς, Γεώργιος Γαλατάς καταγόμενος από τα γειτονικά Φιλιατρά. Παιδιά της Κυπαρισσίας που μετοίκισαν στην Αθήνα και διέπρεψαν στο εμπόριο, ερχόντουσαν στο πανηγύρι του Σταυρού, ενοικιάζοντας μπαράκες και πουλούσαν τα εμπορεύματα τους. Διονύσιος Γιαννόπουλος ή Αμπατζής του Ιωάννου εξάδελφος μου, εμπόριον πλεκτών, Νικόλαος Βαριμποπιώτης ή Στάγκας του Γεωργίου, ο πατέρας του φορούσε τζογέ παντελόνι και στιβάλι παπούτσι, εμπόριον είδη ένδυσης Παύλος Μίχας του Δημητρίου ο πατέρας του Αγροφύλακας εκείνης της εποχής στην Κυπαρισσία, εμπόριον με είδη εσωρούχων, καλτσών κ.τ.λ..
Οι Κυπαρίσσιοι και οι κάτοικοι της ενδοχώρας με μεγάλη χαρά τους προτιμούσαν αγοράζοντας τα είδη που πωλούσαν και έτσι αυτοί αναχωρούσαν ευχαριστημένοι από την γενέτειρά τους. Υπήρχε το εξοχικό κέντρο του Γενναίου Σαρδέλη που εξυπηρετούσε τους επισκέπτες. Ήταν ακόμη οι μπαράκες με τα ωραία χαλκώματα, ήτοι τεντζερέδες διαφόρων μεγεθών, ταψιών, κανατιών, καζανιών. Επίσης οι Ηπειρώτες από το Μέτσοβο, τεχνίτες κατασκευαστές βαρελιών, σκαφιδιών, κουτάλων, γουδιών, καρδάρων, όλα απαραίτητα για τα νοικοκυριά. Στο χώρο του πανηγυριού ήταν το μπακάλικο του Γιάννη και Σταμάτας Λαμπροπούλου, καθώς και ο φούρνς του Αντώνη Αναστασόπουλου (Μαρούλη) που εξυπηρετούσαν με τα προϊόντα τους, τους πανηγυριώτες, πωλούντες και αγοράζοντες. Υπήρχαν ακόμα Κυπαρίσσιοι διασκεδάζοντας, πίνοντας τα κρασάκια τους με τα λαϊκά όργανα. Στο Πανηγύρι του Σταυρού.
Από δεξιά στη φωτογραφία 1) Δημήτρης Δημογκότσης οικοδόμος μακαρίτης. 2) Παναγιώτης Γιαννόπουλος ο γράφων εν ζωή. 3) Κωνσταντίνος Νταϊφώτης, Καφεπώλης μακαρίτης. 4) Κώστας Πουλόπουλος μετανάστης στην Αυστραλία μακαρίτης 5) Τάκης Γιαννόπουλος καφεπώλης εν ζωή.
Ακόμη ο γύρος του θανάτου, οι πάσης φύσεως φακίρηδες, που μας παρουσίαζαν διάφορα φακιρικά κόλπα, ελάτε να δείτε την κοπέλα χωρίς κεφάλι, τον άνθρωπο που βγάζει φωτιά από το στόμα και άλλα πολλά. Υπήρχαν ακόμη και άνθρωποι με τις μαϊμούδες και τις αρκούδες, όλοι και καθένας, από το πόστο του να βγάλει το ψωμάκι του.
Ήταν ακόμη τα καφέ Σατάν, όπως του Λάλε που λέγανε ήλθαν οι πριμαντόνες, σε μας τότε τους μικρούς ακουγότανε κάπως παράξενο. Δεν θα έλειπε και η διασκέδαση που προσέφεραν οι Λαϊκοί οργανοπαίκτες Κυπαρίσσιοι και από την γύρω περιοχή, όπως ο Τόσος Κουμουνδούρος (Λάζαρος) με το βιολί του, Τάκης Τσάμπρος και Φώτης Κουμούστες με τα λαούτα τους, επίσης ο Γεώργιος Κούκος, ο Κωτσαρίκος, ο Ζώης από την Καλήδονα της Ολυμπίας με το ωραίο κλαρίνο του και παλαιότερα ο Γιάννης Μητρόπουλος (Στραβός).
Μεγάλη εξυπηρέτηση την εποχή εκείνη προσέφερε με το άφθονο νερό του ο Αι Λαγούδης (Διονυσιάδα Πηγή) και τα πολλά πηγάδια της κάτω πόλης, αφού το υδραγωγείο δεν είχε επεκταθεί προς την παραλία. Γαϊδούρια με ντενεκέδες και βαρέλια μετέφεραν το νερό επ' αμοιβή στους έχοντας ανάγκη. Σήμερα το πανηγύρι τελείται με καλύτερες συνθήκες αφού υπάρχουν τουαλέτες, ύδρευση, ηλεκτρικό ρεύμα, εξυπηρετήσεις αρκετά μεγάλες.
Στην Κυπαρισσία μας λόγω της μεγάλης ενδοχώρας της, το πανηγύρι, παρουσίαζε μεγάλη οικονομική κίνηση. Τα χωριά μας εκείνη την εποχή καλλιεργούσαν τις σταφίδες, σοβαρό εισόδημα, καθώς και τα δημητριακά και κανόνιζαν οι οικογενειάρχες να έχουν την οικονομία τους να κάνουν τις αγορές τους στο πανηγύρι: ένδυση, υπόδηση, είδη προικός για τις ανύπαντρες κοπελιές. Γεγονός είναι ότι τα χρόνια εκείνα φτωχά, με πολλές στερήσεις και δυσκολίες στην ζωή, αγνά όμως και όμορφα.
Ο παππούς μου Γεώργιος Αθανασούλιας (Τζαβάρας) πατέρας της μάνας μου Καλλιόπης μεγαλοκτηματίας από το χωριό Σπηλιά, στο πανηγύρι θα μας έπαιρνε υποδήματα και άλλα είδη. Στο πανηγύρι ακόμη ζώντας ένα χρόνο περίπου στην Κυπαρισσία, ο Εθνικός μας Ποιητής Κωστής Παλαμάς πλησίον του αδελφού του Χρήστου Παλαμά, Έπαρχου της περιοχής εμπνεύσθηκε και έγραψε τον Δωδεκάλογο του Γύφτου.
Από δεξιά 1) Ανδρέας Σκοτάδης ψαράς μακαρίτης 2) Κώστας Παυλόπουλος μαραγκός μακαρίτης 3) Τάκης Γιαννόπουλος καφεπώλης εν ζωή. 4) Κώστας Πουλόπουλος μετανάστης στην Αυστραλία μακαρίτης 5) Τάκης Παναγόπουλος (Αλεξογιάννης) υπάλληλος νοσοκομείου εν ζωή. 6) Παναγιώτης Γιαννόπουλος ο γράφων εν ζωή 7) Κώστας Κουτσίκος ο πρακτικός – ορθοπεδικός της εποχής του, μακαρίτης.
Η Ζωοπανήγυρη κρατούσε τρεις ημέρες και η Εμποροπανήγυρη οκτώ ημέρες. Στη Ζωοπανήγυρη έφθαναν πάρα πολλά ζώα, ήτοι άλογα, γαϊδούρια, μουλάρια, πρόβατα, γίδια και πουλερικά, μαζί με τους ιδιοκτήτες τους. Επίσης πάρα πολλοί τσιγγάνοι και εγένετο η αγοροπωλησία, καθώς κα τα επονομαζόμενα τράμπα χαΐρια και αυτά με το αζημίωτο, αφού με την αλλαγή του ζώου θα έπρεπε να δώσεις και ένα χρηματικό ποσό, ήταν κάτι πολύ ενδιαφέρον να παρακολουθήσεις τα επιχειρήματα και των δύο πλευρών στα παζάρια.
Ο Πανοχωρίτης γείτονάς μου Θανάσης Αθανασόπουλος (Κουτσοφωτάκης) κτηματίας είχε και το επάγγελμα του ταμπή ετοίμαζε καφέδες στα καφενεία της εποχής, Φώτη Ζήρα, Νίκου Γιαννόπουλου (Αμπατζή), Παναγιώτη Σταθόπουλου. Είχε και το γάϊδαρο, όπως πάρα πολλοί Κυπαρίσσιοι της εποχής για τις αγροτικές δουλειές τους.
Έφθασε το Πανηγύρι του Σταυρού, λέει η γυναίκα του Θανάση Ελένη, Θανάση λόγω του ότι γέρασε ο Μέντιουμ, δεν τον πας στο πανηγύρι να τον αλλάξεις με το τράμπα, χαΐρια. Παίρνει ο Θανάσης τον Μέντιουμ και τον πάει στο πανηγύρι. Εκεί τον πρώτο λόγο στη δουλειά αυτή τον είχαν οι γύφτοι. Γίνονται τα παζάρια και λένε στο Θανάση οι γύφτοι, να έρθεις αύριο να πάρεις τον γάιδαρο. Όλη τη νύχτα οι γύφτοι περιποιήθηκαν τον γάιδαρο του Θανάση του άλλαξαν καπίστρια και τον έκαναν αγνώριστο. Κατεβαίνει ο Θανάσης του λένε αυτός είναι ο καινούργιος γάιδαρος δώσε μας και τόσα χρήματα. Παίρνει τον γάιδαρο και ανηφορίζει προς την Άνω Πόλη. Όταν έφθασε στο Ηρώο στην πλατεία, ο γάιδαρος κατευθείαν παίρνει τον δρόμο για το κατόϊ του Θανάση. Φθάνει ο Θανάσης και φωνάζει την Ελένη.
Ελένη έλα να δεις τι γάιδαρο πήραμε να γνωρίζει το κατόϊ μας. Κατεβαίνει η Ελένη με χιούμορ βρε νεκρέ, βρε αχρόνιαγε πάλι τον γάιδαρό μας σου δώσανε οι γύφτοι. Τις λες μωρή ζουρλή που είναι ο γάϊδαρός μας. Πού να το παραδεχθεί ο Θανάσης.
Ωραία η ζωή των παλιών και αγαθών Κυπαρίσσιων, με πολλά ευχάριστα γεγονότα, και καλαμπούρια. Τα εμπορεύματα των εμπόρων που θα λάμβαναν μέρος από άλλες πόλεις έφθαναν στην Κυπαρισσία σιδηροδρομικώς με την ιστορική ΣΠΑΠ. Λόγω του ότι στην Κυπαρισσία υπήρχε Λιμενικό Ταμείο,πολύ παλαιά εγένετο διακίνηση αντικειμένων ακτοπλοϊκώς στον υπάρχον λιμάνι, τα πλοία έπιαναν αρόδου και η μεταφορά των αντικειμένων εγένετο με τις ιστορικές μαούνες στην αποβάθρα.
Υπήρχε λοιπόν ο λιμενικός φόρος, ο οποίος είχε επεκταθεί και στα εισερχόμενα εμπορεύματα σιδηροδρομικώς. Το 1949 έγινα απόφοιτος του οκτατάξιου ιστορικού Γυμνασίου Κυπαρισσίας. Φτώχεια πολύ, Δήμαρχος ο μακαρίτης Γεώργιος Καλαντζάκος, ο πατέρας μου προσκείμενος με τα αδέλφια του μακαρίτες Ιωάννη και Νίκο στο κόμμα το Λαϊκό. Φορατζής του Λιμενικού Τα- Στη φωτογραφία Κυπαρίσσιοι σε μια ώρα ανάπαυλας και διασκέδασης στο πανηγύρι
του Σταυρού.
Με την εντολή του Δημάρχου με πήρε βοηθό για την είσπραξη του Λιμενικού φόρου και εγκατασταθήκαμε στην αποθήκη εμπορευμάτων της ΣΠΑΠ. Εκάναμε τις εισπράξεις, τελειώνοντας θα έπρεπε να γίνουν οι ανάλογες εισπράξεις φόρου και στις αγοροπωλησίες της Ζωοπανήγυρης. Φορατζής στην εργασία αυτή είχε ορισθεί ο μακαρίτης Ντίνος Κουτσαναστάσης (Χρόνης) ένας καλοκάγαθος γέροντας ασπρομάλλης, με πολλά καλαμπούρια, είχε χρηματίσει και παιδονόμος της εποχής εκείνης. Αρχίζοντας η ζωοπανήγυρη πηγαίναμε με ένα τραπέζι και καρέκλες και τα μπλοκ εισπράξεων και κάναμε την είσπραξη του Λιμενικού φόρου.
Ο μπάρ- μπας Ντίνος μου έλεγε, όπου βλέπεις τον Δημοτικό φορατζή, που εισέπραττε τα τσατζίκικα (Δημοτικός Φόρος) θα πιάνεις τους συναλασσόμενους και θα μου τους φέρνεις να πληρώσουν το Λιμενικό φόρο και έτσι με την ενέργεια αυτή δεν μας έφευγε κανένας.
Και τώρα περιγραφή της εμποροπανήγυρης:
Οι πάσης φύσεως έμποροι και επαγγελματίες που θα λάμβαναν μέρος εκθέτοντας τα εμπορεύματα τους, θα έπρεπε να ενοικιάσουν την μπαράκα τους. Οι μπαράκες βγαίνανε στην δημοπρασία, ενώπιον της Δημοτικής Επιτροπής, ήταν και είναι, ακόμα και στις μέρες μας ένα καλό εισόδημα για τον Δήμο. Άρχιζε η δημοπρασία με γερά και καλά κτυπήματα. Την προσφορά την ντελάλιζε ο ντελάλης και με τα λόγια ένα, δύο έχει επάνω ο δείνας τόσα και εκεί γινότανε το σώσε, το φινάλε ένα, δύο, τρία έμεινε και κατακυρώθηκε στον τάδε. Έπεφτε το χρήμα με την ευχή Καλές Δουλειές. Τα χρήματα εισπράττονταν από τον Δημοτικό Φορατζή. Εκεί υπήρχαν τα μπεζεστένια, τα μπεζεστένια ήταν ένα ενοίκιο λιθόκτιστο σε σχήμα Π, σκεπασμένα με κεραμοσκεπή, ασφάλεια στα εμπορεύματα από την βροχή. Υπήρχαν όμως και οι πρόχειρες κατασκευές από μπαράκες. Έμποροι που λάμβαναν μέρος ήταν οι Κυπαρίσσιοι Σταύρος Μαρτίνος, πεθερός μου και μετέπειτα ο γιος του Μίμης, υποδήματα.
Ο Σπύρος και Νέστωρας Θωμόπουλος νονός μου, υποδήματα, Διονύσης Παναγιωτόπουλος (Κωτούλιας) και μετέπειτα ο γιος του Στάθης, υποδήματα. Ιωάννης Βλάχος, υποδήματα, Νίκος Κόσυβας, υποδήματα, Παναγιώτης Στρίγκας, υποδήματα. Επίσης οι μεγάλοι έμποροι Αθηναίοι, υποδημάτων, Κοζουρός και Χαλούλος, έμποροι ενδύσεως, Δημήτρης – Πέτρος Κοντόπουλοι, Ιωάννης Σχοινάς, Σπύρος Χηνόπουλος, Κώστας Χαρώνης, Θανάσης Αρνόκουρος, Δημήτριος – Μανώλης Ζωγόπουλος, Γιάννης Κάκκαβας, Γρηγόρης – Κανέλλος Αδαμόπουλοι, Παναγιώτης Αγγελόπουλος. Υαλοπώλες Παναγιώτης – Γεώργιος Πετρόπουλοι, Γιάννης Τσουκαλάς. Φαναριτζήδες και είδη εστιάσεως Αναστάσιος - Διονύσιος Χαΐνης, Παναγιώτης Τσελονδρές, Δήμος – Σταμάτης Γυφτάκης, Γεράσιμος Μανιάτης, Παναγιώτης Στρατικόπουλος (Μαλιάγκος) υποδήματα, παπλωματάδες: Κώστας Λυδιώτης και ο γιος του Αλέκος. Επίσης οι καπελάδες: Κώστας και Χρήστος Παναγιωτόπουλοι, Ρεμπούπλικες, Τραγιάσκες, Πηλήκια Γυμνασίου, έμπορος Γεώργιος Γεωργακόπουλος και παλιά και έτοιμα ενδύματα Κώστας και Ευστάθιος Γκότσης, έμπορος υφασμάτων Γεώργιος Κοντοβουνήσιος. Εστιατόρια, ταβέρνες, Δημήτριος Φραγκόγιαννης, Μήτσος, Ρήγας (Μαρκάλας), Ηλίας Κακούνης (Χριστίνης), Χρήστος Σεγκουνάς, Ευάγγελος Μανιάτης, Διονύσιος Αποστολίδης. Πωληταί της γουρνοπούλας - σήμα κατατεθέν για το πανηγύρι, Γεώργιος Γκοτσόπουλος –Κούντουρος (ο Μάγκας), Γεώργιος Γκρίτζαλης, Γιάννης Πανόπουλος και Γιάννης Βλάχος (Μπελέχας) από τις Βρύσες, Γιάννης Ρεκούμης, Σταμάτης Γκρίτζαλης, Κώστας Γκοτσόπουλος (Κούντουρος), Παστελάδες και πωλητές σάμαλης και άλλων γλυκών ταψιού: Χρήστος Βερλέκης (Λιάλιος) με την Μαρία την γυναίκα του, Στεφανής Πατρίκιος, Χαρίλαος και Σοφούλα Αποστολίδη, Γιάννης Καρατζάς, Γεώργιος Γαλατάς καταγόμενος από τα γειτονικά Φιλιατρά. Παιδιά της Κυπαρισσίας που μετοίκισαν στην Αθήνα και διέπρεψαν στο εμπόριο, ερχόντουσαν στο πανηγύρι του Σταυρού, ενοικιάζοντας μπαράκες και πουλούσαν τα εμπορεύματα τους. Διονύσιος Γιαννόπουλος ή Αμπατζής του Ιωάννου εξάδελφος μου, εμπόριον πλεκτών, Νικόλαος Βαριμποπιώτης ή Στάγκας του Γεωργίου, ο πατέρας του φορούσε τζογέ παντελόνι και στιβάλι παπούτσι, εμπόριον είδη ένδυσης Παύλος Μίχας του Δημητρίου ο πατέρας του Αγροφύλακας εκείνης της εποχής στην Κυπαρισσία, εμπόριον με είδη εσωρούχων, καλτσών κ.τ.λ..
Οι Κυπαρίσσιοι και οι κάτοικοι της ενδοχώρας με μεγάλη χαρά τους προτιμούσαν αγοράζοντας τα είδη που πωλούσαν και έτσι αυτοί αναχωρούσαν ευχαριστημένοι από την γενέτειρά τους. Υπήρχε το εξοχικό κέντρο του Γενναίου Σαρδέλη που εξυπηρετούσε τους επισκέπτες. Ήταν ακόμη οι μπαράκες με τα ωραία χαλκώματα, ήτοι τεντζερέδες διαφόρων μεγεθών, ταψιών, κανατιών, καζανιών. Επίσης οι Ηπειρώτες από το Μέτσοβο, τεχνίτες κατασκευαστές βαρελιών, σκαφιδιών, κουτάλων, γουδιών, καρδάρων, όλα απαραίτητα για τα νοικοκυριά. Στο χώρο του πανηγυριού ήταν το μπακάλικο του Γιάννη και Σταμάτας Λαμπροπούλου, καθώς και ο φούρνς του Αντώνη Αναστασόπουλου (Μαρούλη) που εξυπηρετούσαν με τα προϊόντα τους, τους πανηγυριώτες, πωλούντες και αγοράζοντες. Υπήρχαν ακόμα Κυπαρίσσιοι διασκεδάζοντας, πίνοντας τα κρασάκια τους με τα λαϊκά όργανα. Στο Πανηγύρι του Σταυρού.
Από δεξιά στη φωτογραφία 1) Δημήτρης Δημογκότσης οικοδόμος μακαρίτης. 2) Παναγιώτης Γιαννόπουλος ο γράφων εν ζωή. 3) Κωνσταντίνος Νταϊφώτης, Καφεπώλης μακαρίτης. 4) Κώστας Πουλόπουλος μετανάστης στην Αυστραλία μακαρίτης 5) Τάκης Γιαννόπουλος καφεπώλης εν ζωή.
Ακόμη ο γύρος του θανάτου, οι πάσης φύσεως φακίρηδες, που μας παρουσίαζαν διάφορα φακιρικά κόλπα, ελάτε να δείτε την κοπέλα χωρίς κεφάλι, τον άνθρωπο που βγάζει φωτιά από το στόμα και άλλα πολλά. Υπήρχαν ακόμη και άνθρωποι με τις μαϊμούδες και τις αρκούδες, όλοι και καθένας, από το πόστο του να βγάλει το ψωμάκι του.
Ήταν ακόμη τα καφέ Σατάν, όπως του Λάλε που λέγανε ήλθαν οι πριμαντόνες, σε μας τότε τους μικρούς ακουγότανε κάπως παράξενο. Δεν θα έλειπε και η διασκέδαση που προσέφεραν οι Λαϊκοί οργανοπαίκτες Κυπαρίσσιοι και από την γύρω περιοχή, όπως ο Τόσος Κουμουνδούρος (Λάζαρος) με το βιολί του, Τάκης Τσάμπρος και Φώτης Κουμούστες με τα λαούτα τους, επίσης ο Γεώργιος Κούκος, ο Κωτσαρίκος, ο Ζώης από την Καλήδονα της Ολυμπίας με το ωραίο κλαρίνο του και παλαιότερα ο Γιάννης Μητρόπουλος (Στραβός).
Μεγάλη εξυπηρέτηση την εποχή εκείνη προσέφερε με το άφθονο νερό του ο Αι Λαγούδης (Διονυσιάδα Πηγή) και τα πολλά πηγάδια της κάτω πόλης, αφού το υδραγωγείο δεν είχε επεκταθεί προς την παραλία. Γαϊδούρια με ντενεκέδες και βαρέλια μετέφεραν το νερό επ' αμοιβή στους έχοντας ανάγκη. Σήμερα το πανηγύρι τελείται με καλύτερες συνθήκες αφού υπάρχουν τουαλέτες, ύδρευση, ηλεκτρικό ρεύμα, εξυπηρετήσεις αρκετά μεγάλες.
Στην Κυπαρισσία μας λόγω της μεγάλης ενδοχώρας της, το πανηγύρι, παρουσίαζε μεγάλη οικονομική κίνηση. Τα χωριά μας εκείνη την εποχή καλλιεργούσαν τις σταφίδες, σοβαρό εισόδημα, καθώς και τα δημητριακά και κανόνιζαν οι οικογενειάρχες να έχουν την οικονομία τους να κάνουν τις αγορές τους στο πανηγύρι: ένδυση, υπόδηση, είδη προικός για τις ανύπαντρες κοπελιές. Γεγονός είναι ότι τα χρόνια εκείνα φτωχά, με πολλές στερήσεις και δυσκολίες στην ζωή, αγνά όμως και όμορφα.
Ο παππούς μου Γεώργιος Αθανασούλιας (Τζαβάρας) πατέρας της μάνας μου Καλλιόπης μεγαλοκτηματίας από το χωριό Σπηλιά, στο πανηγύρι θα μας έπαιρνε υποδήματα και άλλα είδη. Στο πανηγύρι ακόμη ζώντας ένα χρόνο περίπου στην Κυπαρισσία, ο Εθνικός μας Ποιητής Κωστής Παλαμάς πλησίον του αδελφού του Χρήστου Παλαμά, Έπαρχου της περιοχής εμπνεύσθηκε και έγραψε τον Δωδεκάλογο του Γύφτου.
Από δεξιά 1) Ανδρέας Σκοτάδης ψαράς μακαρίτης 2) Κώστας Παυλόπουλος μαραγκός μακαρίτης 3) Τάκης Γιαννόπουλος καφεπώλης εν ζωή. 4) Κώστας Πουλόπουλος μετανάστης στην Αυστραλία μακαρίτης 5) Τάκης Παναγόπουλος (Αλεξογιάννης) υπάλληλος νοσοκομείου εν ζωή. 6) Παναγιώτης Γιαννόπουλος ο γράφων εν ζωή 7) Κώστας Κουτσίκος ο πρακτικός – ορθοπεδικός της εποχής του, μακαρίτης.