Από την αρχή στον ΣΥΡΙΖΑ υπήρχαν δύο διαφορετικές απόψεις σχετικά με
το μέλλον του κομματικού του σχηματισμού από τη στιγμή που έγινε
κυβέρνηση.
Η μία άποψη η οποία προερχόταν κυρίως από παραδοσιακά στελέχη
ήταν να απολαύσει ο ΣΥΡΙΖΑ την εξουσία και να την διεκδικήσει μέχρι
τέλους με σκοπό να δημιουργήσει μία λατινοαμερικάνικου τύπου
κοινοβουλευτική δικτατορία με απόλυτη κατίσχυση του κόμματός τους με
κοινοβουλευτικά μέσα ή με οποιοδήποτε άλλο πρόσφορο τρόπο όπως μας
έδειξε η ιστορία των αντίστοιχων λατινοαμερικανικών χωρών. Η δεύτερη
άποψη η οποία προερχόταν κυρίως από στελέχη τα οποία δεν προέρχονταν από
τον πυρήνα του 3% ήταν να δημιουργηθεί ένας νέος διπολισμός στον οποίον
ο ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν ο κυρίαρχος πόλος στα αριστερά και θα εναλλασσόταν
στην εξουσία με τον άλλο πόλο ο οποίος θα ήταν η παραδοσιακή Νέα
Δημοκρατία.
Σε όλη την περίοδο διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ο Τσίπρας στην πράξη δεν είχε αποφασίσει ποια από τις δύο απόψεις θα
διαμορφώσει τη στρατηγική του την επόμενη μέρα. Στην ουσία το Μαξίμου πάντα πορευόταν με στρατηγικό σχεδιασμό χρονικού ορίζοντα ημερών, για να μην πω ωρών, με βάση το νεοελληνικό πρότυπο “βλέποντας και κάνοντας “. Και για αυτό το λόγο σε αυτό το θέμα η πολιτική του ήταν αλλοπρόσαλλη όπως άλλωστε και στα περισσότερα θέματα.
Τελικά επικράτησε η δεύτερη άποψη η οποία για έναν ανεξάρτητο παρατηρητή φαίνεται και ως περισσότερο ρεαλιστική. Το πρόβλημα που υπήρχε για να ακολουθηθεί αυτή η γραμμή νωρίτερα ήταν πως ο ΣΥΡΙΖΑ αδυνατούσε να επεκταθεί περαιτέρω σε στελεχιακό δυναμικό από τον ευρύτερο χώρο της αριστεράς λόγω της πολιτικής του και του αντιευρωπαϊκού του λόγου μέχρι την 17ώρη διαπόμπευση του Τσίπρα την οποία βάφτισαν διαπραγμάτευση. Αδυνατούσε να βρει αφορμή έτσι ώστε να εντάξει στελέχη από τον ευρύτερο κεντροαριστερό χώρο στον δικό του κομματικό σχηματισμό.
Σε όλη την περίοδο διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ο Τσίπρας στην πράξη δεν είχε αποφασίσει ποια από τις δύο απόψεις θα
διαμορφώσει τη στρατηγική του την επόμενη μέρα. Στην ουσία το Μαξίμου πάντα πορευόταν με στρατηγικό σχεδιασμό χρονικού ορίζοντα ημερών, για να μην πω ωρών, με βάση το νεοελληνικό πρότυπο “βλέποντας και κάνοντας “. Και για αυτό το λόγο σε αυτό το θέμα η πολιτική του ήταν αλλοπρόσαλλη όπως άλλωστε και στα περισσότερα θέματα.
Τελικά επικράτησε η δεύτερη άποψη η οποία για έναν ανεξάρτητο παρατηρητή φαίνεται και ως περισσότερο ρεαλιστική. Το πρόβλημα που υπήρχε για να ακολουθηθεί αυτή η γραμμή νωρίτερα ήταν πως ο ΣΥΡΙΖΑ αδυνατούσε να επεκταθεί περαιτέρω σε στελεχιακό δυναμικό από τον ευρύτερο χώρο της αριστεράς λόγω της πολιτικής του και του αντιευρωπαϊκού του λόγου μέχρι την 17ώρη διαπόμπευση του Τσίπρα την οποία βάφτισαν διαπραγμάτευση. Αδυνατούσε να βρει αφορμή έτσι ώστε να εντάξει στελέχη από τον ευρύτερο κεντροαριστερό χώρο στον δικό του κομματικό σχηματισμό.
Την αφορμή αυτή την βρήκε στη συμφωνία των Πρεσπών.
Το μπαράζ μεταγραφών μετά τη συμφωνία των Πρεσπών έτσι ώστε να ψηφιστεί αποτέλεσε πρόσχημα για να εντάξει τα στελέχη αυτά στο δυναμικό του και για να διαλύσει το εγχείρημα νεκρανάστασης της κεντροαριστεράς με τελικό στόχο να αποτελεί την μόνη ιδεολογική επιλογή σε αυτόν τον χώρο. Πάνω σε αυτό το σκεπτικό βασίζεται και η ψήφιση της απλής αναλογικής καθώς πιστεύουν στον ΣΥΡΙΖΑ πως η απλή αναλογική θα οδηγήσει τελικά στο νέο διπολισμό και πως τελικά αυτό θα τους δώσει συγκριτικό πλεονέκτημα.
Αυτό μοιάζει παράδοξο σαν σκέψη αλλά δεν είναι. Λένε λοιπόν οι αριστεροί πως στην Ελλάδα η αναλογία κεντροαριστεράς - κεντροδεξιάς είναι 55 με 45% αντίστοιχα. Αν εφαρμοστεί απλή αναλογική στο Ελληνικό πολίτευμα η οποία να τραβήξει ένα σχετικό χρονικό διάστημα τουλάχιστον δύο έως τριών εκλογικών αναμετρήσεων τότε, επειδή στην Ελλάδα ψηφίζουμε πρωθυπουργό και όχι βουλευτή με βάση το ισχύον Σύνταγμα, πολύ γρήγορα θα δημιουργηθούν δύο μεγάλες παρατάξεις, η δεξιά και η αριστερά, οι οποίες θα συγκρούονται συνθλίβοντας όλα τα υπόλοιπα κόμματα γιατί σε κάθε βουλευτική εκλογή θα κρίνεται η κυβέρνηση. Σε ένα βαθμό πίστευαν πως θα τραβήξουν το παλαιό ΠΑΣΟΚ μαζί τους. Όταν φάνηκε πώς ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ δεν φτάνουν σε καμία περίπτωση το 50% το οποίο απαιτείται για το σχηματισμό κυβέρνησης σε απλή αναλογική ο σχεδιασμός άλλαξε. Και αποφάσισαν να σβήσουν όλα τα υπόλοιπα κόμματα και να απορροφήσουν ένα-ένα τα κομμάτια τους, τουλάχιστον όσα μπορούσαν να απορροφήσουν.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή οι σημερινοί γεφυροποιοί που συντάσσονται με το ΣΥΡΙΖΑ πανηγυρίζοντας για την παράδοση του ονόματος της Μακεδονίας και την αναγνώριση της ψευδοεθνότητας ήταν ενεργοί ως συνιστώσες στην προσπάθειά της μεγάλης κεντροαριστεράς και στη δημιουργία του ΚΙΝΑΛ. Και αυτό γιατί, πιστοί στον τροτσκιστικό εισοδισμό του παραδοσιακού ελληνικού αριστερισμού, ήθελαν να τραβήξουν το νέο κόμμα το οποίο θα προέκυπτε στο άρμα του ΣΥΡΙΖΑ σε μία συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ - ΣΥΡΙΖΑ στο προσεχές μέλλον δημιουργώντας μία μεγάλη παράταξη. Μετά τη συμφωνία των Πρεσπών το μοντέλο αυτό εγκαταλείφθηκε.
Αυτό συνέβη για δύο λόγους. Πρώτον όπως είπαμε παραπάνω αυτή η παράταξη δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να πιάσει ποσοστά σε νόμο της αναλογικής τα οποία να έδιναν ελπίδα κυβερνησιμότητας της τάξης του 50%. Κυρίως όμως ήταν διότι το ΠΑΣΟΚ ως κυρίαρχος σχηματισμός στο ΚΙΝΑΛ απέδειξε αντοχή στη σειρήνα της δημιουργίας μιας τέτοιας παράταξης καθώς είναι πολύ νωπές οι μνήμες της στοχοποίησης των στελεχών και ψηφοφόρων του από τους αριστεριστές έως πολύ πρόσφατα. Με δυο λόγια τα περισσότερα στελέχη του ΠΑΣΟΚ δεν “τσιμπάνε” σε αυτή την προοπτική. Και φυσικά διότι μέσα στο ΠΑΣΟΚ ακόμα υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι αρνούνται να προσυπογράψουν την εκτρωματική συμφωνία των Πρεσπών.
Προκρίθηκε λοιπόν το μοντέλο διεύρυνσης του ΣΥΡΙΖΑ και ευθείας μετατροπής του σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα απορροφώντας τα στελέχη που είχαν παραμείνει εντός των μικρότερων κεντροαριστερών κομμάτων με σκοπό να τα τραβήξουν κοντά στον ΣΥΡΙΖΑ. Και αυτό όπως είπαμε έγινε με αφορμή τη συνθήκη των Πρεσπών για την οποία τα εν λόγω στελέχη πανηγύριζαν. Ίσως και περισσότερο και από τους συριζαίους.
Πλην όμως αυτό αποτελούσε αφορμή και όχι αιτία. Η αιτία ήταν προφανώς να συμμετέχουν σε έναν σχηματισμό ο οποίος να έχει προοπτική διακυβέρνησης, να έχουν και αυτοί δηλαδή ένα κομματάκι εξουσίας. Δευτερεύουσα σημασία είχε πως στο πίσω μέρος του μυαλού τους κατάφεραν να νικήσουν τους μεγάλους τους εχθρούς, τους Έλληνες πατριώτες, ποδοπατώντας τις ευαισθησίες τους για την Μακεδονία. Έτσι κι αλλιώς σκέφτηκαν πως με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Δηλαδή πώς και εξουσία θα έχουμε και θα μπορέσουμε να παραχαράξουμε την ιστορία κατά το δοκούν.
Αυτό βέβαια είναι στη βάση του ανήθικο.
Το μπαράζ μεταγραφών μετά τη συμφωνία των Πρεσπών έτσι ώστε να ψηφιστεί αποτέλεσε πρόσχημα για να εντάξει τα στελέχη αυτά στο δυναμικό του και για να διαλύσει το εγχείρημα νεκρανάστασης της κεντροαριστεράς με τελικό στόχο να αποτελεί την μόνη ιδεολογική επιλογή σε αυτόν τον χώρο. Πάνω σε αυτό το σκεπτικό βασίζεται και η ψήφιση της απλής αναλογικής καθώς πιστεύουν στον ΣΥΡΙΖΑ πως η απλή αναλογική θα οδηγήσει τελικά στο νέο διπολισμό και πως τελικά αυτό θα τους δώσει συγκριτικό πλεονέκτημα.
Αυτό μοιάζει παράδοξο σαν σκέψη αλλά δεν είναι. Λένε λοιπόν οι αριστεροί πως στην Ελλάδα η αναλογία κεντροαριστεράς - κεντροδεξιάς είναι 55 με 45% αντίστοιχα. Αν εφαρμοστεί απλή αναλογική στο Ελληνικό πολίτευμα η οποία να τραβήξει ένα σχετικό χρονικό διάστημα τουλάχιστον δύο έως τριών εκλογικών αναμετρήσεων τότε, επειδή στην Ελλάδα ψηφίζουμε πρωθυπουργό και όχι βουλευτή με βάση το ισχύον Σύνταγμα, πολύ γρήγορα θα δημιουργηθούν δύο μεγάλες παρατάξεις, η δεξιά και η αριστερά, οι οποίες θα συγκρούονται συνθλίβοντας όλα τα υπόλοιπα κόμματα γιατί σε κάθε βουλευτική εκλογή θα κρίνεται η κυβέρνηση. Σε ένα βαθμό πίστευαν πως θα τραβήξουν το παλαιό ΠΑΣΟΚ μαζί τους. Όταν φάνηκε πώς ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ δεν φτάνουν σε καμία περίπτωση το 50% το οποίο απαιτείται για το σχηματισμό κυβέρνησης σε απλή αναλογική ο σχεδιασμός άλλαξε. Και αποφάσισαν να σβήσουν όλα τα υπόλοιπα κόμματα και να απορροφήσουν ένα-ένα τα κομμάτια τους, τουλάχιστον όσα μπορούσαν να απορροφήσουν.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή οι σημερινοί γεφυροποιοί που συντάσσονται με το ΣΥΡΙΖΑ πανηγυρίζοντας για την παράδοση του ονόματος της Μακεδονίας και την αναγνώριση της ψευδοεθνότητας ήταν ενεργοί ως συνιστώσες στην προσπάθειά της μεγάλης κεντροαριστεράς και στη δημιουργία του ΚΙΝΑΛ. Και αυτό γιατί, πιστοί στον τροτσκιστικό εισοδισμό του παραδοσιακού ελληνικού αριστερισμού, ήθελαν να τραβήξουν το νέο κόμμα το οποίο θα προέκυπτε στο άρμα του ΣΥΡΙΖΑ σε μία συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ - ΣΥΡΙΖΑ στο προσεχές μέλλον δημιουργώντας μία μεγάλη παράταξη. Μετά τη συμφωνία των Πρεσπών το μοντέλο αυτό εγκαταλείφθηκε.
Αυτό συνέβη για δύο λόγους. Πρώτον όπως είπαμε παραπάνω αυτή η παράταξη δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να πιάσει ποσοστά σε νόμο της αναλογικής τα οποία να έδιναν ελπίδα κυβερνησιμότητας της τάξης του 50%. Κυρίως όμως ήταν διότι το ΠΑΣΟΚ ως κυρίαρχος σχηματισμός στο ΚΙΝΑΛ απέδειξε αντοχή στη σειρήνα της δημιουργίας μιας τέτοιας παράταξης καθώς είναι πολύ νωπές οι μνήμες της στοχοποίησης των στελεχών και ψηφοφόρων του από τους αριστεριστές έως πολύ πρόσφατα. Με δυο λόγια τα περισσότερα στελέχη του ΠΑΣΟΚ δεν “τσιμπάνε” σε αυτή την προοπτική. Και φυσικά διότι μέσα στο ΠΑΣΟΚ ακόμα υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι αρνούνται να προσυπογράψουν την εκτρωματική συμφωνία των Πρεσπών.
Προκρίθηκε λοιπόν το μοντέλο διεύρυνσης του ΣΥΡΙΖΑ και ευθείας μετατροπής του σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα απορροφώντας τα στελέχη που είχαν παραμείνει εντός των μικρότερων κεντροαριστερών κομμάτων με σκοπό να τα τραβήξουν κοντά στον ΣΥΡΙΖΑ. Και αυτό όπως είπαμε έγινε με αφορμή τη συνθήκη των Πρεσπών για την οποία τα εν λόγω στελέχη πανηγύριζαν. Ίσως και περισσότερο και από τους συριζαίους.
Πλην όμως αυτό αποτελούσε αφορμή και όχι αιτία. Η αιτία ήταν προφανώς να συμμετέχουν σε έναν σχηματισμό ο οποίος να έχει προοπτική διακυβέρνησης, να έχουν και αυτοί δηλαδή ένα κομματάκι εξουσίας. Δευτερεύουσα σημασία είχε πως στο πίσω μέρος του μυαλού τους κατάφεραν να νικήσουν τους μεγάλους τους εχθρούς, τους Έλληνες πατριώτες, ποδοπατώντας τις ευαισθησίες τους για την Μακεδονία. Έτσι κι αλλιώς σκέφτηκαν πως με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Δηλαδή πώς και εξουσία θα έχουμε και θα μπορέσουμε να παραχαράξουμε την ιστορία κατά το δοκούν.
Αυτό βέβαια είναι στη βάση του ανήθικο.
Γιατί η πραγματική αιτία είναι η εξουσία.
Γιατί τόσα χρόνια μας είχαν ζαλίσει πως το όνομα τάχα δεν έχει σημασία και τώρα πανηγυρίζουν σαν τρελοί.
Προς τι τόση χαρά εάν το όνομα για εσάς δεν έχει σημασία; Ή έχει σημασία και μας λέγατε ψέματα τόσο καιρό ή δεν έχει σημασία και μας λέτε ψέματα τώρα. Κάτι ενδιάμεσο είναι αδύνατο να υπάρξει.
Για εμάς πάντως το όνομα είχε σημασία και τότε και τώρα και είναι προφανώς σημαντικότερο από το να γευτείτε και εσείς μία στάλα εξουσίας.
Ποδοπατούν τη στεναχώρια του ελληνικού λαού για την ήττα στο σκοπιανό ζήτημα έτσι ώστε να βρουν μία αφορμή να συμπράξουν με τον Τσίπρα. Αν επιθυμούν την σύμπραξη με το ΣΥΡΙΖΑ και τη δημιουργία ενός μεγάλου αριστερού κόμματος ως τον ένα πόλο του διπολισμού, γιατί δεν το έκαναν ευθέως και έπρεπε να χρησιμοποιήσουν σαν φθηνή δικαιολογία κάτι το οποίο πονάει τον Έλληνα σήμερα και θα τον πονάει και τα επόμενα χρόνια; Γιατί πανηγυρίζουν πάνω στο δικό μας πένθος;
Απαντήσεις προφανώς και υπάρχουν, αλλά καμία απάντηση δεν είναι αρκετή για να ικανοποιήσει τον πληγωμένο Έλληνα από αυτήν την επαίσχυντη συμφωνία.
Οι γέφυρες λοιπόν χτίζονται για να ενώσουν διάφορες πολιτικές ομάδες στο χώρο της ευρύτερης κεντροαριστεράς με βάση τον εθνομηδενισμό δίνοντας έτσι σε αυτή την παράταξη ένα εκλογικό πλεονέκτημα.
Προς τι τόση χαρά εάν το όνομα για εσάς δεν έχει σημασία; Ή έχει σημασία και μας λέγατε ψέματα τόσο καιρό ή δεν έχει σημασία και μας λέτε ψέματα τώρα. Κάτι ενδιάμεσο είναι αδύνατο να υπάρξει.
Για εμάς πάντως το όνομα είχε σημασία και τότε και τώρα και είναι προφανώς σημαντικότερο από το να γευτείτε και εσείς μία στάλα εξουσίας.
Ποδοπατούν τη στεναχώρια του ελληνικού λαού για την ήττα στο σκοπιανό ζήτημα έτσι ώστε να βρουν μία αφορμή να συμπράξουν με τον Τσίπρα. Αν επιθυμούν την σύμπραξη με το ΣΥΡΙΖΑ και τη δημιουργία ενός μεγάλου αριστερού κόμματος ως τον ένα πόλο του διπολισμού, γιατί δεν το έκαναν ευθέως και έπρεπε να χρησιμοποιήσουν σαν φθηνή δικαιολογία κάτι το οποίο πονάει τον Έλληνα σήμερα και θα τον πονάει και τα επόμενα χρόνια; Γιατί πανηγυρίζουν πάνω στο δικό μας πένθος;
Απαντήσεις προφανώς και υπάρχουν, αλλά καμία απάντηση δεν είναι αρκετή για να ικανοποιήσει τον πληγωμένο Έλληνα από αυτήν την επαίσχυντη συμφωνία.
Οι γέφυρες λοιπόν χτίζονται για να ενώσουν διάφορες πολιτικές ομάδες στο χώρο της ευρύτερης κεντροαριστεράς με βάση τον εθνομηδενισμό δίνοντας έτσι σε αυτή την παράταξη ένα εκλογικό πλεονέκτημα.
Ένα ανήθικο εκλογικό πλεονέκτημα.
Εμπρός λοιπόν.
Εμπρός λοιπόν.
Ουδείς σας κρατά .
Ραντεβού στις κάλπες.
Ραντεβού στις κάλπες.