Η κρίση της ελληνικής οικονομίας και η εφαρμογή των πολιτικών λιτότητας
αποτυπώνεται μεταξύ άλλων στην επιδείνωση των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών και συγκεκριμένα της φτώχειας.
Για την μέτρηση της φτώχειας είναι απαραίτητη η διάκριση ανάμεσα στην σχετική και ακραία φτώχεια.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την μεθοδολογία της Eurostat, η σχετική φτώχεια ορίζεται ως το ποσοστό των ατόμων των οποίων το εισόδημα είναι χαμηλότερο εκείνου που ισοδυναμεί με το τρέχον κατώφλι της φτώχειας, δηλαδή του 60% του μέσου εθνικού εισοδήματος.
Αντίθετα, η ακραία φτώχεια συνδέεται με ένα επίπεδο διαβίωσης, όπου τα άτομα με το εισόδημα που διαθέτουν αδυνατούν να καλύψουν βασικές τους ανάγκες. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την Eurostat, η φτώχεια μπορεί να μετρηθεί χρησιμοποιώντας δύο δείκτες:
Πρώτον, το ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, το οποίο αναφέρεται στο ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή στερείται υλικών αγαθών ή διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας.
Δεύτερον, το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας υπολογιζόμενο με το κατώφλι φτώχειας σε κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή στο παρελθόν.
Στο πλαίσιο αυτό τα διαθέσιμα στοιχεία για τα ποσοστά φτώχειας στην Ελλάδα, δείχνουν ότι η φτώχεια, μετρούμενη με το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, επιδεινώθηκε κατά την περίοδο της κρίσης 2008-2017.
Πράγματι, ο δείκτης αυτός κατά την περίοδο της κρίσης αυξήθηκε από 28.1% το 2008 σε 34.8% το 2017, φτάνοντας το ανώτερο σημείο του το 2014 όταν και έφτασε το 36%.
αποτυπώνεται μεταξύ άλλων στην επιδείνωση των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών και συγκεκριμένα της φτώχειας.
Για την μέτρηση της φτώχειας είναι απαραίτητη η διάκριση ανάμεσα στην σχετική και ακραία φτώχεια.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την μεθοδολογία της Eurostat, η σχετική φτώχεια ορίζεται ως το ποσοστό των ατόμων των οποίων το εισόδημα είναι χαμηλότερο εκείνου που ισοδυναμεί με το τρέχον κατώφλι της φτώχειας, δηλαδή του 60% του μέσου εθνικού εισοδήματος.
Αντίθετα, η ακραία φτώχεια συνδέεται με ένα επίπεδο διαβίωσης, όπου τα άτομα με το εισόδημα που διαθέτουν αδυνατούν να καλύψουν βασικές τους ανάγκες. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την Eurostat, η φτώχεια μπορεί να μετρηθεί χρησιμοποιώντας δύο δείκτες:
Πρώτον, το ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, το οποίο αναφέρεται στο ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή στερείται υλικών αγαθών ή διαβιεί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας.
Δεύτερον, το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας υπολογιζόμενο με το κατώφλι φτώχειας σε κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή στο παρελθόν.
Στο πλαίσιο αυτό τα διαθέσιμα στοιχεία για τα ποσοστά φτώχειας στην Ελλάδα, δείχνουν ότι η φτώχεια, μετρούμενη με το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, επιδεινώθηκε κατά την περίοδο της κρίσης 2008-2017.
Πράγματι, ο δείκτης αυτός κατά την περίοδο της κρίσης αυξήθηκε από 28.1% το 2008 σε 34.8% το 2017, φτάνοντας το ανώτερο σημείο του το 2014 όταν και έφτασε το 36%.