27.10.19

Χρονογράφημα - Ο σπουργίτης

  Του Παναγιώτη Αντωνόπουλου 

  Κουτσός μου ήρθε στην αυλή, αδύνατος και πεινασμένος. Τσιμπολογούσε από δω κι από κει,  το κεφάλι σήκωνε σαν πρίγκιπας, με κοιτούσε, βηματάκια έκανε εκούσια κι ακούσια με μπρίο δε μου τραγουδούσε. Πετώντας που και που τις σκιές  έδειχνε στα όμορφα φτερά του, το χρώμα τους  το γκρι και το καφέ, τη σπαθωτή ουρά του.
  Γίναμε φίλοι. Χαρούμενος που του γιάτρεψα το πόδι, τη φιλοξενία μου απολάμβανε, πιστός στο ραντεβού μας πρώτος και καλύτερος παρόντας δήλωνε. Κι ένα πρωινό που ο ήλιος χρύσωνε τον Κυπαρισσιακό Κόλπο και η πόλη έλαμπε από το φως του, μου μίλησε στη γλώσσα του και με γλυκό κελαηδισμό μου είπε: << Είμαι σπιτοσπουργίτης, είδος στρουθιόμορφου πουλιού της οικογένειας Πασσερίδες. Ζω παντού στην Ευρώπη, στη Μεσόγειο και στην Ασία. Ακόμη είμαι διαδεδομένο ως άγριο πουλί και σε πολλά μέρη του κόσμου. Τόπος μου οι κατοικημένες περιοχές, με τα σπίτια, τις γεμάτες λουλούδια αυλές και την αγάπη των ανθρώπων. Τα παιδιά με αγαπούν, με ταϊζουν, μου βάζουν ποτίστρες να ξεδιψάω, τα μικρά μου φροντίζουν και τα προστατεύουν από τα σαρκοφάγα ζώα. Κι εγώ για να τους ευχαριστήσω τους τραγουδώ,<< τσιριτρί και τσιριτρό, τσιριτρό και τσιριτρί >>.
    Κάποιοι επειδή είμαι μικρός δεν τους αρέσω. Άλλοι το γκρι και το καφέ χρώμα μου τους απωθεί και λίγοι ευτυχώς με διώχνουν απ’ τη στέγη τους που φτιάχνω τη φωλιά μου. Πάω κι εγώ σε άλλη γειτονιά, γίνομαι μετανάστης, ριζώνω εκεί αρχίζω να τους αγαπώ και να τους λέω πως είμαι ο σπιτοσπουργίτης τους ο πολυαγαπημένος.
       Όταν δεν τσιμπολογάει κι εγώ δεν γράφω, λέμε πολλά και διάφορα στη γλώσσα του ο καθένας. Μ’ ακούει, χαίρεται κι απλώνει τις φτερούγες. Χθες ένα ποίημα του απάγγειλα! Αχ, πως  με κοιτούσε. Το καταγράφω : << Φτερούγες σκόρπιζες, Θε μου, απλόχερα στων τυχερών το σπίτι/ κι άφηνες μόνο ψίχουλα να ψάχνω σαν σπουργίτι…/  Κι όσο φτερούγες άπλωνα  κι όσο ψηλά κοιτούσα/ ήταν ο φόρτος πιο βαρύς/ απ’ ότι προσδοκούσα…/ Στο πήγαιν’  έλα της ζωής, συνάντησα στη ρούγα/ κουτσό σπουργίτι να πετά/ με τη μισή φτερούγα…/ Τόπιασα και το σήκωσα με περισσή φροντίδα/ τα μάτια πάνω σήκωσα/ με νιόβγαλτη ελπίδα/ κι είπα: Θεέ μου, αφού αϊτός δεν πρόκειται να γίνω/ είθε με τις φτερούγες μου απείραχτες να μείνω! /

ΜΕΣΣΗΝΙΑΚΑ ΝΕΑ και ΕΙΔΗΣΕΙΣ

Αρχειοθήκη ιστολογίου