Μελαψός, χωμένος στη σκόνη, καθισμένος στους σκουριασμένους σωλήνες,
έπινε τη μπύρα του, δείχνοντας λευκά δοντάκια σμέρνας. Διωγμένος και
αποσπόρι της πατρίδας του ήρθε εδώ στην αειπάρθενο δική μας, να πάψει να
αναδύει αναλλαγίλα, να ντυθεί μ’ ένα τριμμένο κοντοπόλκι και ν’
ακούσει το χόχλο του χυλού στην κατσαρόλα του.
Φορούσε παλιό σχισμένο ψαθάκι, παντελόνι τζιν λασπωμένο, παπούτσια με
σόλες ξεχαρβαλωμένες, ζώστρα συγκολλημένη με κόμπους χοντρούς. Είχε το
μούτρο ρυτιδωμένο, το μάτι του θολό, το αίμα του στις αρτηρίες
στραγγισμένο, το μέσα του άδειο και το σπλάχνο του άγριο, κυκλωπικό.
Στον απάγκιο καθισμένος, μόνος κι έρημος, μιλούσε με τους κούνουπους,
γελούσε με τους μπούρμπουλες, μετρούσε τους κολλημένους σάλιαγκους στα
ξύλα και στα πλαστικά. Έριχνε και κάπου - κάπου βλαστημίδι δυνατό,
κοιτώντας κατά την Αφρική, το σύνορο της πατρίδας του φανταζόταν
φραγμένο από φαλτσέτες και νεκρούς.
Ο ουρανός γελούσε, άδειο το ταβερνάκι, γουλιές – γουλιές το ποτήρι μου
άδειαζα καθισμένος στη μέσα γωνιά. Αναβλεφάριζα, τον κοιτούσα, χάζι
έκανα με το χρωματισμένο του σουλούπι. Μετανάστης αυτός, ξένος στη χώρα
μου εγώ και οι δυο δέσμιοι της χαμοζωής, κολυμπημένοι στη λάσπη της
φτώχειας, δαρμένοι από σκύλους Αζώρ πολιτικούς και γατίσιες υποσχέσεις .
Στον πάγκο του ο ταβερνιάρης με κοίταζε με την ψυχή του να δείχνει πως
είχε μπουνάτσα. Πελάτη δε σταύρωνε, παγωμένος ο σωλήνας του καταπίτη
του, κουβέντα δεν έβγαζε, αμίλητος φούσκωνε και ξεφούσκωνε, παίζοντας με
τα κουμπιά του ραδιοφώνου. Τα πιστόνια και τα γρανάζια του έπεσαν
διάνα, δούλεψε, το τραγουδάκι χρήσιμο, εύθυμο, διδακτικό χύθηκε στον
αέρα: << Σ’ ένα υπόγειο στην πλατεία Αβησσυνίας συγκεντρωθήκαν τα
ποντίκια μια φορά, για να σκεφτούν πως θα γλιτώσουν μια για πάντα, από
του γάτου τον αιώνιο βραχνά. Το συζητάγανε ημέρες και ημέρες μα τελικά
δεν καταλήξαν πουθενά και είχαν όλοι πια συνειδητοποιήσει ότι κομπλάρισε
η συνέλευση γερά. Τότε πετάγετ’ ένας νεαρός και λέει: << Βρήκα
τη λύση του προβλήματος παιδιά! Θα πλησιάσουμε την ώρα που κοιμάται και
θα του δέσουμε κουδούνια στην ουρά! >> Κι όλοι φωνάξαν <<
Μπράβο, αυτό είναι, συμφωνούμε! >> και πέρασε η πρότασή τους
παμψηφεί. Μα ένας γέρος ποντικός τους λέει << Δικαίωμα! >>
και θέτει την εξής ερώτηση: << Άμα μου λύσετε αυτή την απορία τότε
δε θα ‘χω αντίρρηση καμιά. Ποιος από σας τολμάει το γάτο να ζυγώσει να
του κρεμάσει την κουδούνα στην ουρά; >> Και από τότε έχουν περάσει
χίλια χρόνια κι ακόμα ο γάτος τα ποντίκια κυνηγά που πάει να πει ότι
δε βρέθηκε κανένας να του κρεμάσει την κουδούνα στην ουρά. Όλες οι
λύσεις είναι φίνες και ωραίες τότε και μόνο όταν είναι εφικτές μα σαν
δεν έχεις κότσια να τις εφαρμόσεις άσ’ τες καλύτερα, καθόλου μη τις λες
>>.
Νεοφιλελεύθεροι έχετε τα κότσια να το κάνετε; Να κρεμάσετε κουδούνες
στους κλέφτες Σαδδουκαίους Έλληνες πολιτικούς και στους ύπατους με τα
πορφυρά ενδύματα που τους περιστοιχίζουν; Να καυχιόσαστε σαν Έλληνες
σύγχρονοι Ηρακλήδες, πως με βέλη τρυπήσατε θρεμμένους πισινούς!