Η εικόνα είναι της πλατείας 23ης Μαρτίου, όπως τη ζωγράφισε ο Τσαρούχης στα 1966.
«…….. Η λοιπή των Καλαμών πόλις, όζουσα τουρκισμού, ομοιάζει προς μεγάλην μπαράκαν, κατατετμημένην εις πλείονας μικροτέρας.
Εκεί δύναταί τις να ίδη τα τουρκικά μπεζεστένια εν απάση αυτών τη αθλιότητι, τας στενάς και οφιοειδείς, λίαν δ’ ακαθάρτους οδούς των αβυσσινικών χωρίων, τα πλατύστομα φρέατα της Σαμαρείας, περί τα χείλη των οποίων συνωστίζονται άνθρωποι και κτήνη, ίνα σβέσωσι την δίψαν αυτών, διότι η πόλις στερείται πηγαίου ύδατος, μολονότι πέριξ της πόλεως υπάρχουσιν άφθονοι πηγαί δροσεραί, ύδατα ακάθαρτα, επί των προμνησθεισών οδών ελευθέρως ρέοντα, και υπό πολυαρίθμων χοίρων ανακινούμενα, διότι η πόλις στερείται υπονόμων.
Εάν οι αρμόδιοι εκήδοντο των συμφερόντων της ιστορικής και πλουσίας ταύτης πόλεως, θα εφήρμοζον, έστω και κατά μικρόν, το προ πολλών ετών εγκεκριμένον ωραίον των Καλαμών σχέδιον∙ τότε δε και οδούς ευρείας και ευθυγράμμους θα είχεν η πόλις και πλατείας και περιπάτους, ων τα νυν εντελώς στερείται, και περ πληρώνουσα κατ’ έτος υπέρ τας 200,000 δραχ. εις δημοτικούς φόρους. Περί δε φωτισμού ουδείς λόγος∙ διότι, πλην δύο οδών, εις ας καταλήγουσιν αι εκ Νησίου και εκ της παραλίας ερχόμεναι αμαξιτοί, και εις ας ανάπτονται, κατ’ αραιά διαστήματα, ολίγιστοι φανοί, αι λοιπαί λαβυρινθοειδείς της πόλεως οδοί στερούνται παντός φωτισμού, οι δε δι’ αυτών διερχόμενοι κάτοικοι, ανευρίσκουσι τα ίχνη αυτών, δια της εξ αυτών αναδιδομένης δυσώδους οσμής.
………………
Πολλοί των ανδρών, εν τε τη πόλει και εν άπαντι τω μεσσηνιακώ πεδίω, τρέφουσι μακρόν πώγωνα, ώσπερ και οι Ανδριτσάνοι, οι δε φουστανελλοφόροι φέρουσι περί την οσφήν πολύπτυχον και ογκωδέστατον σελάχιον, ομοιάζοντες προς οικίας μετά μπαλκονίων.
Εις μάλιστα των παρεπιδημούντων εκ των πέριξ δήμων δημάρχων, έφερεν εν τω σελαχίω αυτού και πληθύν όπλων, αναγκαζόντων αυτόν να κλίνη την σπονδυλικήν αυτού στήλην προς τα όπισθεν, ίνα διατηρή το σώμα αυτού εν ισορροπία.
Πόσων κακών πρόξενος γίνεται καθ’ εκάστυν τοις Μεσσηνίοις και τοις λοιποίς Έλλησιν η φορητή αύτη οπλοθήκη, οι πάντες γινώσκομεν∙ και όμως ουδείς των δυναμένων επεχείρησεν άχρι τούδε να θέση οριστικόν τέρμα εις την αγρίαν ταύθτην κατάστασιν, την δεκατίζουσαν οικτρώς τον αραιόν της χώρας πληθυσμόν. …….»
(Δες «Πεζοπορία από Πατρών εις Καλάμας» υπό Χ. Π. Κορύλλου και Στ. Θεοχάρη, εκδ. «Περί Τεχνών», Πάτρα 2004, σελ. 80 και 84)
* Κάπως έτσι ήταν οι Ελληνικές «πόλεις» το 1891!…
«…….. Η λοιπή των Καλαμών πόλις, όζουσα τουρκισμού, ομοιάζει προς μεγάλην μπαράκαν, κατατετμημένην εις πλείονας μικροτέρας.
Εκεί δύναταί τις να ίδη τα τουρκικά μπεζεστένια εν απάση αυτών τη αθλιότητι, τας στενάς και οφιοειδείς, λίαν δ’ ακαθάρτους οδούς των αβυσσινικών χωρίων, τα πλατύστομα φρέατα της Σαμαρείας, περί τα χείλη των οποίων συνωστίζονται άνθρωποι και κτήνη, ίνα σβέσωσι την δίψαν αυτών, διότι η πόλις στερείται πηγαίου ύδατος, μολονότι πέριξ της πόλεως υπάρχουσιν άφθονοι πηγαί δροσεραί, ύδατα ακάθαρτα, επί των προμνησθεισών οδών ελευθέρως ρέοντα, και υπό πολυαρίθμων χοίρων ανακινούμενα, διότι η πόλις στερείται υπονόμων.
Εάν οι αρμόδιοι εκήδοντο των συμφερόντων της ιστορικής και πλουσίας ταύτης πόλεως, θα εφήρμοζον, έστω και κατά μικρόν, το προ πολλών ετών εγκεκριμένον ωραίον των Καλαμών σχέδιον∙ τότε δε και οδούς ευρείας και ευθυγράμμους θα είχεν η πόλις και πλατείας και περιπάτους, ων τα νυν εντελώς στερείται, και περ πληρώνουσα κατ’ έτος υπέρ τας 200,000 δραχ. εις δημοτικούς φόρους. Περί δε φωτισμού ουδείς λόγος∙ διότι, πλην δύο οδών, εις ας καταλήγουσιν αι εκ Νησίου και εκ της παραλίας ερχόμεναι αμαξιτοί, και εις ας ανάπτονται, κατ’ αραιά διαστήματα, ολίγιστοι φανοί, αι λοιπαί λαβυρινθοειδείς της πόλεως οδοί στερούνται παντός φωτισμού, οι δε δι’ αυτών διερχόμενοι κάτοικοι, ανευρίσκουσι τα ίχνη αυτών, δια της εξ αυτών αναδιδομένης δυσώδους οσμής.
………………
Πολλοί των ανδρών, εν τε τη πόλει και εν άπαντι τω μεσσηνιακώ πεδίω, τρέφουσι μακρόν πώγωνα, ώσπερ και οι Ανδριτσάνοι, οι δε φουστανελλοφόροι φέρουσι περί την οσφήν πολύπτυχον και ογκωδέστατον σελάχιον, ομοιάζοντες προς οικίας μετά μπαλκονίων.
Εις μάλιστα των παρεπιδημούντων εκ των πέριξ δήμων δημάρχων, έφερεν εν τω σελαχίω αυτού και πληθύν όπλων, αναγκαζόντων αυτόν να κλίνη την σπονδυλικήν αυτού στήλην προς τα όπισθεν, ίνα διατηρή το σώμα αυτού εν ισορροπία.
Πόσων κακών πρόξενος γίνεται καθ’ εκάστυν τοις Μεσσηνίοις και τοις λοιποίς Έλλησιν η φορητή αύτη οπλοθήκη, οι πάντες γινώσκομεν∙ και όμως ουδείς των δυναμένων επεχείρησεν άχρι τούδε να θέση οριστικόν τέρμα εις την αγρίαν ταύθτην κατάστασιν, την δεκατίζουσαν οικτρώς τον αραιόν της χώρας πληθυσμόν. …….»
(Δες «Πεζοπορία από Πατρών εις Καλάμας» υπό Χ. Π. Κορύλλου και Στ. Θεοχάρη, εκδ. «Περί Τεχνών», Πάτρα 2004, σελ. 80 και 84)
* Κάπως έτσι ήταν οι Ελληνικές «πόλεις» το 1891!…