Καθώς πλησιάζει η Πρωτοχρονιά, ας ανατρέξουμε σε έθιμα στον ευρύτερο μικρασιατικό χώρο όπου υπήρχε εντονότατη η βυζαντινή παράδοση και μέσα από την οποία πέρασαν αρχαιοελληνικές συνήθειες και δοξασίες.
Σημαντικό είναι πως: Ουδεμία σχέση υπάρχει μεταξύ του Μεγάλου Βασιλείου και του Σάντα Κλάους ή Σαν Νικολά της Δύσης, τον οποίον έχει επικρατήσει παγκοσμίως να θεωρούμε σαν τον Αϊ-Βασίλη που φέρνει δώρα. Ο δικός μας Αϊ-Βασίλης φέρνει δώρα, αλλά δεν φορά κόκκινη φορεσιά, σκούφους και φούντες – φιγούρα προερχόμενη από γνωστή διαφήμιση.
Καλό είναι να γνωρίζουμε κι εμείς και τα παιδιά μας αυτήν τη διαφορά, όπως και να θυμηθούμε ότι εμείς οι Μικρασιάτες τα δώρα τα ανταλλάσσουμε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς και όχι τα Χριστούγεννα, συνήθεια που είναι και αυτή φερμένη από το εξωτερικό.
Στην Μικρά Ασία τα έθιμα ξεκινούσαν την παραμονή πρωί- πρωί με τα κάλαντα, που ψάλλονταν από τα παιδιά. Την ίδια ώρα, οι νοικοκυρές είχαν ανάψει τους φούρνους και προετοίμαζαν το τραπέζι της πρώτης ημέρας του χρόνου, που έπρεπε να έχει όλα τα καλά του Θεού για να πάει καλά η χρονιά.
Γλυκίσματα για να είναι γλυκιά η νέα χρονιά, καρπούς για καλή σοδειά, δύναμη και υγεία, ξηρούς καρπούς, κρέας (ποτέ ψάρι τέτοια ημέρα), πίτες, πολλά φαγητά – όλα σερβιρισμένα πάνω σε μεγάλο τραπέζι με τα καλύτερα τραπεζομάντιλα με τα καλύτερα σερβίτσια.
Την παραμονή το βράδυ ή ανήμερα στο γεύμα, ο πατέρας μοίραζε δώρα που ήταν: χρυσαφικό για τη γυναίκα, παιχνίδια για τα παιδιά. Με την αλλαγή του χρόνου, τα μεσάνυκτα, άνοιγαν τις βρύσες του σπιτιού για να φύγουν οι στενοχώριες του παλιού χρόνου, να τρέξουν στο σπιτικό οι χαρές του νέου.
Μετά τη Θεία Λειτουργία της Πρωτοχρονιάς ο πατέρας έκανε «ποδαρικό» μπαίνοντας στο σπίτι με το δεξί πόδι.
Κρατούσε πέτρα και την άφηνε κάτω καθώς έμπαινε στην είσοδο του σπιτιού, για να είναι στέρεο το σπιτικό κι έσπαζε και ρόδι για να υπάρχει ευτυχία. Όλη την ημέρα έπρεπε να είναι ή να δείχνουν χαρούμενοι, χαμογελαστοί, δεν μιλούσαν για στενόχωρα θέματα, επειδή ό,τι έκαναν την Πρωτοχρονιά θα έκαναν όλο το χρόνο.
Οι πόρτες των σπιτιών ήταν ανοικτές. Φίλοι και συγγενείς πήγαιναν για τα «χρόνια πολλά» από το ένα σπίτι στο άλλο και οι οικοδέσποινες τρατάριζαν γλυκά και ποτά φτιαγμένα από τις ίδιες.
Στο μεσημεριανό τραπέζι δέσποζε η Βασιλόπιτα με διάφορες τοπικές ονομασίες. Ιδιαίτερα προσεγμένη, «κεντημένη», πλουμισμένη από τη νοικοκυρά με περίσσια αγάπη, φροντίδα και σεβασμό. Ήταν η πίτα του Μικρασιάτη Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου.
Επάνω είχε σταυρό, και σε διάφορα μέρη τον δικέφαλο αετό – συνήθεια που συναντάται με παραλλαγές σε ολόκληρη τη Μ. Ασία, και είναι ο συμβολισμός του Βυζαντίου που εκφραζόταν με διαφόρους σχηματικούς τρόπους σε πολλές μορφές του λαϊκού μας πολιτισμού.
Ο πατέρας, αφού έκανε το σταυρό του με όλη την οικογένεια (πριν αρχίσουν να τρώνε) σταύρωνε τη Βασιλόπιτα τρεις φορές, την έκοβε και μοίραζε τα κομμάτια ανάλογα με την ηλικία των μελών της οικογένειας – δείγμα σεβασμού, αφού το πρώτο κομμάτι αφιερωνόταν στον Χριστό, το επόμενο στον Μεγάλο Βασίλειο, το τρίτο στο σπίτι.
Το τελευταίο κομμάτι το έκοβαν για τους φτωχούς – δείγμα αλληλεγγύης και αγάπης στον συνάνθρωπο, αλλά και ταπεινοφροσύνης, επειδή πίστευαν ότι όφειλαν να ευχαριστούν τον Θεό καθημερινά για το φαγητό που είχαν τη δυνατότητα να φάνε.
Βέβαια, από τις παραμονές είχε κάνει ο καθένας, όπως μπορούσε, το καθήκον του σε άπορους, φτωχούς, αδύνατους συνανθρώπους. Δεν ξεχνούσαν να δώσουν και στα ζώα τους λίγο από τη Βασιλόπιτα.
Σημαντικό είναι πως: Ουδεμία σχέση υπάρχει μεταξύ του Μεγάλου Βασιλείου και του Σάντα Κλάους ή Σαν Νικολά της Δύσης, τον οποίον έχει επικρατήσει παγκοσμίως να θεωρούμε σαν τον Αϊ-Βασίλη που φέρνει δώρα. Ο δικός μας Αϊ-Βασίλης φέρνει δώρα, αλλά δεν φορά κόκκινη φορεσιά, σκούφους και φούντες – φιγούρα προερχόμενη από γνωστή διαφήμιση.
Καλό είναι να γνωρίζουμε κι εμείς και τα παιδιά μας αυτήν τη διαφορά, όπως και να θυμηθούμε ότι εμείς οι Μικρασιάτες τα δώρα τα ανταλλάσσουμε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς και όχι τα Χριστούγεννα, συνήθεια που είναι και αυτή φερμένη από το εξωτερικό.
Στην Μικρά Ασία τα έθιμα ξεκινούσαν την παραμονή πρωί- πρωί με τα κάλαντα, που ψάλλονταν από τα παιδιά. Την ίδια ώρα, οι νοικοκυρές είχαν ανάψει τους φούρνους και προετοίμαζαν το τραπέζι της πρώτης ημέρας του χρόνου, που έπρεπε να έχει όλα τα καλά του Θεού για να πάει καλά η χρονιά.
Γλυκίσματα για να είναι γλυκιά η νέα χρονιά, καρπούς για καλή σοδειά, δύναμη και υγεία, ξηρούς καρπούς, κρέας (ποτέ ψάρι τέτοια ημέρα), πίτες, πολλά φαγητά – όλα σερβιρισμένα πάνω σε μεγάλο τραπέζι με τα καλύτερα τραπεζομάντιλα με τα καλύτερα σερβίτσια.
Την παραμονή το βράδυ ή ανήμερα στο γεύμα, ο πατέρας μοίραζε δώρα που ήταν: χρυσαφικό για τη γυναίκα, παιχνίδια για τα παιδιά. Με την αλλαγή του χρόνου, τα μεσάνυκτα, άνοιγαν τις βρύσες του σπιτιού για να φύγουν οι στενοχώριες του παλιού χρόνου, να τρέξουν στο σπιτικό οι χαρές του νέου.
Μετά τη Θεία Λειτουργία της Πρωτοχρονιάς ο πατέρας έκανε «ποδαρικό» μπαίνοντας στο σπίτι με το δεξί πόδι.
Κρατούσε πέτρα και την άφηνε κάτω καθώς έμπαινε στην είσοδο του σπιτιού, για να είναι στέρεο το σπιτικό κι έσπαζε και ρόδι για να υπάρχει ευτυχία. Όλη την ημέρα έπρεπε να είναι ή να δείχνουν χαρούμενοι, χαμογελαστοί, δεν μιλούσαν για στενόχωρα θέματα, επειδή ό,τι έκαναν την Πρωτοχρονιά θα έκαναν όλο το χρόνο.
Οι πόρτες των σπιτιών ήταν ανοικτές. Φίλοι και συγγενείς πήγαιναν για τα «χρόνια πολλά» από το ένα σπίτι στο άλλο και οι οικοδέσποινες τρατάριζαν γλυκά και ποτά φτιαγμένα από τις ίδιες.
Στο μεσημεριανό τραπέζι δέσποζε η Βασιλόπιτα με διάφορες τοπικές ονομασίες. Ιδιαίτερα προσεγμένη, «κεντημένη», πλουμισμένη από τη νοικοκυρά με περίσσια αγάπη, φροντίδα και σεβασμό. Ήταν η πίτα του Μικρασιάτη Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου.
Επάνω είχε σταυρό, και σε διάφορα μέρη τον δικέφαλο αετό – συνήθεια που συναντάται με παραλλαγές σε ολόκληρη τη Μ. Ασία, και είναι ο συμβολισμός του Βυζαντίου που εκφραζόταν με διαφόρους σχηματικούς τρόπους σε πολλές μορφές του λαϊκού μας πολιτισμού.
Ο πατέρας, αφού έκανε το σταυρό του με όλη την οικογένεια (πριν αρχίσουν να τρώνε) σταύρωνε τη Βασιλόπιτα τρεις φορές, την έκοβε και μοίραζε τα κομμάτια ανάλογα με την ηλικία των μελών της οικογένειας – δείγμα σεβασμού, αφού το πρώτο κομμάτι αφιερωνόταν στον Χριστό, το επόμενο στον Μεγάλο Βασίλειο, το τρίτο στο σπίτι.
Το τελευταίο κομμάτι το έκοβαν για τους φτωχούς – δείγμα αλληλεγγύης και αγάπης στον συνάνθρωπο, αλλά και ταπεινοφροσύνης, επειδή πίστευαν ότι όφειλαν να ευχαριστούν τον Θεό καθημερινά για το φαγητό που είχαν τη δυνατότητα να φάνε.
Βέβαια, από τις παραμονές είχε κάνει ο καθένας, όπως μπορούσε, το καθήκον του σε άπορους, φτωχούς, αδύνατους συνανθρώπους. Δεν ξεχνούσαν να δώσουν και στα ζώα τους λίγο από τη Βασιλόπιτα.