Τα τελευταία χρόνια οι ελληνικές οικογένειες κάνουν λιγότερα παιδιά και τα κάνουν πιο αργά, ενώ για πρώτη φορά από τότε που καταγράφονται στοιχεία, στην Ελλάδα γεννιούνται λιγότερα από 100.000 παιδιά τον χρόνο, όπως προκύπτει από έρευνα της διαΝΕΟσις για το δημογραφικό πρόβλημα.
Το 2016 ο δείκτης γονιμότητας στη χώρα μας ήταν 1,38, ένας από τους χαμηλότερους στον κόσμο. Κατά μέσο όρο οι Ελληνίδες αποκτούν το πρώτο παιδί τους στην ηλικία των 30,3 ετών (το 2016 από 28,8 το 2008), τη στιγμή που ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι τα 29 έτη.
Η έρευνα εκπονήθηκε από ομάδα ερευνητών του ΕΚΚΕ, με συντονιστή και επιστημονικό υπεύθυνο τον Διευθυντή Ερευνών Διονύση Μπαλούρδο.
Ποια είναι η κατάσταση σήμερα στην Ελλάδα και στην Ευρώπη;
Όπως προκύπτει από την έρευνα:
Παντού στην Ευρώπη η γονιμότητα έχει πέσει εδώ και πολλές δεκαετίες κάτω από το «όριο αναπλήρωσης» των 2,1 παιδιών ανά γυναίκα, ενώ στην Ελλάδα οι αλλαγές αυτές έχουν ξεκινήσει από τα τέλη της δεκαετίας του '80 κιόλας, όταν ο δείκτης γονιμότητας πέρασε κάτω από το 1,5. Έκτοτε παραμένει πολύ χαμηλά, φτάνοντας ως και στο 1,23 το 1999.
Το 2016 ο δείκτης γονιμότητας στη χώρα μας ήταν 1,38, ένας από τους χαμηλότερους στον κόσμο.
Πλέον, και για πρώτη φορά από τότε που καταγράφονται στοιχεία, στην Ελλάδα γεννιούνται λιγότερα από 100.000 παιδιά τον χρόνο.
Κατά μέσο όρο οι Ελληνίδες αποκτούν το πρώτο παιδί τους στην ηλικία των 30,3 ετών (το 2016 από 28,8 το 2008). Ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι τα 29 έτη.
Σχεδόν μία στις τέσσερις γεννήσεις στη χώρα μας πραγματοποιείται από γυναίκες 35-39 ετών.
Στην Ελλάδα εμφανίζεται ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά πρώτων γεννήσεων από μητέρες ηλικίας άνω των 40 στην Ευρώπη (5,3%).
Μόνο ένα 8,3% των Ελληνίδων που γεννήθηκαν το 1955 δεν έκαναν παιδί. Στις Ελληνίδες που γεννήθηκαν το 1965 το ποσοστό ήταν 16,3%.
Στην Ελλάδα μόλις το 8,9% των παιδιών ηλικίας κάτω των 3 ετών έχει πρόσβαση σε υποδομές φροντίδας, πολύ μακριά από τον στόχο που έχει θέσει η Ε.Ε. (33%) για το 2020.
Χώρες που έχουν καταφέρει να διατηρήσουν υψηλότερους δείκτες γονιμότητας όπως η Σουηδία (1,85) και η Γαλλία (1,92) εφαρμόζουν πολιτικές στήριξης των οικογενειών, λαμβάνοντας υπ'όψιν τις ανάγκες των σύγχρονων, πολύμορφων νοικοκυριών.
Η έρευνα καταλήγει σε συγκεκριμένες προτάσεις πολιτικής για την ενίσχυση της γονιμότητας και τη στήριξη της οικογένειας, οι οποίες ταξινομούνται σε τρεις άξονες:
Κοινωνική και οικονομική ενεργητική προστασία των οικογενειών
Εναρμόνιση της οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής
Υποστήριξη της μητρότητας και θετικό περιβάλλον για την οικογενειακή ζωή
Οι προτάσεις της διαΝΕΟσις μεταξύ άλλων περιλαμβάνουν:
ενίσχυση των επιδομάτων παιδιών από το πρώτο παιδί
καθιέρωση πριμ απόκτησης τέκνου για μητέρες κάτω των 30 ετών (2.000 ευρώ ανά παιδί)
ενίσχυση των επιδομάτων τοκετού
διεύρυνση των κριτηρίων ένταξης παιδιών σε βρεφονηπιακούς σταθμούς
υποστήριξη των Δήμων για τη δημιουργία επιπλέον υποδομών παιδικών αλλά και βρεφοκομικών σταθμών που φιλοξενούν παιδιά ηλικίας μέχρι 2,5 ετών
εισαγωγή νέων δομών, όπως ο θεσμός των βοηθών μητέρων (εκπαιδευμένες γυναίκες που φυλάσσουν στο σπίτι τους 4-5 παιδιά)
δημιουργία Γραφείου Δημογραφικής Πολιτικής στη Βουλή (στα πρότυπα του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους), το οποίο θα υπάγεται στον Πρόεδρο της Βουλής και θα παρακολουθεί τη δημογραφική κατάσταση της χώρας, καθώς και την υλοποίηση των μέτρων δημογραφικής πολιτικής.
Το 2016 ο δείκτης γονιμότητας στη χώρα μας ήταν 1,38, ένας από τους χαμηλότερους στον κόσμο. Κατά μέσο όρο οι Ελληνίδες αποκτούν το πρώτο παιδί τους στην ηλικία των 30,3 ετών (το 2016 από 28,8 το 2008), τη στιγμή που ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι τα 29 έτη.
Η έρευνα εκπονήθηκε από ομάδα ερευνητών του ΕΚΚΕ, με συντονιστή και επιστημονικό υπεύθυνο τον Διευθυντή Ερευνών Διονύση Μπαλούρδο.
Ποια είναι η κατάσταση σήμερα στην Ελλάδα και στην Ευρώπη;
Όπως προκύπτει από την έρευνα:
Παντού στην Ευρώπη η γονιμότητα έχει πέσει εδώ και πολλές δεκαετίες κάτω από το «όριο αναπλήρωσης» των 2,1 παιδιών ανά γυναίκα, ενώ στην Ελλάδα οι αλλαγές αυτές έχουν ξεκινήσει από τα τέλη της δεκαετίας του '80 κιόλας, όταν ο δείκτης γονιμότητας πέρασε κάτω από το 1,5. Έκτοτε παραμένει πολύ χαμηλά, φτάνοντας ως και στο 1,23 το 1999.
Το 2016 ο δείκτης γονιμότητας στη χώρα μας ήταν 1,38, ένας από τους χαμηλότερους στον κόσμο.
Πλέον, και για πρώτη φορά από τότε που καταγράφονται στοιχεία, στην Ελλάδα γεννιούνται λιγότερα από 100.000 παιδιά τον χρόνο.
Κατά μέσο όρο οι Ελληνίδες αποκτούν το πρώτο παιδί τους στην ηλικία των 30,3 ετών (το 2016 από 28,8 το 2008). Ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι τα 29 έτη.
Σχεδόν μία στις τέσσερις γεννήσεις στη χώρα μας πραγματοποιείται από γυναίκες 35-39 ετών.
Στην Ελλάδα εμφανίζεται ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά πρώτων γεννήσεων από μητέρες ηλικίας άνω των 40 στην Ευρώπη (5,3%).
Μόνο ένα 8,3% των Ελληνίδων που γεννήθηκαν το 1955 δεν έκαναν παιδί. Στις Ελληνίδες που γεννήθηκαν το 1965 το ποσοστό ήταν 16,3%.
Στην Ελλάδα μόλις το 8,9% των παιδιών ηλικίας κάτω των 3 ετών έχει πρόσβαση σε υποδομές φροντίδας, πολύ μακριά από τον στόχο που έχει θέσει η Ε.Ε. (33%) για το 2020.
Χώρες που έχουν καταφέρει να διατηρήσουν υψηλότερους δείκτες γονιμότητας όπως η Σουηδία (1,85) και η Γαλλία (1,92) εφαρμόζουν πολιτικές στήριξης των οικογενειών, λαμβάνοντας υπ'όψιν τις ανάγκες των σύγχρονων, πολύμορφων νοικοκυριών.
Η έρευνα καταλήγει σε συγκεκριμένες προτάσεις πολιτικής για την ενίσχυση της γονιμότητας και τη στήριξη της οικογένειας, οι οποίες ταξινομούνται σε τρεις άξονες:
Κοινωνική και οικονομική ενεργητική προστασία των οικογενειών
Εναρμόνιση της οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής
Υποστήριξη της μητρότητας και θετικό περιβάλλον για την οικογενειακή ζωή
Οι προτάσεις της διαΝΕΟσις μεταξύ άλλων περιλαμβάνουν:
ενίσχυση των επιδομάτων παιδιών από το πρώτο παιδί
καθιέρωση πριμ απόκτησης τέκνου για μητέρες κάτω των 30 ετών (2.000 ευρώ ανά παιδί)
ενίσχυση των επιδομάτων τοκετού
διεύρυνση των κριτηρίων ένταξης παιδιών σε βρεφονηπιακούς σταθμούς
υποστήριξη των Δήμων για τη δημιουργία επιπλέον υποδομών παιδικών αλλά και βρεφοκομικών σταθμών που φιλοξενούν παιδιά ηλικίας μέχρι 2,5 ετών
εισαγωγή νέων δομών, όπως ο θεσμός των βοηθών μητέρων (εκπαιδευμένες γυναίκες που φυλάσσουν στο σπίτι τους 4-5 παιδιά)
δημιουργία Γραφείου Δημογραφικής Πολιτικής στη Βουλή (στα πρότυπα του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους), το οποίο θα υπάγεται στον Πρόεδρο της Βουλής και θα παρακολουθεί τη δημογραφική κατάσταση της χώρας, καθώς και την υλοποίηση των μέτρων δημογραφικής πολιτικής.