Μέσα στις επόμενες ημέρες θα αποφασίσει εάν θα κινηθεί δικαστικά εναντίον της Ελλάδας και της Γερμανίας.
Την Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου, στις 7.30 το πρωί, το Κρουαζιερόπλοιο «Orient Queen» έδεσε στη Μύκονο.
Ο 65χρονος Λιβανέζος Μοχάμαντ Αλι Σαλέχ είχε ξαναέρθει δύο φορές στο νησί οπότε δεν βιαζόταν να βγει. Αφού πήρε πρωινό με τη σύζυγο του, επέστρεψαν στη σουίτα τους στο 7ο κατάστρωμα και συζητούσαν πως θα περνούσαν την ημέρα τους.
Στις 10 χτύπησε το τηλέφωνο της καμπίνας. Κάποιος του ζήτησε
ευγενικά να κατέβει στη ρεσεψιόν με το διαβατήριό του. Δεν
παραξενεύτηκε. Ούτε όταν του είπαν να τους ακολουθήσει στο αστυνομικό
τμήμα. Όταν όμως ξεκίνησαν να του κάνουν διάφορες περίεργες ερωτήσεις
για το παρελθόν του, κατάλαβε πως δεν επρόκειτο για θέμα ρουτίνας.
Πέρασαν επτά ώρες μέχρι να του πουν πως εκκρεμούσε εις βάρος του
ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης των γερμανικών δικαστικών αρχών για υπόθεση
τρομοκρατίας. Θεωρούσαν πως ήταν ο αεροπειρατής της πτήσης TWA 847.
Η πρώτη του αντίδραση ήταν να βάλει τα γέλια. Ως δημοσιογράφος σε μια από τις πιο έγκυρες εφημερίδες του Λιβάνου μπορεί να μην είχε καλύψει την αεροπειρατεία το 1985, αλλά θυμόταν τις βασικές λεπτομέρειες. Με αφετηρία του αεροδρόμιο του Ελληνικού, ο καταζητούμενος με δυο συνεργούς είχε κρατήσει για 17 ημέρες ομήρους επιβάτες και πλήρωμα και όταν έφτασαν στη Βηρυτό σκότωσαν τον Ρόμπερτ Στέθεμ, δύτη του Αμερικανικού Ναυτικού.
“Λέτε να ήμουν εγώ και να ερχόμουν κρουαζιέρα στα ελληνικά νησιά;”, τους είπε ο Σαλέχ. Τα ονόματά τους πράγματι έμοιαζαν, δεν ήταν όμως ακριβώς τα ίδια (ο τρομοκράτης είναι ο Μοχάμεντ Αλι Χαμαντεi του Σαλέχ, ενώ εκείνος είναι ο Μοχάμαντ Σαλέχ του Αλι) ούτε είχαν την ίδια ηλικία. «Όταν συνταξιοδοτήθηκα πριν από 3 χρόνια ήμουν διευθυντής της εφημερίδας μου για όλο τον Νότιο Λίβανο. Πάρτε τηλέφωνο στη χώρα μου και θα σας το επιβεβαιώσουν», επέμενε. Εκείνοι όμως δεν τον άκουγαν. «Στο τμήμα υπήρχε κλίμα ευφορίας. Οι αξιωματικοί προφανώς θεωρούσαν πως είχαν μόλις πιστωθεί μια μεγάλη επιτυχία», λέει στην Καθημερινή ο Σαλέχ.
Γύρω στις 10 το βράδυ του ανακοίνωσαν πως θα περνούσε τη νύχτα στο κρατητήριο. Πριν του κατασχέσουν το κινητό, ζήτησε να κάνει ένα τηλέφωνο στον μοναδικό άνθρωπο που θεωρούσε πως θα τον βοηθούσε αποτελεσματικά: Τον Αμπάς Ιμπραήμ.
Ο ισχυρός άνδρας, επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών του Λιβάνου επιβεβαίωσε στην «Καθημερινή» πως είχαν επικοινωνία. Άκουσε το τι είχε συμβεί και παρότι γνώριζε από το πρώτο λεπτό ότι επρόκειτο για ένα μεγάλο λάθος (οι δύο άνδρες γνωρίζονταν προσωπικά από τα δημοσιογραφικά χρόνια τον Σαλέχ) ζήτησε από την ομάδα του να κινήσει άμεσα τη διαδικασία ώστε να πιστοποιηθεί η αθωότητά του. Η σύζυγός του, του έφερε στο τμήμα μια αλλαξιά ρούχα και το βαλιτσάκι με τα φάρμακα για την καρδιά, την πίεση και το σάκχαρο. Ήθελε να μείνει μαζί του, αλλά το κρουαζιερόπλοιο θα έφευγε τα μεσάνυχτα και εκείνη δεν είχε βίζα για να παραμείνει στην Ελλάδα.
«Το κελί μύριζε σαν δημόσιο ουρητήριο»
«Μην ανησυχείς, αύριο όλα θα ξεκαθαρίσουν», της είπε. Έμοιαζε ψύχραιμος, αλλά όταν η πόρτα πίσω του κλείδωσε, πανικοβλήθηκε. «Το κελί μύριζε σαν δημόσιο ουρητήριο, το κρεβάτι ήταν βρώμικο. Έκατσα σε ένα πάγκο, με ένα ανεξήγητο τρέμουλο παρότι δεν κρύωνα και προσπαθούσα να ηρεμήσω». Το επόμενο πρωί οδηγήθηκε στη Σύρο.
Ενώπιον αντεισαγγελέα εφετών και χωρίς δικηγόρο, εξήγησε ξανά το ποιος είναι, θεωρώντας πως σε λίγα λεπτά θα ήταν ελεύθερος. Η απόφαση ήταν όμως αρνητική: «Σύλληψη, προσωρινή κράτηση και σύντομα μεταφορά στον Κορυδαλλό» του είπαν. Στο αστυνομικό τμήμα τον φωτογράφισαν και του πήραν τόσες φορές δακτυλικά αποτυπώματα που αναγκάστηκαν να του πλύνουν τα χέρια με βενζίνη για να φύγει το σκούρο μελάνι. Χωρίς κινητό ή τηλεκάρτα δεν είχε τρόπο να επικοινωνήσει με κανέναν. «Άρχισα να πανικοβάλλομαι» θυμάται ο Σαλέχ, «ένιωθα πως είμαι τελείως μόνος και πως από ένα λάθος θα καταστρεφόταν η ζωή μου.
Φοβόμουν πω κάποιος θεωρώντας πως είμαι ο τρομοκράτης μπορούσε να με απαγάγει. Έτρεμα επίσης μήπως το μάθαινε η μητέρα μου πού είναι 93 ετών και ξέρω πως δεν θα το άντεχε». Πίσω στον Λίβανο, στο κτίριο των μυστικών υπηρεσιών, ο Αμπάς Ιμπραήμ είχε την επίσημη επιβεβαίωση από την ομάδα του πως ο Σαλέχ δεν είχε καμία σχέση με την αεροπειρατεία. Ήλπιζε πως ήταν θέμα ωρών να λυθεί η παρεξήγηση.
«Επικοινώνησα με τον Έλληνα πρέσβη στη Βηρυτό και τον διαβεβαίωσα πως έχω όλα τα χαρτιά. Το ίδιο έκανα και με τις αρμόδιες υπηρεσίες της Γερμανίας. Τα έγγραφα όμως έπρεπε να φτάσουν μέσω της επίσημης οδού και αυτό, μου είπαν, έπρεπε αναγκαστικά να γίνει τη Δευτέρα», εξηγεί στην «Καθημερινή».
Οι ώρες περνούσαν, η είδηση δημοσιεύθηκε και αναπαράχθηκε παντού. Από τη Γερμανία και τον Λίβανο μέχρι την Αμερική. Στην Ουάσιγκτον, ο Κένεθ Στέθεμ, ο αδελφός του θύματος της αεροπειρατείας, χάζευε τις ειδήσεις στο κινητό του, όταν ξαφνικά είδε τη χαρακτηριστική ασπρόμαυρη φωτογραφία του αεροπλάνου με τον τρομοκράτη να σημαδεύει με το πιστόλι τον πιλότο. Διάβασε το άρθρο και «πάγωσε». «Για την οικογένειά μου ήταν πάντα σημαντικό να αποδοθεί δικαιοσύνη. Οπότε δεν σας κρύβω πως χάρηκα πολύ, αλλά ήμουν και λίγο επιφυλακτικός, επειδή η ηλικία δεν ταίριαζε», λέει στην εφημερίδα.
Επικοινώνησε αμέσως με τους Αμερικανούς αξιωματικούς που χειρίζονται τον φάκελο της δολοφονίας του αδελφού του και προσπάθησε να μάθει δύο πράγματα: Εάν είναι σίγουροι πως πρόκειται για τον ίδιο άνδρα και το σημαντικότερο: Εάν θα εκδοθεί στην Αμερική. Η απάντηση ήταν πως όλα τελούσαν υπό διερεύνηση.
Το γερμανικό ένταλμα και το θρίλερ μέχρι τη δικαίωση
Στην πρεσβεία του Λιβάνου στην Αθήνα είχε επίσης σημάνει συναγερμός. Γνωρίζοντας πως επρόκειτο για ένα λάθος, προσπαθούσαν να του βρουν δικηγόρο αλλά και τρόπο να τον επισκεφθεί άμεσα η επιτετραμμένη της πρεσβείας. “Και που ξέρουμε ότι είναι αυτή που λέει πως είναι;”, ρώτησε καχύποπτα ο αξιωματικός υπηρεσίας.
“Μπορείτε να τηλεφωνήσετε στο υπουργείο Εξωτερικών και να το επιβεβαιώσετε”, του απάντησαν ενοχλημένοι. Το πράσινο φως δόθηκε αργά το Σάββατο και η Ράνια Αμπταλάχ μπήκε στο πρωινό καράβι με έναν υπάλληλο της πρεσβείας. Ο Σαλέχ μόλις τους αντίκρισε ξέσπασε σε κλάματα. “ Ήταν σαν να μπήκε η καρδιά μου στη θέση της”, λέει στην “Καθημερινή”. Τ
ου έδωσαν τα κουλούρια που του είχαν φέρει για πρωινό και σημείωσαν σε ένα χαρτάκι τα πράγματα που επιθυμούσε να του φέρουν: σαπούνι, πετσέτα (ακόμη δεν είχε μπορέσει να κάνει μπάνιο), φάρμακα και μια τηλεκάρτα (μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχε μιλήσει με τους δικούς του). Κάθισαν για ώρα μαζί του μέχρι που τους ζήτησαν να αποχωρήσουν.
Μια γυναίκα από την Ύπατη Αρμοστεία για τους πρόσφυγες ήθελε να τον δει. Ο Σαλέχ μέσα σε λίγα λεπτά κατάλαβε πως δεν έχει καμία σχέση με την Αρμοστεία, παρόλα αυτά όμως απάντηση ψύχραιμα στις ερωτήσεις της. (Από την αστυνομία επιβεβαίωσαν πως τον επισκέφθηκε αραβόφωνο κλιμάκιο της Αντιτρομοκρατικής).
Το βράδυ της Κυριακής ο υπάλληλος της πρεσβείας τον είδε τόσο ζορισμένο που ζήτησε άδεια ώστε να κοιμηθεί και εκείνος στο κρατητήριο. Δεν το δέχθηκαν, οπότε τον αποχαιρέτησε και του είπε να κάνει κουράγιο. Εν το μεταξύ την ίδια ακριβώς ώρα στην άλλη άκρη του Ατλαντικού στέλεχος του αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης τηλεφωνούσε στον αδερφό του θύματος για να του ανακοινώσει τα νέα: “Ήταν ένα σύντομο τηλεφώνημα πως δυστυχώς δεν είχαν συλλάβει τον “σωστό”. Είχε γίνει λάθος”, εξηγεί ο Στέθεμ. Μπορεί στην Ουάσιγκτον να το γνώριζαν από το βράδυ της Κυριακής, ο Σαλέχ όμως οδηγήθηκε το επόμενο πρωί με χειροπέδες στον εισαγγελέα. Είπε για ακόμη μία φορά την ιστορία τον και τους έδειξε όλα τα έγγραφα που έδειχναν το ποιος πραγματικά είναι . Ο εισαγγελέας, ωστόσο, όρισε δικάσιμο για τις 2 Οκτωβρίου. Όταν κατάλαβε πως θα περνούσε άλλες δέκα ημέρες στο κρατητήριο κατέρρευσε. «Κάνε υπομονή, άλλοι περιμένουν δύο μήνες», προσπάθησε να τον παρηγορήσει ο υπάλληλος της πρεσβείας.
Ανεπίσημα έμαθαν πως ο εισαγγελέας είχε πειστεί, αλλά δεν μπορούσε να πάρει την ευθύνη της αποφυλάκισης χωρίς επίσημη απάντηση από τη Γερμανία. Εν τω μεταξύ, ο Αμπάς Ιμπραήμ των μυστικών υπηρεσιών είχε πάρει, ανεπίσημα, την ενημέρωση που περίμενε όλο το Σαββατοκύριακο: Το απαλλακτικό έγγραφο είχε επιτέλους φύγει από τον ομοσπονδιακό εισαγγελέα της Γερμανίας. «Ήταν μεγάλη η χαρά και η ανακούφιση», σημειώνει στην «Κ». Ενημέρωσε άτυπα την οικογένεια και την πρεσβεία. Στη Σύρο, όμως, το έγγραφο έκανε ώρες να φτάσει. Τελικά, στις 22.45 ένας αστυνομικός μπήκε στο κρατητήριο και ξύπνησε τον Σαλέχ.
«Θα με εκδώσετε στη Γερμανία;» ρωτούσε πανικόβλητος. Ένας Σομαλός συγκρατούμενος, που είχε αναλάβει όλες τις ημέρες χρέη μεταφραστή, του είπε τα καλά νέα: «Ο υπουργός σας ζητάει συγγνώμη. Το λάθος έγινε επειδή το ένταλμα των Γερμανών ήταν «κούφιο». Δεν είχε δακτυλικά αποτυπώματα ούτε επαρκή στοιχεία». Ο Σαλέχ δεν είπε τίποτα. Το επόμενο πρωί περπάτησε μέχρι το λιμάνι για να μπει στο καράβι της επιστροφής. Ήταν ήρεμος, αλλά όταν είδε ένα περιπολικό δίπλα στην πόρτα του πλοίου τρόμαξε. «Μην ανησυχείς. Θέλουμε την υπογραφή σου σε ένα έγγραφο ώστε να μην υπάρξει πρόβλημα όταν ταξιδέψεις ξανά στην Ελλάδα».
Ο Σαλέχ γέλασε ειρωνικά. «Πραγματικά, πιστεύετε πως θα ξαναέρθω στη χώρα σας;» τους είπε. Στον Πειραιά τον περίμενε η επιτετραμμένη της πρεσβείας. Του είχε αγοράσει ρούχα, τον πήγε στο σπίτι που θα τον φιλοξενούσαν και όλοι μαζί βγήκαν για φαγητό. Το επόμενο πρωί επέστρεψε στη χώρα του.
Με μουσική και χορούς, πλήθος κόσμου τον υποδέχτηκε και τον συνόδευσε στο σπίτι του. «Πιστεύετε πως πλέον στο βιογραφικό μου μπορώ να γράφω πέρα από δημοσιογράφος και αεροπειρατής;”, ρώτησε τους δικούς του με σοβαρό ύφος. Ήταν η πρώτη φορά που αστειευόταν για την περιπέτειά του, δείγμα πως ένιωθε καλύτερα. «Πάντα θεωρούσα πως κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί σε χώρες όπως η Συρία ή το Ιράκ, αλλά όχι στην Ελλάδα, μια δημοκρατική, ευρωπαϊκή χώρα. Μια συγγνώμη δεν διαγράφει τα όσα έζησα αυτές τις πέντε ημέρες», ξεκαθαρίζει ο ίδιος στην «Κ».
Μέσα στις επόμενες ημέρες θα αποφασίσει εάν θα κινηθεί δικαστικά εναντίον της Ελλάδας και της Γερμανίας.
Ο 65χρονος Λιβανέζος Μοχάμαντ Αλι Σαλέχ είχε ξαναέρθει δύο φορές στο νησί οπότε δεν βιαζόταν να βγει. Αφού πήρε πρωινό με τη σύζυγο του, επέστρεψαν στη σουίτα τους στο 7ο κατάστρωμα και συζητούσαν πως θα περνούσαν την ημέρα τους.
Η πρώτη του αντίδραση ήταν να βάλει τα γέλια. Ως δημοσιογράφος σε μια από τις πιο έγκυρες εφημερίδες του Λιβάνου μπορεί να μην είχε καλύψει την αεροπειρατεία το 1985, αλλά θυμόταν τις βασικές λεπτομέρειες. Με αφετηρία του αεροδρόμιο του Ελληνικού, ο καταζητούμενος με δυο συνεργούς είχε κρατήσει για 17 ημέρες ομήρους επιβάτες και πλήρωμα και όταν έφτασαν στη Βηρυτό σκότωσαν τον Ρόμπερτ Στέθεμ, δύτη του Αμερικανικού Ναυτικού.
“Λέτε να ήμουν εγώ και να ερχόμουν κρουαζιέρα στα ελληνικά νησιά;”, τους είπε ο Σαλέχ. Τα ονόματά τους πράγματι έμοιαζαν, δεν ήταν όμως ακριβώς τα ίδια (ο τρομοκράτης είναι ο Μοχάμεντ Αλι Χαμαντεi του Σαλέχ, ενώ εκείνος είναι ο Μοχάμαντ Σαλέχ του Αλι) ούτε είχαν την ίδια ηλικία. «Όταν συνταξιοδοτήθηκα πριν από 3 χρόνια ήμουν διευθυντής της εφημερίδας μου για όλο τον Νότιο Λίβανο. Πάρτε τηλέφωνο στη χώρα μου και θα σας το επιβεβαιώσουν», επέμενε. Εκείνοι όμως δεν τον άκουγαν. «Στο τμήμα υπήρχε κλίμα ευφορίας. Οι αξιωματικοί προφανώς θεωρούσαν πως είχαν μόλις πιστωθεί μια μεγάλη επιτυχία», λέει στην Καθημερινή ο Σαλέχ.
Γύρω στις 10 το βράδυ του ανακοίνωσαν πως θα περνούσε τη νύχτα στο κρατητήριο. Πριν του κατασχέσουν το κινητό, ζήτησε να κάνει ένα τηλέφωνο στον μοναδικό άνθρωπο που θεωρούσε πως θα τον βοηθούσε αποτελεσματικά: Τον Αμπάς Ιμπραήμ.
Ο ισχυρός άνδρας, επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών του Λιβάνου επιβεβαίωσε στην «Καθημερινή» πως είχαν επικοινωνία. Άκουσε το τι είχε συμβεί και παρότι γνώριζε από το πρώτο λεπτό ότι επρόκειτο για ένα μεγάλο λάθος (οι δύο άνδρες γνωρίζονταν προσωπικά από τα δημοσιογραφικά χρόνια τον Σαλέχ) ζήτησε από την ομάδα του να κινήσει άμεσα τη διαδικασία ώστε να πιστοποιηθεί η αθωότητά του. Η σύζυγός του, του έφερε στο τμήμα μια αλλαξιά ρούχα και το βαλιτσάκι με τα φάρμακα για την καρδιά, την πίεση και το σάκχαρο. Ήθελε να μείνει μαζί του, αλλά το κρουαζιερόπλοιο θα έφευγε τα μεσάνυχτα και εκείνη δεν είχε βίζα για να παραμείνει στην Ελλάδα.
«Το κελί μύριζε σαν δημόσιο ουρητήριο»
«Μην ανησυχείς, αύριο όλα θα ξεκαθαρίσουν», της είπε. Έμοιαζε ψύχραιμος, αλλά όταν η πόρτα πίσω του κλείδωσε, πανικοβλήθηκε. «Το κελί μύριζε σαν δημόσιο ουρητήριο, το κρεβάτι ήταν βρώμικο. Έκατσα σε ένα πάγκο, με ένα ανεξήγητο τρέμουλο παρότι δεν κρύωνα και προσπαθούσα να ηρεμήσω». Το επόμενο πρωί οδηγήθηκε στη Σύρο.
Ενώπιον αντεισαγγελέα εφετών και χωρίς δικηγόρο, εξήγησε ξανά το ποιος είναι, θεωρώντας πως σε λίγα λεπτά θα ήταν ελεύθερος. Η απόφαση ήταν όμως αρνητική: «Σύλληψη, προσωρινή κράτηση και σύντομα μεταφορά στον Κορυδαλλό» του είπαν. Στο αστυνομικό τμήμα τον φωτογράφισαν και του πήραν τόσες φορές δακτυλικά αποτυπώματα που αναγκάστηκαν να του πλύνουν τα χέρια με βενζίνη για να φύγει το σκούρο μελάνι. Χωρίς κινητό ή τηλεκάρτα δεν είχε τρόπο να επικοινωνήσει με κανέναν. «Άρχισα να πανικοβάλλομαι» θυμάται ο Σαλέχ, «ένιωθα πως είμαι τελείως μόνος και πως από ένα λάθος θα καταστρεφόταν η ζωή μου.
Φοβόμουν πω κάποιος θεωρώντας πως είμαι ο τρομοκράτης μπορούσε να με απαγάγει. Έτρεμα επίσης μήπως το μάθαινε η μητέρα μου πού είναι 93 ετών και ξέρω πως δεν θα το άντεχε». Πίσω στον Λίβανο, στο κτίριο των μυστικών υπηρεσιών, ο Αμπάς Ιμπραήμ είχε την επίσημη επιβεβαίωση από την ομάδα του πως ο Σαλέχ δεν είχε καμία σχέση με την αεροπειρατεία. Ήλπιζε πως ήταν θέμα ωρών να λυθεί η παρεξήγηση.
«Επικοινώνησα με τον Έλληνα πρέσβη στη Βηρυτό και τον διαβεβαίωσα πως έχω όλα τα χαρτιά. Το ίδιο έκανα και με τις αρμόδιες υπηρεσίες της Γερμανίας. Τα έγγραφα όμως έπρεπε να φτάσουν μέσω της επίσημης οδού και αυτό, μου είπαν, έπρεπε αναγκαστικά να γίνει τη Δευτέρα», εξηγεί στην «Καθημερινή».
Οι ώρες περνούσαν, η είδηση δημοσιεύθηκε και αναπαράχθηκε παντού. Από τη Γερμανία και τον Λίβανο μέχρι την Αμερική. Στην Ουάσιγκτον, ο Κένεθ Στέθεμ, ο αδελφός του θύματος της αεροπειρατείας, χάζευε τις ειδήσεις στο κινητό του, όταν ξαφνικά είδε τη χαρακτηριστική ασπρόμαυρη φωτογραφία του αεροπλάνου με τον τρομοκράτη να σημαδεύει με το πιστόλι τον πιλότο. Διάβασε το άρθρο και «πάγωσε». «Για την οικογένειά μου ήταν πάντα σημαντικό να αποδοθεί δικαιοσύνη. Οπότε δεν σας κρύβω πως χάρηκα πολύ, αλλά ήμουν και λίγο επιφυλακτικός, επειδή η ηλικία δεν ταίριαζε», λέει στην εφημερίδα.
Επικοινώνησε αμέσως με τους Αμερικανούς αξιωματικούς που χειρίζονται τον φάκελο της δολοφονίας του αδελφού του και προσπάθησε να μάθει δύο πράγματα: Εάν είναι σίγουροι πως πρόκειται για τον ίδιο άνδρα και το σημαντικότερο: Εάν θα εκδοθεί στην Αμερική. Η απάντηση ήταν πως όλα τελούσαν υπό διερεύνηση.
Το γερμανικό ένταλμα και το θρίλερ μέχρι τη δικαίωση
Στην πρεσβεία του Λιβάνου στην Αθήνα είχε επίσης σημάνει συναγερμός. Γνωρίζοντας πως επρόκειτο για ένα λάθος, προσπαθούσαν να του βρουν δικηγόρο αλλά και τρόπο να τον επισκεφθεί άμεσα η επιτετραμμένη της πρεσβείας. “Και που ξέρουμε ότι είναι αυτή που λέει πως είναι;”, ρώτησε καχύποπτα ο αξιωματικός υπηρεσίας.
“Μπορείτε να τηλεφωνήσετε στο υπουργείο Εξωτερικών και να το επιβεβαιώσετε”, του απάντησαν ενοχλημένοι. Το πράσινο φως δόθηκε αργά το Σάββατο και η Ράνια Αμπταλάχ μπήκε στο πρωινό καράβι με έναν υπάλληλο της πρεσβείας. Ο Σαλέχ μόλις τους αντίκρισε ξέσπασε σε κλάματα. “ Ήταν σαν να μπήκε η καρδιά μου στη θέση της”, λέει στην “Καθημερινή”. Τ
ου έδωσαν τα κουλούρια που του είχαν φέρει για πρωινό και σημείωσαν σε ένα χαρτάκι τα πράγματα που επιθυμούσε να του φέρουν: σαπούνι, πετσέτα (ακόμη δεν είχε μπορέσει να κάνει μπάνιο), φάρμακα και μια τηλεκάρτα (μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχε μιλήσει με τους δικούς του). Κάθισαν για ώρα μαζί του μέχρι που τους ζήτησαν να αποχωρήσουν.
Μια γυναίκα από την Ύπατη Αρμοστεία για τους πρόσφυγες ήθελε να τον δει. Ο Σαλέχ μέσα σε λίγα λεπτά κατάλαβε πως δεν έχει καμία σχέση με την Αρμοστεία, παρόλα αυτά όμως απάντηση ψύχραιμα στις ερωτήσεις της. (Από την αστυνομία επιβεβαίωσαν πως τον επισκέφθηκε αραβόφωνο κλιμάκιο της Αντιτρομοκρατικής).
Το βράδυ της Κυριακής ο υπάλληλος της πρεσβείας τον είδε τόσο ζορισμένο που ζήτησε άδεια ώστε να κοιμηθεί και εκείνος στο κρατητήριο. Δεν το δέχθηκαν, οπότε τον αποχαιρέτησε και του είπε να κάνει κουράγιο. Εν το μεταξύ την ίδια ακριβώς ώρα στην άλλη άκρη του Ατλαντικού στέλεχος του αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης τηλεφωνούσε στον αδερφό του θύματος για να του ανακοινώσει τα νέα: “Ήταν ένα σύντομο τηλεφώνημα πως δυστυχώς δεν είχαν συλλάβει τον “σωστό”. Είχε γίνει λάθος”, εξηγεί ο Στέθεμ. Μπορεί στην Ουάσιγκτον να το γνώριζαν από το βράδυ της Κυριακής, ο Σαλέχ όμως οδηγήθηκε το επόμενο πρωί με χειροπέδες στον εισαγγελέα. Είπε για ακόμη μία φορά την ιστορία τον και τους έδειξε όλα τα έγγραφα που έδειχναν το ποιος πραγματικά είναι . Ο εισαγγελέας, ωστόσο, όρισε δικάσιμο για τις 2 Οκτωβρίου. Όταν κατάλαβε πως θα περνούσε άλλες δέκα ημέρες στο κρατητήριο κατέρρευσε. «Κάνε υπομονή, άλλοι περιμένουν δύο μήνες», προσπάθησε να τον παρηγορήσει ο υπάλληλος της πρεσβείας.
Ανεπίσημα έμαθαν πως ο εισαγγελέας είχε πειστεί, αλλά δεν μπορούσε να πάρει την ευθύνη της αποφυλάκισης χωρίς επίσημη απάντηση από τη Γερμανία. Εν τω μεταξύ, ο Αμπάς Ιμπραήμ των μυστικών υπηρεσιών είχε πάρει, ανεπίσημα, την ενημέρωση που περίμενε όλο το Σαββατοκύριακο: Το απαλλακτικό έγγραφο είχε επιτέλους φύγει από τον ομοσπονδιακό εισαγγελέα της Γερμανίας. «Ήταν μεγάλη η χαρά και η ανακούφιση», σημειώνει στην «Κ». Ενημέρωσε άτυπα την οικογένεια και την πρεσβεία. Στη Σύρο, όμως, το έγγραφο έκανε ώρες να φτάσει. Τελικά, στις 22.45 ένας αστυνομικός μπήκε στο κρατητήριο και ξύπνησε τον Σαλέχ.
«Θα με εκδώσετε στη Γερμανία;» ρωτούσε πανικόβλητος. Ένας Σομαλός συγκρατούμενος, που είχε αναλάβει όλες τις ημέρες χρέη μεταφραστή, του είπε τα καλά νέα: «Ο υπουργός σας ζητάει συγγνώμη. Το λάθος έγινε επειδή το ένταλμα των Γερμανών ήταν «κούφιο». Δεν είχε δακτυλικά αποτυπώματα ούτε επαρκή στοιχεία». Ο Σαλέχ δεν είπε τίποτα. Το επόμενο πρωί περπάτησε μέχρι το λιμάνι για να μπει στο καράβι της επιστροφής. Ήταν ήρεμος, αλλά όταν είδε ένα περιπολικό δίπλα στην πόρτα του πλοίου τρόμαξε. «Μην ανησυχείς. Θέλουμε την υπογραφή σου σε ένα έγγραφο ώστε να μην υπάρξει πρόβλημα όταν ταξιδέψεις ξανά στην Ελλάδα».
Ο Σαλέχ γέλασε ειρωνικά. «Πραγματικά, πιστεύετε πως θα ξαναέρθω στη χώρα σας;» τους είπε. Στον Πειραιά τον περίμενε η επιτετραμμένη της πρεσβείας. Του είχε αγοράσει ρούχα, τον πήγε στο σπίτι που θα τον φιλοξενούσαν και όλοι μαζί βγήκαν για φαγητό. Το επόμενο πρωί επέστρεψε στη χώρα του.
Με μουσική και χορούς, πλήθος κόσμου τον υποδέχτηκε και τον συνόδευσε στο σπίτι του. «Πιστεύετε πως πλέον στο βιογραφικό μου μπορώ να γράφω πέρα από δημοσιογράφος και αεροπειρατής;”, ρώτησε τους δικούς του με σοβαρό ύφος. Ήταν η πρώτη φορά που αστειευόταν για την περιπέτειά του, δείγμα πως ένιωθε καλύτερα. «Πάντα θεωρούσα πως κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί σε χώρες όπως η Συρία ή το Ιράκ, αλλά όχι στην Ελλάδα, μια δημοκρατική, ευρωπαϊκή χώρα. Μια συγγνώμη δεν διαγράφει τα όσα έζησα αυτές τις πέντε ημέρες», ξεκαθαρίζει ο ίδιος στην «Κ».
Μέσα στις επόμενες ημέρες θα αποφασίσει εάν θα κινηθεί δικαστικά εναντίον της Ελλάδας και της Γερμανίας.