Τέλος στη
χρήση πετρελαίου για θέρμανση και αντικατάστασή του από αντλίες
θερμότητας, ηλεκτρικά αυτοκίνητα στις πόλεις και υβριδικά για
υπεραστικές μεταφορές, βιοκηροζίνη για την τροφοδοσία των αεροπλάνων,
βιοκαύσιμα στη ναυτιλία και αντικατάσταση του φυσικού αερίου από
βιομεθάνιο, υδρογόνο και συνθετικό μεθάνιο προβλέπει η μακροχρόνια
ενεργειακή στρατηγική για το 2050 που τέθηκε χθες σε δημόσια διαβούλευση
από το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Τελικός στόχος, να γίνει το 2050 η ελληνική οικονομία κλιματικά ουδέτερη, με κοινωνικά δίκαιο τρόπο και με ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της χώρας, σε συνέχεια των μεταρρυθμίσεων που προβλέπει ο ενεργειακός σχεδιασμός για την περίοδο 2020 - 2030 που παρουσίασε πρόσφατα ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κωστής Χατζηδάκης.
Στο σχέδιο προβλέπεται αύξηση της ζήτησης για ξυλεία (βιομάζα) που θα χρησιμοποιείται για την παραγωγή βιοκαυσίμων γεγονός που δημιουργεί δυνατότητες σημαντικής ανάπτυξης των ενεργειακών καλλιεργειών (ελαιοκράμβη, ηλίανθο, γλυκό σόργο, ζαχαρότευτλα, κτλ.) και της ξυλώδους βιομάζας (μίσχανθος, ιτιά, λεύκη κ.α.), καλλιέργειες που όπως αναφέρεται θα μπορούσαν να διαφοροποιήσουν και να αυξήσουν κατά πολύ τη σημερινή γεωργική δραστηριότητα της Ελλάδας. «Θα πρέπει να υπάρξει δυνατότητα για την επαναφορά εγκαταλελειμμένης γης στην καλλιέργεια σε μεγάλη κλίμακα. Ο ρόλος των εγγειοβελτιωτικών έργων είναι σημαντικός λόγω των μεγάλων αναγκών των ενεργειακών καλλιεργειών σε άρδευση. Με την ανάπτυξη των νέων ενεργειακών καλλιεργειών θα βελτιωθεί η παραγωγικότητα και το εισόδημα των γεωργικών δραστηριοτήτων και θα αυξηθεί η αξία της γης», τονίζει το ΥΠΕΝ.
Για τον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής η σημαντικότερη αλλαγή που είναι η κατάργηση του λιγνίτη θα έχει συντελεστεί ήδη από το 2028 ενώ θα συνεχιστεί η ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε συνδυασμό με αποθήκευση (αντλησιοταμίευση και μπαταρίες). Σε όλα τα σενάρια που εξετάζονται η ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ παρουσιάζει σημαντική αύξηση, φθάνοντας να καλύπτει 88%-90% της ακαθάριστης ζήτησης το 2050, με τα αιολικά και ηλιακά, να παράγουν το μεγαλύτερο μέρος αυτής, από 68% έως 72%. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η μείωση του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας για τους καταναλωτές, από το επίπεδο των 130 ευρώ ανά μεγαβατώρα το 2020 κοντά στα 110 ευρώ το 2050.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η εκτίμηση ότι οι εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας αναμένεται να μειωθούν καθώς οι μονάδες της χώρας γίνονται εξαγωγικές μακροχρόνια κατά τις χρονικές στιγμές αφθονίας των ΑΠΕ, κυρίως κατά τις ώρες μεγάλης ηλιοφάνειας, παρέχοντας έτσι ενέργεια και εξισορρόπηση στη Νοτιοανατο-λική Ευρώπη, ενώ το σύστημα εισάγει ενέργεια από τις χώρες αυτές κατά τις χρονικές στιγμές έλλειψης ΑΠΕ. Επιπλέον, χάρη στην ανάπτυξη των ΑΠΕ και στην εξοικονόμηση ενέργειας, η συνολική δαπάνη για αγορά εισαγομένων καυσίμων (εισαγωγές μείον εξαγωγές) μειώνεται θεαματικά από τα περίπου 7-8 δισ. Euro ετησίως κατά την πρόσφατη περίοδο σε 2,7-3,5 δισ. Euro το 2050
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της μακροχρόνιας στρατηγικής, το φυσικό αέριο δεν θα είναι στο μέλλον το κύριο συστατικό του συστήματος διανομής και της αγοράς αέριων καυσίμων. Τα δίκτυα αερίου προοδευτικά θα ενσωματώσουν προσμίξεις άλλων αερίων με μικρότερο (ή και μηδενικό) ανθρακικό αποτύπωμα όπως είναι το βιομεθάνιο, το υδρογόνο και το συνθετικό μεθάνιο (e-gas, synthetic methane).
Τέλος για τις κατοικίες προβλέπεται ευρύ πρόγραμμα ενεργειακής αναβάθμισης ώστε το 2050 η μείωση της τελικής κατανάλωσης ενέργειας στις κατοικίες, συγκριτικά με το 2005, να διαμορφωθεί - ανάλογα με το σενάριο - από 42 ως 57 %.
Τελικός στόχος, να γίνει το 2050 η ελληνική οικονομία κλιματικά ουδέτερη, με κοινωνικά δίκαιο τρόπο και με ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της χώρας, σε συνέχεια των μεταρρυθμίσεων που προβλέπει ο ενεργειακός σχεδιασμός για την περίοδο 2020 - 2030 που παρουσίασε πρόσφατα ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κωστής Χατζηδάκης.
Στο σχέδιο προβλέπεται αύξηση της ζήτησης για ξυλεία (βιομάζα) που θα χρησιμοποιείται για την παραγωγή βιοκαυσίμων γεγονός που δημιουργεί δυνατότητες σημαντικής ανάπτυξης των ενεργειακών καλλιεργειών (ελαιοκράμβη, ηλίανθο, γλυκό σόργο, ζαχαρότευτλα, κτλ.) και της ξυλώδους βιομάζας (μίσχανθος, ιτιά, λεύκη κ.α.), καλλιέργειες που όπως αναφέρεται θα μπορούσαν να διαφοροποιήσουν και να αυξήσουν κατά πολύ τη σημερινή γεωργική δραστηριότητα της Ελλάδας. «Θα πρέπει να υπάρξει δυνατότητα για την επαναφορά εγκαταλελειμμένης γης στην καλλιέργεια σε μεγάλη κλίμακα. Ο ρόλος των εγγειοβελτιωτικών έργων είναι σημαντικός λόγω των μεγάλων αναγκών των ενεργειακών καλλιεργειών σε άρδευση. Με την ανάπτυξη των νέων ενεργειακών καλλιεργειών θα βελτιωθεί η παραγωγικότητα και το εισόδημα των γεωργικών δραστηριοτήτων και θα αυξηθεί η αξία της γης», τονίζει το ΥΠΕΝ.
Για τον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής η σημαντικότερη αλλαγή που είναι η κατάργηση του λιγνίτη θα έχει συντελεστεί ήδη από το 2028 ενώ θα συνεχιστεί η ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε συνδυασμό με αποθήκευση (αντλησιοταμίευση και μπαταρίες). Σε όλα τα σενάρια που εξετάζονται η ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ παρουσιάζει σημαντική αύξηση, φθάνοντας να καλύπτει 88%-90% της ακαθάριστης ζήτησης το 2050, με τα αιολικά και ηλιακά, να παράγουν το μεγαλύτερο μέρος αυτής, από 68% έως 72%. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η μείωση του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας για τους καταναλωτές, από το επίπεδο των 130 ευρώ ανά μεγαβατώρα το 2020 κοντά στα 110 ευρώ το 2050.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η εκτίμηση ότι οι εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας αναμένεται να μειωθούν καθώς οι μονάδες της χώρας γίνονται εξαγωγικές μακροχρόνια κατά τις χρονικές στιγμές αφθονίας των ΑΠΕ, κυρίως κατά τις ώρες μεγάλης ηλιοφάνειας, παρέχοντας έτσι ενέργεια και εξισορρόπηση στη Νοτιοανατο-λική Ευρώπη, ενώ το σύστημα εισάγει ενέργεια από τις χώρες αυτές κατά τις χρονικές στιγμές έλλειψης ΑΠΕ. Επιπλέον, χάρη στην ανάπτυξη των ΑΠΕ και στην εξοικονόμηση ενέργειας, η συνολική δαπάνη για αγορά εισαγομένων καυσίμων (εισαγωγές μείον εξαγωγές) μειώνεται θεαματικά από τα περίπου 7-8 δισ. Euro ετησίως κατά την πρόσφατη περίοδο σε 2,7-3,5 δισ. Euro το 2050
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της μακροχρόνιας στρατηγικής, το φυσικό αέριο δεν θα είναι στο μέλλον το κύριο συστατικό του συστήματος διανομής και της αγοράς αέριων καυσίμων. Τα δίκτυα αερίου προοδευτικά θα ενσωματώσουν προσμίξεις άλλων αερίων με μικρότερο (ή και μηδενικό) ανθρακικό αποτύπωμα όπως είναι το βιομεθάνιο, το υδρογόνο και το συνθετικό μεθάνιο (e-gas, synthetic methane).
Τέλος για τις κατοικίες προβλέπεται ευρύ πρόγραμμα ενεργειακής αναβάθμισης ώστε το 2050 η μείωση της τελικής κατανάλωσης ενέργειας στις κατοικίες, συγκριτικά με το 2005, να διαμορφωθεί - ανάλογα με το σενάριο - από 42 ως 57 %.