«Ο Τσίπρας είναι ένα καλό παιδί και παρασύρεται. Εμείς είμαστε εδώ
για να τον επαναφέρουμε».
Αυτή είναι η απάντηση που δίνει ο Παναγιώτης Λαφαζάνης σε παλιούς φίλους, όταν του θέτουν το ζήτημα των σχέσεων των ακροαριστερών Λαφαζανιστών με τους Τσιπριστές, στο εσωτερικό της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και της κυβέρνησης.
Το έχω ακούσει από δύο ανθρώπους (προς στιγμήν ένιωσα τον πειρασμό να πω τον πλεονασμό «δύο διαφορετικούς ανθρώπους»), όπου και οι δύο το λένε ως προσωπική μαρτυρία: ο καθένας τους, δηλαδή, υποστηρίζει ότι ήταν εκεί όταν αυτό ελέχθη από τον Λαφαζάνη.
Αντιστάθηκα παραπάνω στον πειρασμό του πλεονασμού, υποκύπτω όμως τώρα στον
άλλο πειρασμό, της μεθοδολογικής παρέκβασης. Το γεγονός ότι δύο πρόσωπα το μαρτυρούν το περιστατικό ως προσωπική εμπειρία μπορεί να σημαίνει δύο διαφορετικά πράγματα. Κατ’ αρχάς, ότι τα λόγια αυτά είναι ένας αστικός μύθος, ο οποίος, αν συνεχίσει να διαδίδεται, σε λίγο θα αποκτήσουν παροιμιώδη χροιά και, πιθανόν, στο μέλλον ιστορικότητα. Εντούτοις, μπορεί και να σημαίνει ότι τα λόγια αυτά είναι η αλήθεια· ότι, δηλαδή, ο Λαφαζάνης τα είπε πράγματι σε δύο διαφορετικούς ανθρώπους, επειδή με αυτά εκφράζει τη θέση του ― στο κάτω κάτω, δεν έχει λόγο να κρύβεται από κανέναν.
Στην σκέψη του, ο Παναγιώτης Λαφαζάνης είναι ένας απλός άνθρωπος: ένας κομμουνιστής. Με τον χαρακτηριστικό θεολογικό ντετερμινισμό τους είδους, πιστεύει ότι η ιστορία του ανθρώπινου γένους τελειούται με την επικράτηση του κομμουνισμού και αυτό τον σκοπό υπηρετεί με την πολιτική δράση του σαράντα τόσα χρόνια τώρα. Είναι γνωστό ότι είναι τίμιος, ολιγαρκής και, πάνω απ’ όλα, κολλημένος. Είτε τις εκστόμισε, λοιπόν, τις κουβέντες που του αποδίδονται είτε όχι, η ουσία είναι ότι εκφράζουν τους σκοπούς του και εξηγούν και την αδράνεια (επικοινωνιακά, τουλάχιστον) των Λαφαζανιστών.
Αδρανούν διότι όλα τους πάνε ρολόι. Γιατί να πετάγονται και να γκρινιάζουν για δήθεν ανοίγματα της κυβέρνησης προς τους εταίρους, που γίνονται με λόγια, όταν η κυβέρνηση στο σύνολό της, με τις πράξεις ή τις παραλείψεις της, κάνει όλο και πιο δύσκολο τον συμβιβασμό με τους εταίρους; Σιωπούν, επομένως, και περιμένουν στην όχθη του ποταμού (όχι του ποταμιού, προς Θεού) να δουν το ρεύμα να φέρνει το πτώμα του καπιταλισμού. Οι κομμουνιστές, όπως και οι χριστιανοί, ξέρουν να περιμένουν.
Στ Κασιμάτης-Καθημερινή
Αυτή είναι η απάντηση που δίνει ο Παναγιώτης Λαφαζάνης σε παλιούς φίλους, όταν του θέτουν το ζήτημα των σχέσεων των ακροαριστερών Λαφαζανιστών με τους Τσιπριστές, στο εσωτερικό της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και της κυβέρνησης.
Το έχω ακούσει από δύο ανθρώπους (προς στιγμήν ένιωσα τον πειρασμό να πω τον πλεονασμό «δύο διαφορετικούς ανθρώπους»), όπου και οι δύο το λένε ως προσωπική μαρτυρία: ο καθένας τους, δηλαδή, υποστηρίζει ότι ήταν εκεί όταν αυτό ελέχθη από τον Λαφαζάνη.
Αντιστάθηκα παραπάνω στον πειρασμό του πλεονασμού, υποκύπτω όμως τώρα στον
άλλο πειρασμό, της μεθοδολογικής παρέκβασης. Το γεγονός ότι δύο πρόσωπα το μαρτυρούν το περιστατικό ως προσωπική εμπειρία μπορεί να σημαίνει δύο διαφορετικά πράγματα. Κατ’ αρχάς, ότι τα λόγια αυτά είναι ένας αστικός μύθος, ο οποίος, αν συνεχίσει να διαδίδεται, σε λίγο θα αποκτήσουν παροιμιώδη χροιά και, πιθανόν, στο μέλλον ιστορικότητα. Εντούτοις, μπορεί και να σημαίνει ότι τα λόγια αυτά είναι η αλήθεια· ότι, δηλαδή, ο Λαφαζάνης τα είπε πράγματι σε δύο διαφορετικούς ανθρώπους, επειδή με αυτά εκφράζει τη θέση του ― στο κάτω κάτω, δεν έχει λόγο να κρύβεται από κανέναν.
Στην σκέψη του, ο Παναγιώτης Λαφαζάνης είναι ένας απλός άνθρωπος: ένας κομμουνιστής. Με τον χαρακτηριστικό θεολογικό ντετερμινισμό τους είδους, πιστεύει ότι η ιστορία του ανθρώπινου γένους τελειούται με την επικράτηση του κομμουνισμού και αυτό τον σκοπό υπηρετεί με την πολιτική δράση του σαράντα τόσα χρόνια τώρα. Είναι γνωστό ότι είναι τίμιος, ολιγαρκής και, πάνω απ’ όλα, κολλημένος. Είτε τις εκστόμισε, λοιπόν, τις κουβέντες που του αποδίδονται είτε όχι, η ουσία είναι ότι εκφράζουν τους σκοπούς του και εξηγούν και την αδράνεια (επικοινωνιακά, τουλάχιστον) των Λαφαζανιστών.
Αδρανούν διότι όλα τους πάνε ρολόι. Γιατί να πετάγονται και να γκρινιάζουν για δήθεν ανοίγματα της κυβέρνησης προς τους εταίρους, που γίνονται με λόγια, όταν η κυβέρνηση στο σύνολό της, με τις πράξεις ή τις παραλείψεις της, κάνει όλο και πιο δύσκολο τον συμβιβασμό με τους εταίρους; Σιωπούν, επομένως, και περιμένουν στην όχθη του ποταμού (όχι του ποταμιού, προς Θεού) να δουν το ρεύμα να φέρνει το πτώμα του καπιταλισμού. Οι κομμουνιστές, όπως και οι χριστιανοί, ξέρουν να περιμένουν.
Στ Κασιμάτης-Καθημερινή