Η πολυετής προσπάθεια της Περιφέρειας Πελοποννήσου για ένα σύγχρονο
αρχαιολογικό μουσείο στη Σπάρτη βρήκε ένα καινούργιο αξεπέραστο εμπόδιο από
εκεί ακριβώς που θα περίμενε κανείς αμέριστη υποστήριξη: το Υπουργείο
Πολιτισμού.
Είναι γνωστή η βούληση της Περιφέρειας Πελοποννήσου και ειδικά του
Περιφερειάρχη κ. Πέτρου Τατούλη για το νέο Αρχαιολογικό Μουσείο της Σπάρτης.
Επί 19 χρόνια που εκκρεμεί το θέμα, ο μόνος που ασχολήθηκε ουσιαστικά ήταν
εκείνος. Ως υφυπουργός Πολιτισμού προώθησε το 2005 την αγορά του οικοπέδου από
την Εθνική Τράπεζα. Ως Περιφερειάρχης Πελοποννήσου χρηματοδότησε το 2013-2014
την αρχαιολογική ανασκαφή στο οικόπεδο με 120.000 ευρώ. Με δική του πρωτοβουλία
έχει υπογραφεί Προγραμματική Σύμβαση για την προκήρυξη από την Περιφέρεια
διεθνούς αρχιτεκτονικού διαγωνισμού για τη μελέτη του κτηρίου, έχοντας ήδη
αρχίσει προσωπικά διαπραγματεύσεις με δωρητή για την κάλυψη της δαπάνης
κατασκευής αλλά και της έκθεσης. Και όταν πριν δύο μήνες το Συμβούλιο Μουσείων
συζήτησε το θέμα διπλασιασμού του εμβαδού (άρα και του κόστους) του μουσείου
για αρχαιολογικούς λόγους, και πάλι εκείνος το υποστήριξε παρά τις οικονομικές
δυσχέρειες, διότι πιστεύει στο έργο και στη μεγάλη χρησιμότητά του για την
Περιφέρεια αλλά και ολόκληρη τη χώρα.
Φαίνεται όμως ότι το Υπουργείο Πολιτισμού δεν έχει την ίδια γνώμη. Ενώ
αποφασίζει τον διπλασιασμό του εμβαδού του μουσείου και επί χρόνια παίρνει
αποφάσεις στα χαρτιά για να δείξει δήθεν κινητικότητα και ενδιαφέρον, όχι μόνον
δεν μεριμνά για την αυξημένη πλέον χρηματοδότηση αλλά βάζει τρικλοποδιές στο
όλο έργο. Στις 10 Δεκεμβρίου το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο και το
Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού απέρριψαν σε κοινή
συνεδρίασή τους το αίτημα της Περιφέρειας για τον αποχαρακτηρισμό ως μνημείου
του κτηρίου της Χυμοφίξ, ώστε να αποδοθεί το οικόπεδο ελεύθερο από δουλείες στο
νέο έργο. Πρόκειται για το βιομηχανικό
κτήριο του 1958-1959 το οποίο βρίσκεται στο κέντρο περίπου του οικοδομήσιμου
τμήματος του οικοπέδου. Το 1997 είχε εκληφθεί -χωρίς τεκμηρίωση- ότι αποτελούσε
έργο του αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτου, όπως και το κτήριο Φιξ της Αθήνας, και η
εικασία αυτή είχε οδηγήσει τότε στην κήρυξή του. Σημειώνεται ότι στο κτήριο Φίξ
της Αθήνας, που είναι όντως έργο του Ζενέτου, κηρυγμένες είναι μόνο δύο όψεις
ως διατηρητέες από το Υπουργείο Περιβάλλοντος. Το κτήριο δεν είναι κηρυγμένο ως μνημείο από το Υπουργείο Πολιτισμού (από
τότε που ακυρώθηκε η αρχική απόφαση από το Συμβούλιο της Επικρατείας και δεν
εκδόθηκε άλλη) και η διευκόλυνση αυτή επέτρεψε να γίνει το έργο της μετατροπής
του κτηρίου σε μουσείο σύγχρονης τέχνης.. Η Αθήνα ξέρει τον τρόπο να
διευκολύνει τα έργα που την ενδιαφέρουν...
Η Περιφέρεια Πελοποννήσου ερεύνησε το θέμα της Χυμοφίξ και βρήκε νέα
στοιχεία με τα οποία τεκμηρίωσε το αίτημά της. Αφ' ενός η οικοδομική άδεια του
1958 εμφανίζει άλλο μελετητή και άλλον
επιβλέποντα του έργου και όχι τον Τ. Ζενέτο, και αφ’ ετέρου οι αρχαιότητες
που βρέθηκαν στο οικόπεδο κατά τις ανασκαφές των τελευταίων ετών επιβάλλουν
πλέον μια διαφορετική θεώρηση του όλου έργου για την ανάδειξή τους,
λαμβανομένου υπόψη και ότι το οικόπεδο βρίσκεται στη ζώνη Α του αρχαιολογικού χώρου της Ακρόπολης της αρχαίας Σπάρτης.
Το 1996 η απόφαση του τότε Υπουργού Πολιτισμού όριζε ότι το κτήριο της
Χυμοφίξ μαζί με τον εξοπλισμό του -που τότε σωζόταν σε καλή κατάσταση- θα
γινόταν ένα βιομηχανικό, και όχι αρχαιολογικό μουσείο. Κατά τα χρόνια που
πέρασαν όμως κανένας δεν ασχολήθηκε με την ασφάλεια του κτηρίου, με αποτέλεσμα
αυτό να λεηλατηθεί και να μείνει μόνο ένα μπετονένιο κουφάρι χωρίς τοίχους,
πόρτες και παράθυρα, και βέβαια χωρίς εξοπλισμό. Αυτό το κουφάρι δεν μπορεί να νοηθεί ως αρχαιολογικό μουσείο, όπως
επιθυμούν κάποιοι πεπλανημένοι ιδεοληπτικοί αρχιτέκτονες, αν θέλουμε να μην
καταντήσει ένα ακόμη προβληματικό μουσείο με κλειστές αίθουσες, όπως είναι
δυστυχώς τα περισσότερα αρχαιολογικά μουσεία της χώρας σήμερα, ακόμη και τα
καινούργια που ακριβοπληρώθηκαν με πόρους των ΚΠΣ και του ΕΣΠΑ. Επιπλέον, η
κακή κατάσταση του σκελετού θα καταστήσει αναγκαία την ενίσχυσή του. Εκτιμάται
ότι, μαζί με τις επιπλέον δαπάνες στο νέο κτήριο για την ενσωμάτωση, το κόστος
του νέου έργου θα αυξηθεί κατά περίπου 5 εκατομμύρια ευρώ. Ποιός θα πληρώσει; Πρέπει κάποτε να αρχίσουμε να μεριμνούμε
και για τη σχέση κόστους -οφέλους των κρατικών υποδομών, καθώς και για τη
βιωσιμότητα των έργων, ιδίως σήμερα που μάθαμε με τον πιο σκληρό τρόπο πού
οδηγούν οι άστοχες και ακοστολόγητες αποφάσεις.
Η Περιφέρεια Πελοποννήσου έβλεπε από
την αρχή το έργο ως αναπτυξιακό εργαλείο για τη Λακωνία και για ολόκληρη την
Περιφέρεια. Επέλεξε να δώσει το βάρος της στο μουσείο και όχι σε κάποιο άλλο
έργο γιατί θεωρεί τη διεθνή φήμη της αρχαίας Σπάρτης ως το μέγιστο συγκριτικό
πλεονέκτημα της περιοχής. Αναπτυξιακό έργο δεν σημαίνει όμως λίγες θέσεις
φυλάκων και χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα αρχαιολογικών αποθηκών. Σημαίνει έργο
που θα μοχλεύσει νέες θέσεις εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, έργο που θα έχει
τέτοια αίγλη ώστε να προσελκύσει κρουαζιερόπλοια στο λιμάνι του Γυθείου και
πούλμαν με τουρίστες στην πόλη, έργο που θα τονώσει την αυτοπεποίθηση των
ντόπιων ώστε να θελήσουν και αυτοί να συμμετάσχουν στην προσπάθεια με νέες
επιχειρήσεις. Αυτό είναι ανάπτυξη.
Το μουσείο είναι μια σοβαρή επένδυση
της τάξεως των 40 εκατομμυρίων και δεν μπορεί να ξεκινήσει με δουλείες. Ήδη ένα εμπόδιο, το οποίο όμως επιθυμούμε να
αναδείξουμε ως πλεονέκτημα όπως έγινε και στο μουσείο της Ακρόπολης, είναι οι
αρχαιότητες που βρέθηκαν στο οικόπεδο. Ένα δεύτερο εμπόδιο είναι η σμίκρυνση
του οικοπέδου λόγω του νέου ρυμοτομικού, ο χώρος όμως επαρκεί αν εκλείψει το
κουφάρι που καταλαμβάνει το μέσον. Διαφορετικά, αυτό και η ζώνη προστασίας των 15 μέτρων γύρω του (την
οποία, όπως αντιληφθήκαμε, μέλη των Συμβουλίων ερμηνεύουν πολύ στενά) καθιστούν την ανέγερση του νέου μουσείου
ανέφικτη.
Ας αποκτήσουμε επιτέλους όραμα για τον τόπο μας. Το νέο μουσείο χρειάζεται ένα αρχιτεκτονικό έργο σύγχρονο που να
εκφράζει και μορφολογικά τη σημασία της ιστορίας της Σπάρτης, μιας ιστορίας
που αναγνώρισε ακόμη και η πάμφτωχη Ελλάδα το 1834, όταν ο Όθων αποφάσισε να
ιδρύσει τη νέα Σπάρτη ταυτόχρονα με την ανακήρυξη της Αθήνας ως πρωτεύουσας,
ακριβώς για να τιμήσει την ιστορία της. Η
πόλη χρειάζεται μια αρχιτεκτονική που θα της χαρίσει ένα νέο σύγχρονο τοπόσημο
και που θα λειτουργήσει ως διεθνής πόλος έλξης. Αυτό που περιττεύει είναι
μια αρχιτεκτονική μετριότητα με το βλέμμα στο χθες για να ικανοποιήσει τις
ιδεοληψίες ολίγων, ένα κέλυφος που απλώς θα στεγάζει κάποια αρχαία και θα το
επισκέπτονται 2-3 επισκέπτες την ημέρα.
Χρήματα για πέταμα δεν υπάρχουν. Πρέπει να
βλέπουμε πλέον τα έργα ολιστικά και με μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Τα δεδομένα
έχουν αλλάξει, η ψηφιακή εποχή έχει μετατοπίσει τα ενδιαφέροντα του κοινού, ο
ανταγωνισμός είναι πλέον διεθνής.
Στείλαμε επιστολή στον Υπουργό Πολιτισμού κ. Μπαλτά, με την οποία τον
καλούμε να έρθει στη Σπάρτη για να αποκτήσει ιδία αντίληψη του θέματος, να μην
κάνει αποδεκτή τη γνωμοδότηση των Συμβουλίων και να μην υπογράψει την υπουργική
Απόφαση. Αλλιώς θα βάλει οριστική
ταφόπλακα στο έργο και τέλος στην προσπάθεια για ανάπτυξη της περιοχής. Στην είσοδο της πόλης θα μείνει ως τοπόσημο
το κουφάρι της Χυμοφίξ - μνημείο μιζέριας από το χθες-, αντί για ένα μουσείο
που θα ενταχθεί στον παγκόσμιο αρχιτεκτονικό διάλογο, όπως έγινε με το μουσείο
της Ακρόπολης και θα προκαλέσει το ενδιαφέρον της ελληνικής και της διεθνούς
κοινής γνώμης, συμβολίζοντας την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.